Μία μπάντα που δεν χρειάζεται συστάσεις, που έσπρωξε τα όρια του “ακραίου” στην ψυχαγωγία, που κατάφερε να είναι η μόνη ροκ μπάντα στον κόσμο της οποίας οπαδοί όλων των εθνικοτήτων γνωρίζουν τα κομμάτια απ’ έξω, ενώ δεν είναι γραμμένα στ’ αγγλικά.
Μιλάμε φυσικά για τους Rammstein, που μετά από 10 χρόνια στουντιακής σιγής βγάζουν το πολυαναμενόμενο 7ο τους άλμπουμ, άνευ τίτλου, παρά την τάση οπαδών και τύπου να αναφέρονται σε αυτό ως ομώνυμο της μπάντας, την οποία χάριν επικοινωνιακής ευκολίας θα υιοθετήσω.
Η πρώτη γεύση, μας είχε ήδη δοθεί μερικούς μήνες πριν με το “Deutschland”, για το οποίο η μπάντα ετοίμασε ίσως το πιο πολυσυζητημένο video clip της, το οποίο αν δεν έχει τύχει να απολαύσετε ήδη, είναι το εξής……
Μετά το “Liebe ist fur alle da”, αναρωτιόμουν τί άλλο έχει να προσφέρει αυτή η μπάντα, μία απορία που με το πρώτο κιόλας άκουσμα του “Deutschland”, έφυγε απ’ το παράθυρο. Πραγματική εξέλιξη στον ήχο, όχι από την άποψη του πειραματισμού και της δοκιμής, αλλά ουσιώδους ανάπτυξης και αναζήτησης της ταυτότητας που οι Rammstein έχουν ήδη “χτίσει”. Πομπώδες και μιλιταριστικό όπως έχουμε συνηθίσει, ενώ παράλληλα πιο ατμοσφαιρικό και “μυστηριώδες”. Η θεματολογία επίκαιρη και διφορούμενη, αποτέλεσε σπινθήρα πολλών συζητήσεων θίγοντας την ιστορία της Γερμανίας με όλα της τα “μελανά σημεία”. Κομμάτι και κλιπ παίχτηκαν για αρκετές βδομάδες κατ’ επανάληψη, μέχρι να φτάσουμε στο δεύτερο κομμάτι που μας ετοίμασαν, καθώς και δεύτερο στο δίσκο, ονόματι “Radio”.
Στο “Radio” επικρατούν τα πιο electro στοιχεία της μπάντας, κάτι που προσωπικά λατρεύω, αλλά καταλαβαίνω ότι δεν ικανοποίησε τους λάτρεις του πιο σκληροπυρηνικού ήχου. Ρυθμός που επιβάλλει κίνηση, ενώ οι στίχοι αναφέρονται στην “φίμωση” της μουσικής κατά την περίοδο του ψυχρού πολέμου (και ίσως όχι μόνο).
Το υπόλοιπο του δίσκου αναγκαστήκαμε να περιμένουμε μέχρι τις 17 του Μάη που μας πέρασε για να το απολαύσουμε, αλλά με το που τα ρολόγια έδειξαν 00:01 και ο δίσκος ήταν πλέον διαθέσιμος προς ακρόαση, πήρε σειρά το “Zeig Dich”. Ξεκινάμε με λατινικές ψαλμωδίες και συνεχίζουμε με riffs που θυμίζουν εποχές “Herzeleid”. Αρκετά σκοτεινό σε ατμόσφαιρα όσο και σε θέμα, θίγοντας αυτή τη φορά τα κακώς κείμενα της θρησκείας. Μεγάλη αντίθεση, “ψυχή τε και σώματι”, με το κομμάτι-διάδοχο “Auslander”, το οποίο είναι κάτι που θα περίμενε κανείς να ακούσει αν ζήταγε κάποιο EDM Remix των Rammstein. Ευχάριστη αλλαγή, πιο χιουμοριστική διάθεση, κατ’ εμέ καλοδεχούμενη, και για την ακρίβεια ένα από τα προσωπικά αγαπημένα του δίσκου. Συνεχίζουμε με το “Sex”, σε παρόμοια διάθεση, αλλά σε πιο παραδοσιακά μουσικά μονοπάτια. Αν και δεν κατάφερε να με αγγίξει όπως μερικά από τα προηγούμενα, πρέπει να ομολογήσω ότι μ’ έπιασα αρκετές φορές να μου έχουν “κολλήσει” σημεία του.
Φτάνουμε στο κομμάτι που άφησε πολλούς οπαδούς με τα σαγόνια κατεβασμένα ως το πάτωμα, που δεν είναι άλλο από το “Puppe”. Το κομμάτι ξεκινάει με μία ήπια εισαγωγή σε στυλ μπαλάντας, μέχρι που φτάνει στο “ξέσπασμα” όπου ακούμε τον Lindemann όπως δεν τον έχουμε ξανακούσει. Μακράν η πιο ανατριχιαστική στιγμή του δίσκου, και αν μπει κανείς στον κόπο να διαβάσει τους στίχους παράλληλα, έχουμε ένα συνδυασμό που “σκοτώνει”.
Έχουμε φάει τα μισά και ακολουθεί το “Was ich liebe”. Στο κεφάλι μου γύρισαν εποχές “Rosenrot” και “Mutter”, πιο αργό σε ρυθμό και αρκετά πιο μελαγχολικό από τα προηγούμενα. Μέχρι στιγμής, μου έχει κάνει εντύπωση πόσο καλά έχει αποδοθεί η θεματολογία του κάθε κομματιού, από τη μουσική που τη συνοδεύει. Δείχνει πραγματικά το μόχθο που βάζει το σχήμα σε κάθε δίσκο ώστε να δώσει στο τέλος ένα άρτιο συνολικό αποτέλεσμα.
Σειρά έχει το “Diamant”, το πιο βραχύχρονο κομμάτι, που αποτελεί και τη μόνη εξ ολοκλήρου μπαλάντα που θ’ ακούσουμε στο άτιτλο πόνημα των Rammstein. Όμορφο, αλλά όχι κάτι που θα βάλω να ακούσω κατ’ επανάληψη.
Τρίτο απ’ το τέλος, το “Weit Weg” μας μιλάει για το ανεκπλήρωτο, από τη μεριά του ηδονοβλεψία. Σαν άκουσμα είναι αρκετά ιδιαίτερο και κάθε επανάληψη το κάνει να “κολλάει” και περισσότερο.
Και κάπου εδώ ο ρυθμός ανεβαίνει αρκετά με το “Tattoo”, που επαναφέρει τον σκληρό ήχο στον οποίο μας έχουν συνηθίσει οι Γερμανοί. Το αίμα λοιπόν “βράζει”, αλλά δεν λείπουν τα μελωδικά περάσματα μεταξύ του ηχητικού “γρονθοκοπήματος”.
Φτάσαμε λοιπόν στο φινάλε με το “Hallomann”. Ένα ιδιαίτερο μίγμα “επιθετικών γραμμών”, “ύπουλων φωνητικών” και “αθώων πλήκτρων”. Το θέμα που επέλεξε η μπάντα για κλείσιμο, είναι το παιδικό trafficking. Εύπεπτο δεν το λες και συνοδευόμενο από τις ανατριχιαστικές τελευταίες νότες, αφήνει μία γεύση την οποία δεν συναντάς εύκολα ακόμα και στα πιο “ακραία” είδη.
Το τελευταίο (και πιθανόν κύκνειο) άσμα των Rammstein λοιπόν, αφήνει μία πικρόγλυκη γεύση. Στο τέλος το συναίσθημα που επικρατεί είναι ένα μίγμα ταραχής και μελαγχολίας. Θεματολογικά, θεωρώ πως είναι από τους πιο ακραίους δίσκους του σχήματος (αν όχι ο πιο ακραίος), που τόλμησε να ακουμπήσει με ποιητική ωμότητα, φαινόμενα από τα οποία η πλειονότητα αποστρέφει το βλέμμα. Όπως, κατά τη γνώμη μου, οφείλει να κάνει ένας καλλιτέχνης.
Μουσικά, ένας δίσκος πολύμορφος, προσεγμένος και φιλοσοφημένος, με την ποιότητα που χαρακτηρίζει τη μπάντα από τις απαρχές της ύπαρξής της. Δεν θεωρώ πως πρόκειται για το ζενίθ του σχήματος, αλλά για ένα δίσκο που πραγματικά εκφράζει μία παρέα μουσικών που έχει μείνει σταθερή εδώ και 25 χρόνια και που καθ’ όλη τη διάρκειά της, έσπρωχνε τον εαυτό της ένα βήμα παραπέρα.
Για τον ακροατή, πρόκειται για μία δουλειά που θα εκτιμήσει μετά από αρκετά ακούσματα και που χρειάζεται αρκετό ψάξιμο για να απολάβει όλα όσα έχει να δώσει ο δίσκος.
Το σίγουρο είναι πως μετά από αυτό, αναμένουμε όπως και δήποτε εμφάνιση στη χώρα μας, για να απολαύσουμε την απόδοση αυτών των κομματιών με τον τρόπο που οι Rammstein ξέρουν καλύτερα.
1022