Κάθε χρόνο, στην Clisson της δυτικής Γαλλίας, στήνεται μια μεγάλη γιορτή.
Εκατοντάδες σχήματα της ευρύτερης rock σκηνής εμφανίζονται μπροστά σε χιλιάδες μουσικόφιλους και για 3 μέρες ο ουρανός της εν λόγω πόλης, γεμίζει νότες, ιαχές κι εμπειρίες.
Φέτος δε, προστέθηκε μια εμβόλιμη μέρα, καθώς στον ίδιο χώρο φιλοξενήθηκε το Knotfest, το οποίο έφερε ως headliners τους Slipknot (εξ ου και το όνομα), με ονόματα όπως Rob Zombie, Amon Amarth, Sabaton, Powerwolf, Sick of it All, Papa Roach, Ministry, Behemoth και Amaranthe να αποτελούν σημαντικό λόγο για να επισκεφτείς την Clisson και στις 20 Ιουνίου, προσφέροντας ένα ιδανικό ορεκτικό για το Hellfest.
Το κυρίως πιάτο, που ακολούθησε, στέφθηκε και φέτος με μεγάλη επιτυχία, δικαιολογώντας το όνομα που έχει χτίσει όλα αυτά τα χρόνια. Δεν είναι δα κι εύκολο να φιλοξενείς καθημερινά από 80.000 άτομα και να είσαι συνάμα καλός οικοδεσπότης. Οι Γάλλοι διοργανωτές όμως, ξέρουν τι κάνουν και δεν είναι τυχαίο το ότι το Hellfest θεωρείται ένα από τα κορυφαία festival στον κόσμο.
Τρεις ημέρες, έξι σκηνές (Main Stage 1, Main Stage 2, Altar, Temple, Valley και War Zone), πολλά λίτρα μπίρας και πλήθος συγκροτημάτων περίμενε τους επισκέπτες για ένα αξέχαστο σαββατοκύριακο.
Λίγο η απόσταση, λίγο το μακρινό παρκάρισμα, η πρώτη ημέρα για τον γράφοντα ξεκίνησε επίσημα με τους ήχους των Daughters, οι οποίοι μάζεψαν αρκετό κόσμο. Την παράσταση βέβαια έκλεψε ο εκκεντρικός frontman, ο οποίος κινείτο σαγηνευτικά στη σκηνή, ακροβατώντας μεταξύ ακραίων ερμηνειών και πειραματικών νορμών, ενώ δε δίστασε να κατέβει και να χτυπηθεί μέσα στο κοινό.
Οι παριζιάνοι Lofofora που εμφανίστηκαν στη Main stage 2, αποδείχτηκαν ιδιαίτερα fun, κάνοντας το κοινό να χορεύει μέσα στο καταμεσήμερο.
Αυτοί βέβαια που συγκέντρωσαν τη μερίδα του λέοντος στις 15:00 ήταν οι Godsmack, στην κεντρική σκηνή. Βγήκαν με το “Legends Rise” και με κομμάτια όπως “1000 hp“, “Awake”, “Unforgettable”, “Something Different” και “Say My Name” ξεσήκωσαν τον κόσμο. Highlight η στιγμή που ο τραγουδιστής, Sully Erna, ανέβηκε σε ένα δεύτερο σετ drums κι έπαιξε κρουστά μαζί με τον drummer, Shannon Larkin, κάνοντας μια εντυπωσιακή εισαγωγή (η οποία είχε περάσματα από το “Walk this Way” και το “Enter Sandman”) για το “Bulletproof”. Το live έκλεισε εύλογα με το “I Stand Alone” και την αναμενόμενη συμμετοχή του κοινού.
Οι My Sleeping Karma αποτέλεσαν επιλογή πολλών στη Valley σκηνή και για μια ακόμη φορά, ήταν μεθυστικοί. Πέντε κομμάτια (“Prithvi”, “Vayu”, “Ephedra”, “23 Enigma” και “Glow 11”) ήταν αρκετά για να πείσουν τους παρευρισκόμενους πως δεν είναι τυχαίο όνομα στην instrumental post psychedelic rock σκηνή!
Παράλληλα, η κατάμεστη Altar φιλοξενούσε τους crossover thrashers Power Τrip, οι οποίοι κέρδισαν τις εντυπώσεις και έδωσαν λόγο στο θεατή για να ιδρώσει και να χτυπηθεί, παρουσιάζοντας συνθέσεις, κυρίως από το “Nightmare Logic” του 2017.
Μεγάλη προσέλευση είχαν και οι Γάλλοι No One Is Innocent, με πολλούς από κάτω να τραγουδούν τα κομμάτια τους, ενώ ακόμη κι όσοι δεν τους γνώριζαν, συμμετείχαν στο “What the Fuck” που έκλεισε το σετ τους.
Μια ευχάριστη έκπληξη επιφύλαξαν οι Demons & Wizards, οι οποίοι βγήκαν στις 16:45 στη Main stage 1. Η σύμπραξη των Blind Guardian και των Iced Earth ήταν πολύ καλύτερη από ό,τι περίμενα, με το προ εικοσαετίας project να μην περνάει απαρατήρητο. Τα τι-τιρί-τι-τίρι του Jon Schaffer, έδεναν άψογα με τις ερμηνείες του Hansi Kursch, με τη setlist, πέρα από κομμάτια κι από τους δύο δίσκους του group, να περιλαμβάνει τα “Burning Times” και “Welcome to Dying”, από Iced Earth και Blind Guardian αντίστοιχα.
Οι All Them Witches παραμένουν σταθερά καλοί στα live τους και χάρηκα που είχα την ευκαιρία να χαθώ ξανά για λίγο στο ψυχεδελικό blues rock των Αμερικανών, προτού βουτήξω στο καταιγιστικό technical death των Pestilence, που έδωσαν πόνο στην Altar stage.
Οι αγαπημένοι του Γαλλικού κοινού, Dagoba, εκ Μασσαλίας ορμώμενοι, χάρισαν μια εξαιρετική εμφάνιση στη Main stage 2, η οποία προς το τέλος, χάρισε κι ένα δαιδαλώδες wall of death στο τραγούδι “The Sunset Curse”.
Έχοντας να δω ζωντανά τους Dream Theater χρόνια, ήμουν πολύ περίεργος για τη setlist, όπως και την απόδοση των μελών. Εν τέλει, μουσικά, το αποτέλεσμα ήταν αναμενόμενα εκπληκτικό, με μόνο (τρόπον τινά) αδύναμο κρίκο τον James LaBrie, του οποίου η απόδοση δεν ήταν στο ίδιο επίπεδο με τους άλλους. Παρόλα αυτά, η επιλογή τραγουδιών ήταν πολύ καλή (κι εύλογα βασισμένη στο τελευταίο τους album), με μόνο μείον, την έλλειψη κομματιού από το “Images & Words”. Κατά τα άλλα, ακούσαμε τα “Unethered Angel”, “As I Am”, “Fall Into the Light”, “Barstool Warrior”, “Peruvian Skies”, “The Dance of Eternity”, “Lie” και “Pale Blue Dot”.
Χαμός αμέσως μετά στην Altar, με τους Kvelertak να πραγματοποιούν μια φοβερή εμφάνιση, γεμάτη ενέργεια, ενώ την ίδια ώρα, οι Graveyard, στη Valley σκηνή, επιδίδονταν σε ‘70s revival ρυθμούς.
Την σκυτάλη στην Temple πήραν οι Venom Inc, οι οποίοι, παρότι σφυροκόπησαν ανελέητα, δεν είχαν την αναμενόμενη προσέλευση… Γεγονός που οφειλόταν στην ταυτόχρονη παρουσία των Dropkick Murphys στην κεντρική σκηνή, οι οποίοι, για μια ακόμη φορά, ήταν απόλυτα διασκεδαστικοί, χωρίς ιδιαίτερες εκπλήξεις όμως.
Στην Warzone φιλοξενήθηκαν οι Descendents, οι τίμιοι punk γερόλυκοι, που έκαναν τον κόσμο να χορέψει, με τους Carcass να ισοπεδώνουν την Altar stage, βασίζοντας το σετ τους στο παρελθόν, με μόλις 4 τραγούδια (συν ένα intro) από το (τρόπον τινά) πιο πρόσφατο “Surgical Steel”.
Μεγάλη εμφάνιση κι από τους Fu Manchu, που έδωσαν την κατάλληλη γκρούβα σε μια βραδιά που συζητήθηκε αρκετά, λόγω της ακύρωσης των Manowar. Ακούστηκαν πολλά για το όλο θέμα και η αλήθεια είναι πως δε μου έκανε τίποτα εντύπωση, αλλά στην παρούσα φάση, θα περιμένω την επίσημη τοποθέτηση του Hellfest, μιας και η αντίστοιχη της μπάντας, ήταν τόσο φλου, που έπεισε μονάχα τους βαμμένους οπαδούς τους.
Στη θέση των Manowar βγήκαν οι Sabaton, χαροποιώντας μέρος του κοινού που δεν τους πρόλαβε την προηγούμενη μέρα στο Knotfest, αλλά προσωπικά με άφησαν παγερά αδιάφορο.
Στις 00:45, το σύμπαν σείστηκε για μία ακόμη φορά, λόγω των Gojira, που με μια μεγαλειώδη εμφάνιση, έδειξαν πως ήταν οι πραγματικοί headliner της βραδιάς. “Oroborous”, “Backbone”, “Stranded”, “The Cell”, “Silvera”, “L’ Enfant Sauvage”, “The Shooting Star”, “Vacuity” και “The Gift of Guilt”, είναι μερικά από τα τραγούδια που έπαιξαν στα 80 λεπτά που τους αντιστοιχούσαν, με το κοινό να τους επευφημεί σε κάθε ευκαιρία.
Παράλληλα με τους Gojira, οι Sum 41 έστησαν το δικό τους πάρτι στην Warzone stage, με τον κόσμο να έχει γεμίσει ασφυκτικά το χώρο και να τραγουδάει τα κομμάτια των punk rockers, ενώ στην Temple, φιλοξενήθηκε ο King Diamond, ο οποίος, κατά κοινή ομολογία, επιβεβαίωσε το ρόλο του ως βασιλιάς, ερμηνεύοντας, μεταξύ άλλων, τραγούδια που είχε χρόνια να παίξει, με αποκορύφωμα το “The Lake”, όπως και μια νέα σύνθεση (ονόματι “Masquerade of Madness”), κλείνοντας έτσι μια γεμάτη πρώτη μέρα.
Η δεύτερη μέρα, ξεκίνησε για τον γράφοντα με τους FM στη Main stage 1 και τους Wolfheart στην Temple. Αμφότεροι καλοί, αμφότεροι αδικημένο λόγω ώρας, με τους πρώτους να μας ταξιδεύουν σε μελωδικά hard rock τοπία και τους δεύτερους να μας πορώνουν, παίζοντας δύο κομμάτια από το περσινό “Constellation” (“Everlasting Fall” και “Breakwater”), δύο από το “Winterborn” (“Strength and Valor” και The Hunt”) κι ένα από το ντεμπούτο τους, “Shadow World” (“Aeon of Cold”), αφήνοντας απ’ έξω το “Tyhjyys” album.
Η πρώτη έκπληξη της ημέρας προήλθε από τους Whitechapel, οι οποίοι, έχοντας στις αποσκευές τους ένα φοβερό δίσκο (“The Valley”), στον οποίο βασίστηκε και η μισή list τους, ξεσήκωσαν όσους τους πρόλαβαν στις 12:50 και για τα επόμενα 40 λεπτά.
Άχτι είχα να δω τον Richie Kotzen, ο οποίος αποδείχτηκε απολαυστικός, έστω και κάτω από τον ντάλα ήλιο. Μέσα στο 40λεπτο που του αναλογούσε μας έδωσε ρυθμό, αλλά και συναίσθημα, με το “You Can’t Save Me” να λάμπει δια της απουσίας του.
Δεύτερη έκπληξη του Σαββάτου, οι The Fever 333 από την Καλιφόρνια, οι οποίοι παρουσίασαν τραγούδια από το φετινό debut full length τους, “Strength in Numb333rs”, όπως κι από το περσινό EP “Made an America”. Δυναμική παρουσία που κέρδισε το χειροκρότημα και νέους fans.
Ξύλο στην Altar, με τους Allegaeon Αμερικανούς technical melodic death metallers να παραδίδουν μαθήματα οργανοπαιξίας, με τους Mantar να μοιράζουν απλόχερα την γκρούβα και τη σαπίλα τους στη Valley. Πολύ καλοί και οι δύο, ασυζητητί.
Οι Eisbrecher έδωσαν έναν industrial ρυθμό στη μέρα. Τίμιοι, αλλά δίχως να με ενθουσιάζουν, κάτι που συνέβη και με τους punksters εκ Γερμανίας Bohse Onkelz, οι οποίοι, ομολογουμένως, ήταν αρκετά διασκεδαστικοί, αλλά μέχρι εκεί.
Το supergroup των Deadland Ritual, αποτελούμενο από τους Franky Perez (Apocalyptica), Steve Stevens (Billy Idol, Michael Jackson), Geezer Butler (Black Sabbath, Heaven and Hell) και Matt Sorum (Y Kant Tori Read, the Cult, Guns N’ Roses), αποδείχτηκε ευχάριστη παρέα, με τις διασκευές σε Black Sabbath (“Symptom of the Universe”, “Neon Knights” και “War Pigs”), Billy Idol (“Rebel Yell”) και Velvet Revolver (“Slither”), συν τα 4 δικά τους τραγούδια, να χαρίζουν όμορφο 45λεπτο.
Εξίσου όμορφο ήταν και το σετ των θεατρικών symphonic black metallers, Carach Angren, που άλωσαν την Temple stage, προετοιμάζοντάς μας για το garage rock n’ roll των Eagles of Death Metal, οι οποίοι με κομμάτια όπως “I Only Want You”, “Complexity”, “Cherry Cola” και “I Like to Move in the Night”, έκαναν το κοινό στη Main stage 2 να κουνήσει τους γοφούς του, ενώ διασκεύασαν και το “Moonage Dream” του David Bowie.
Σε τρομερή φόρμα και με σύμμαχο τον καλό ήχο, οι Moonspell χάρισαν ένα μαγικό 50λεπτο στην Altar, το οποίο βασίστηκε στο “1755” album, με τις προσθήκες των “Breathe”, “Opium”, “Alma Mater” και “Full Moon Madness”.
Η συνέχεια άνηκε στους Whitesnake, οι οποίοι παρέδωσαν μια ιδανική setlist, η οποία έπασχε μονάχα από τις κουρασμένες ερμηνείες του Coverdale, που από το τρίτο-τέταρτο τραγούδι έδειξε ανήμπορος να αποδώσει όπως παλιά, με αποκορύφωμα την (οριακά στενάχωρη) προσπάθεια στην κορώνα του “Here I Go Again”, κάτι που τον ώθησε στο να αποφύγει την αντίστοιχη στο “Still of the Night”, με το οποίο έκλεισε η μπάντα το 60λεπτο που της αναλογούσε.
Την σκυτάλη την πήραν οι Within Temptation, οι οποίοι ξεκίνησαν με το “Raise Your Banner”, μέσα από το πρόσφατο “Resist”, album που εκπροσωπήθηκε από τρία ακόμα τραγούδια, προκειμένου να χωρέσουν μερικά highlights από το παρελθόν της μπάντας, όπως “In the Middle of the Night”, “Faster”, “Stand My Ground”, “What Have You Done” και “Mother Earth”. Η Sharon έχει σπουδαία φωνή και το σχήμα έπαιξε πάρα πολύ καλά, αν και η αλήθεια είναι πως το τελικό αποτέλεσμα μου φάνηκε κάπως άνευρο.
Εκείνοι όμως που δεν ήταν καθόλου άνευροι, ήταν οι The Ocean. Έχοντας στα μπαγκάζια τους το εξαιρετικό “Phanerozoic I: Palaeozoic”, το οποίο είχε και την τιμητική του, έδωσαν για μια ακόμη φορά ένα δυναμικό show, το οποίο βασίστηκε στις πιο πρόσφατες δουλειές τους, αφήνοντας απ’ έξω οτιδήποτε βγήκε την προηγούμενη δεκαετία.
Την ίδια ώρα, οι Candlemass, τελούσαν το δικό τους μυστήριο στην Altar stage, το οποίο κορυφώθηκε σε στιγμές όπως τα “Mirror Mirror”, “Bewitched” και “A Sorcerer’s Pledge”, ενώ έκλεισαν επιβλητικά με το “Solitude”.
Στη Main stage 1, ακολούθησε ένα μεγάλο party, με τους Def Leppard να αποδίδουν τα μέγιστα και να κλέβουν εντυπώσεις με την ενέργειά τους. Και “Rocket” ακούσαμε και “Animal” και “Love Bites” και “Hysteria” και “Pour Some Sugar On Me” (φυσικά) και “Photograph” και τέλος πάντων, περάσαμε όλοι καλά και πολύ το χαρήκαμε!
Η Jo Quail, η οποία αντικατέστησε τη Myrkur (λόγω εγκυμοσύνης), φάνηκε καλή πρόταση, με το πειραματικό της υβρίδιο, που συνδύαζε το τσέλο και το ατμοσφαιρικό ambient να κερδίζει το ενδιαφέρον των παρευρισκόμενων στην Temple.
Σειρά είχαν οι Dark Tranquillity, οι οποίοι έδειχναν λιγότερο σίγουροι στην απόδοσή τους, σε σχέση με άλλες φορές. Τελικά ο λόγος ήταν η απώλεια των μουσικών οργάνων τους (αν κατάλαβα καλά, υπήρξε ένα θέμα στη μεταφορά και δεν έφτασαν ποτέ Γαλλία), με το σχήμα να σκέφτεται σοβαρά να ακυρώσει το live του. Ευτυχώς για εμάς, οι Moonspell και οι Candlemass δάνεισαν τα δικά τους στο group και κάπου εκεί φάνηκε το μεγαλείο των εν λόγω συγκροτημάτων.
Οι γερόλυκοι ZZ Top το έχουν ακόμα, αν και, κλασικά, ο κόσμος περίμενε τα χιτάκια για να κουνηθεί. Εύλογα λοιπόν, τα λογής πωπουδάκια λικνίστηκαν στα “Gimme All Your Lovin’”, “I Gotsta Get Paid”, “Sharp Dressed Man”, “Legs”, “La Grange” και “Tush”.
Οι The Adicts ξεσήκωσαν, όπως αναμενόταν την Warzone, ενώ οι Bloodbath διέλυσαν την Altar, σε μια μέρα πραγματικά γεμάτη απρόσμενα καλές αποδόσεις από την πλειοψηφία των σχημάτων.
Η βραδιά όμως, άνηκε στους KISS, οι οποίοι δίδαξαν τι σημαίνει show. Έναρξη με “Detroit Rock City” και “Shout It Out Loud”, αναφορές σε μεγάλο μέρος της καριέρας τους, περάσματα από τα περισσότερα classics και επίλογος με το “Rock and Roll All Nite”! Οκ, κάπου στο μισάωρο έκαναν κοιλίτσα, ενώ υπήρξαν διάφορα σκαμπανεβάσματα στο σετ, αλλά το σύνολο ήταν εντυπωσιακό από κάθε άποψη και ναι, το να δεις ζωντανά τους KISS, είναι εμπειρία ζωής!
Κι εκεί που λέγαμε πως τα έχουμε δει όλα, ανεβαίνουν στο Main stage 2 οι Architects και… WOW! Είναι δύσκολο να διαδεχθείς τους KISS, πόσο μάλλον να εντυπωσιάσεις όσους έμειναν στο χώρο (και δεν ήταν καθόλου λίγοι). Ίσως η μεγαλύτερη έκπληξη της ημέρας, που επιβεβαίωσε τα όσα λέγονται για δαύτους ανά τον κόσμο. Να παρακαλάτε να τους δούμε και στην Ελλάδα. Απλά τεράστιοι!
Η τρίτη μέρα για τον γράφοντα (μιας και δεν κατάφερε να προλάβει τους Psycroptic) ξεκίνησε με τους Tesla, οι οποίοι αντικατέστησαν τους Rival Sons. Rock άλλης εποχής, με αρκετούς πιστούς από κάτω να σιγοτραγουδούν.
Οι εντυπωσιακά ντυμένοι prog folk metallers Cemican, δε με κράτησαν ιδιαίτερα, παρά τα φλάουτα, τα κρουστά και τα λογής παραδοσιακά όργανα, με τις συνθέσεις να με κουράζουν σχετικά σύντομα.
Εκεί που ουσιαστικά ξύπνησα, ήταν στους Death Angel, οι οποίοι είχαν τρομερή ενέργεια και χάρη σε αυτούς ξεκίνησαν τα moshpit κάτω από τον ήλιο, που ειδικά την Κυριακή, τσουρούφλιζε, ενώ αμέσως μετά, οι Yob, μετέτρεψαν τη Valley σε ένα βαλτώδες μέρος, που έσφυζε από επιβλητικά riff. Ευχάριστοι και οι Blackberry Smoke, με την country blues ηχητική χροιά τους, να αποτελεί ιδανική παρέα για ξάπλα στο γρασίδι και μπίρα.
Την ώρα που οι συντοπίτες μας, Lucifer’s Child, το σχήμα του πρώην κιθαρίστα των Rotting Christ, George Emmanuel, με μέλη από Nightfall, Chaostar και Karma Violens, τα έσπαγε στην Temple, δηλώνοντας έτοιμοι να εισχωρήσουν στα μεγάλα συναυλιακά σαλόνια, οι Αμερικανοί Trivium χάρισαν μια αξέχαστη εμφάνιση στη Main stage 2, με το 50λεπτο που τους αναλογούσε να φάνταζε λίγο εκείνη την ώρα. “The Sin and the Sentence”, “Beyond Oblivion”, “Sever the Hand”, “Until the World Goes Cold”, “Down from the Sky”, “The Heart from Your Hate”, “Strife” και “In Waves”, ξεσήκωσαν το κοινό, που επιδόθηκε σε ατελείωτο crowdsurfing, με τη συνεχή παρακίνηση του frontman, Matt Heafy.
Οι Clutch απέδειξαν το γιατί είναι τόσο λαοφιλείς, με το διάχυτο groove τους και το τίμιο attitude τους να παρασέρνει το πλήθος που είχε συγκεντρωθεί στις 16:00 στη Main stage 1. Ευχάριστο σετ, δίχως ιδιαίτερες εκπλήξεις, με το κοινό να συμμετέχει περισσότερο στα “The Mob Goes Wild”, “The Face”, “A Quick Death in Texas”, “Electric Worry” και “X-Ray Visions”!
Για τους Testament, ό,τι και να πω, θα είναι λίγο. Σαρωτικοί, πήραν κεφάλια και το moshpit δεν σταμάτησε, παρά μόνο όταν το κοινό τραγούδησε το “happy birthday” στον Chuck Billy! Μπάντα- εγγύηση για τη thrash σκηνή, που δεν άφησε τίποτα όρθιο στο διάβα της.
Τους Stone Temple Pilots ήθελα πολύ να τους δω, κυρίως για λόγους ιστορικής σημασίας και δεν απογοητεύτηκα. Ίσα-ίσα, ο νέος μπροστάρης τους, Jeff Gutt (των Dry Cell), καλύπτει σε μεγάλο βαθμό το κενό που άφησαν οι Scott Weiland και Chester Bennington. Highlight για τον γράφοντα, η όμορφη εκτέλεση του “Plush”.
Οι Anthrax διανύουν δεύτερη νιότη και πήραν με ιδιαίτερη ευκολία το σκαλπ μας, ξεκινώντας με το “Caught in a Mosh” και διασκευάζοντας, λίγο πριν το “Indians”, το “Antisocial” των Trust.
Για μια ακόμη φορά, οι Lynyrd Skynyrd έγραψαν ιστορία στο σανίδι, με ένα αξιοζήλευτο σετ 12 τραγουδιών, με επιτυχίες όπως “Workin’ for MCA”, “That Smell” “Gimme Back My Bullets”, “Saturday Night Special”, “Simple Man” κι ένα “Free Bird” για το κλείσιμο, έτσι για να γεμίσουν με “νότιο” αέρα την κεντρική σκηνή του Hellfest!
Την ίδια ώρα όμως, το σχήμα του Phil Anselmo, έγραφε κι αυτό τη δική του ιστορία, στη Valley stage. Ενώ ξεκίνησε με μερικά τραγούδια από τους δίσκους που έχει βγάλει με τους The Illegals, το κοινό φώναζε ρυθμικά “πα-ντε-γά, πα-ντε-γά” και ο Anselmo, κατόπιν συνεννόησης με το υπόλοιπο group, χάρισε στους παρευρισκόμενους μια setlist αποκλειστικά με συνθέσεις των Pantera, βάζοντας φωτιά στο κοινό, κυρίως στα “Mouth for War”, “Becoming”, “Fucking Hostile” και “Walk”! Επική εμφάνιση.
Οι Lamb of God είναι φτιαγμένοι για μεγάλες σκηνές και το απέδειξαν για μια ακόμη φορά, περνώντας σαν οδοστρωτήρες από τη Main stage 2. Δίχως τον Chris Adler πίσω από τα drums, αλλά με τον εξίσου χαρισματικό Art Cruz (Prong, Winds Of Plague), ο Randy Blythe και η παρέα του μας σφυροκόπησε για 60 λεπτά, με το “Redneck” να κλείνει σωστά μια δυναμική εμφάνιση.
Άμα θες σωστό κι ανελέητο headbanging όμως, επιλέγεις Cannibal Corpse. Η brutal death μπαντάρα από την Αμερική διέλυσε για πολλοστή φορά σκηνή, συνειδήσεις και κορμιά, σκορπώντας τον όλεθρο, με τον ακούραστο George “Corpsegrinder” Fisher, να είναι για μια ακόμη φορά σαρωτικός.
Μεγάλη ανυπομονησία και για τον Slash με Myles Kennedy, που αναμφίβολα αποτέλεσε σημαντική στιγμή της 23ης Ιουνίου, εκτελεστικά κι ερμηνευτικά. Απολαύσαμε τα “The Call of the Wild”, “Halo”, “Standing in the Sun”, “Back form Cali”, “My Antidote”, “Serve You Right”, “Boulevard of Broken Hearts” “Mind Your Manners”, “Driving Rain”, “Doctor Alibi”, “You’re a Lie”, “Nightrain” (η μόνη αναφορά των Guns n’ Roses της βραδιάς), “Anastasia” και “World on Fire” και τα μυαλά μας ακόμη πονάνε!
Η αποχαιρετιστήρια περιοδεία των Slayer αποδεικνύεται ιδιαίτερα πετυχημένη, με το σχήμα να δίνει τον καλύτερο εαυτό του, με τον αναμενόμενο χαμούλη να λαμβάνει χώρα στη Main stage 2. “Repentless”, “World Painted Blood”, “War Ensemble”, “Payback”, “South of Heaven, “Dead Skin Mask”, “Angel of Death” κι άλλα πολλά, έκαναν τον κόσμο να παρτάρει ανελέητα στα moshpit, με απόλυτο highlight το ψιχάλισμα με το που ξεκίνησε το “Raining Blood”, επιβεβαιώνοντας πως το συγκρότημα διαθέτει όντως κάτι το υπερφυσικό!
Την ίδια ώρα με τους Slayer, οι Refused έστηναν το δικό τους πάρτι στην Warzone, παρασέρνοντας με την ενέργειά τους τους χιλιάδες θεατές τους, χαρίζοντας 60 αξέχαστα κι απολαυστικά λεπτά!
Η αυλαία του Hellfest έπεσε με τους Tool. Όντας η τρίτη φορά που τους βλέπω, τολμώ να πω πως δεν έχουν αλλάξει και πολλά, παρότι έχουν μεσολαβήσει δέκα χρόνια περίπου. Στατικοί κι αντικοινωνικοί, αλλά συνάμα ψυχεδελικοί και υπέροχοι. Για την ιστορία, έπαιξαν τα “Aenema”, “The Pot”, “Parabol/ Parabola”, “Schism”, “Intolerance”, “Jambi”, “Forty Six & 2”, “Part of Me”, “Vicarious” και “Stinkfist”, ενώ ακούσαμε και τα καινούρια “Descending” και “Invincible”, για τα οποία θα περιμένω να εκφέρω άποψη όταν τα ακούσω στις studio versions τους, μιας και live, έδιναν πιο πολύ την εντύπωση αυτοσχεδιασμού, παρά ολοκληρωμένων συνθέσεων που προετοιμάζονται εδώ και δέκα χρόνια. Ο ήχος που τους συνόδευε ήταν εξαιρετικός, όπως και τα εφέ στα φώτα, συντελώντας σε ένα όμορφο ηχητικό trip, κλείνοντας ιδανικά ένα εκπληκτικό τριήμερο.
Εν κατακλείδι, το Hellfest δεν είναι απλά ένα festival, αλλά μια εμπειρία ζωής, για κάθε fan της rock (ακραίας και μη) σκηνής και δεν είναι τυχαίο το ότι τα εισιτήριά του κάνουν φτερά κάθε χρόνο, μέσα σε λίγη ώρα!
Εξαιρετικές εγκαταστάσεις, επαγγελματισμός, καθαριότητα, καμία ταλαιπωρία γενικά. Συνιστάται ανεπιφύλακτα και, να είμαστε καλά, θα τα πούμε εκεί και του χρόνου!
Photos: Cristina Alossi
734