DANIEL TOMPKINS: “Castles”

Η κινητήρια δύναμη πίσω από την ακόρεστη διάθεση του Daniel Tompkins να διερευνά τον απέραντο χώρο του λεγόμενου “ambience”, βρίσκεται κατά πολύ στην απόφαση που πήρε πριν από περίπου δέκα χρόνια, να γίνει ένας ολοκληρωμένα ερμηνευτής-μουσικός, να ασχολείται και να συντηρείται, δηλαδή, αποκλειστικά από τη μουσική. 

Σπρώχνοντας ταυτόχρονα τη φωνή του αλλά και τη συνθετική του οπτική σε μακρύτερους ορίζοντες, έπαψε να είναι μόνο ο τραγουδιστής των TesseracT – ή των Skyharbor για ένα διάστημα- αλλά έγινε και η φωνή του synth pop project, Zeta, ή του ακόμα πιο ιδιαίτερου, ενδιαφέροντος και ευέλικτου σχήματος, White Moth Black Butterfly.

Σημαντικό μερίδιο στον εμπλουτισμό της δημιουργικότητάς του έπαιξε η έφεση και προθυμία που διαθέτει ο ίδιος για αλληλεπίδραση με τους ανθρώπους που διαλέγει να συνεργαστεί. Κι αν κοιτάξει κανείς το περιεχόμενο του άλμπουμ, ουσιαστικά θα διαβάσει αυτή την πραγματικότητα που καθορίζει τις επιλογές και το ταξίδι του. Ουσιαστικά, υπάρχουν επτά συνθέσεις που όλες μαζί συμπληρώνουν μια συγκεκριμένη αισθητική, την περιγραφή μιας ηχητικής έκφρασης και τις διαθέσεις ενός θέματος που τον κατευθύνει. Οι ανθρώπινες σχέσεις, οι προσωπικές επενδύσεις του καθένα σε αυτές, η διαχείριση των δυσκολιών ή και των τελικών καταστροφών, με μια ήρεμη, συγκροτημένη διάθεση ανάλυσης, εκτίμησης, αναζήτησης απαντήσεων, και πάνω από όλα, η ανάγκη να προστατέψεις και να συνεχίσεις, είναι πάνω κάτω το βασίλειο του “Castles”.

Από εκεί και πέρα, υπάρχουν διαφορετικές εκδοχές κάποιων από τα τραγούδια που έχουμε ήδη ακούσει, όπως αυτά μεταμορφώνεται μέσα από τη συνεργασία του Tompkins με διάφορους μουσικούς και παραγωγούς, μια διαδικασία που δείχνει να εκτιμά και να υπολογίζει ιδιαίτερα ο ίδιος, παρακολουθώντας τις νέες παραμέτρους να μεταμφιέζουν τις συνθέσεις. Το αρχικό “Saved” μάλιστα, εμφανίζεται σε τρεις νέες παραλλαγές.

Ίσως πολλοί δεν γνωρίζουν το περίεργο πέρασμα του Tompkins από τους Τεξανούς Haji’s Kitchen, ένα γκρουπ που ιδρύθηκε το 1992 και σε μια μετεξελιγμένη του μορφή, κυκλοφόρησε ένα άλμπουμ με τίτλο “Twenty Twelve” το 2012, με τον Daniel να ερμηνεύει τα έξι τραγούδια που είχαν φωνητικά. Η σημασία της πληροφορίας καταλήγει στο γεγονός πως ο ιδρυτής/κιθαρίστας τους, Eddie Head, χαίρει ιδιαίτερης εκτίμησης από τον Άγγλο ερμηνευτή, και είναι ο παραγωγός και πιο βασικός συνεργάτης του στο άλμπουμ.

Με βάση τα λεγόμενα του δημιουργού του, υπάρχει μια καθαρτήρια, λυτρωτική διαδικασία στους στίχους, αλλά ταυτόχρονα παραμονεύουν περιοχές που εξερευνούν την εκπληκτική, νικηφόρα, παθιασμένη αγάπη. Η αναμφισβήτητη ικανότητα του Tompkins να δημιουργεί ισχυρές μελωδικές διαδοχές που, χωρίς να είναι ξεδιάντροπα πιασάρικες, θα βιδωθούν πολύ γρήγορα στο μυαλό σου, προωθεί το όργανο της φωνής του στον ρόλο του πρωταγωνιστή στις επτά αυτές περιγραφικές και εσωτερικές συνθέσεις.

Σε καμιά περίπτωση φυσικά, ο διακριτικός μουσικός ιστός που υφαίνεται γύρω αλλά κυρίως κάτω από τη φωνή του δεν είναι εύκολος και υποτιμητικός. Στην πραγματικότητα, κάθε πρόσθετος ήχος μοιάζει μελετημένος και απέριττος. Συνολικά, η ηχητική υφή του “Castles” είναι μια γοητευτική, πολυτελής συνοδεία εξομολογήσεων, με βάση ευγενική, διακριτική  electronica, μικρές έξυπνες art pop προσθήκες και trip hop ρεύματα που ιδανικά μεταφέρουν τη φωνή σε μια συνολική εντύπωση ενδοσκόπησης με έναν όμως αθόρυβο αυτοέλεγχο. Ακόμα και στις στιγμές που αναδύεται μια ριψοκίνδυνη φόρτιση, όπως στο ρεφρέν του “Castles”μετά την επαναληπτική λεκτική επιμονή στο μέσο του τραγουδιού, δεν θα υπάρξει εκτροπή.

Αν αναλογιστεί κανείς το είδος του κοινού που ανακλαστικά θα προστρέξει να ακούσει το “Castles”, έχουμε να κάνουμε με μια υπερβατική συναλλαγή δημιουργού και ακροατή. Ο Tompkins , πέρα από τους καθαρούς θαυμαστές των φωνητικών, θα φέρει σε επαφή το πρόθυμο μέρος του κοινού με μια φρέσκια, γενναία και βαθιά προσέγγιση σκεπτόμενων θεμάτων. Πέρα από τις ταμπέλες των ιδιωμάτων, η προτεραιότητά του να χειρίζεται τον ήχο σαν εργαλείο έκφρασης σε μια ιδιαίτερη συνύπαρξη με την φωνή του, θα διευρύνει την αντίληψη του ακροατή ενώ πραγματικά θα τον κερδίζει η δύναμη της μουσικής.

Από την κατευναστική βεβαίωση του “Saved”, στους εμβόλιμους επιβλητικούς τοίχους των ρεφρέν στο σκοτεινό “Black The Sun”, από το προτρεπτικό πάθος του “Kiss” μέσα από τα ηλεκτρονικά κύματα των ήχων που θυμίζουν καρδιοχτύπι, στην απόλυτη ομορφιά του “Limitless”, από την ξεσκέπαστη ομολογία του “Cinders” μέχρι το μυστηριώδες, μακρύ, ταξιδιάρικο τούνελ του “Telegraph”, η γοητεία της έκφρασης αλλά και η ευστοχία της ηχητικής μεταφοράς της, μαγεύουν.

Οι εναλλακτικές αποδόσεις των τραγουδιών που ακολουθούν αποτελούν συνεργασίες του Tompkins με μουσικούς και παραγωγούς. Η δεύτερη εκδοχή του “Black The Sun” είναι σε συνεργασία με τον παραγωγό του άλμπουμ Eddie Head, με παρόμοια αισθητική. Το “Limitless” με τον Ρώσο παραγωγό Dmitry Stepanov, για τον οποίο ο Tompkins έχει ήδη πει πως θα τον γνωρίσουμε πολύ καλύτερα σε μέλλουσες συνεργασίες, είναι καταπληκτικό. Η απόδοση του “Kiss” με τον Randy Slaugh (Devin Townshed, Periphery), έντονα ρυθμική και ηλεκτρονικά, αποτελεί με σιγουριά τη δυσκολότερη προσέγγιση στο άλμπουμ για τον τυπικό οπαδό των TesseracT.

Τελευταίες υπάρχουν οι τρεις εκδοχές του “Saved”, η πρώτη με τον κιθαρίστα των TesseracT, Acle Kahney, το πρώτο δείγμα του άλμπουμ που δημοσιοποιήθηκε με σχετικό βίντεο, και οι άλλες δυο με τους Paul Ortiz (Zeta) και Randy Slaugh.
Έστω και με καθυστέρηση 4 χρόνων από τη δημιουργία αυτών των τραγουδιών, ο Daniel Tompkins δίνει σήμερα το επίκαιρο στίγμα της ατέρμονης αναζήτησής του στην προσωπική του έκφραση. Με μια απαιτητική προσέγγιση σε όλα τα επιμέρους στοιχεία του, το “Castles” θα πάει τον ακροατή που παρακολουθεί τον Άγγλο ερμηνευτή σε μια άλλη περιοχή. Σίγουρα, δεν πρόκειται να ακολουθήσουν όλοι οι ακροατές των TesseracT σε αυτό τον παραλλαγμένο δρόμο, το ήξερε όμως από την αρχή.

Είναι ήδη όμως ενδιαφέρον να περιμένουμε αυτό τον διαρκώς δοκιμαζόμενο καλλιτέχνη να μεταφέρει την εξελιγμένη του άποψη και έκφραση στα επόμενα βήματα των TesseracT, με την αλληλεπίδραση των υπόλοιπων συνθετών του γκρουπ. Ως εκείνη τη στιγμή, δεν κουραζόμαστε να τον παρακολουθούμε να ανοίγεται, να δοκιμάζει, να ρισκάρει.

Daniel Tompkins – Limitless

701
About Γιώργος Γεωργίου 540 Articles
Συνηθίζουν να λένε, «δείξε μου τους φίλους σου να σου πω ποιος είσαι»… Αν μπορούσε λοιπόν να ιδρύσει το δικό του “Cabaret Voltaire”, στους τοίχους του θα είχε κορνίζες με φωτογραφίες του Τάκη Τλούπα και πίνακες των David Bomberg και Edward Hopper. Πάνω στο πατάρι θα είχε τις δύσκολες περιπτώσεις, αυτούς που αν τελικά μάλωναν μεταξύ τους, θα έπρεπε να γίνει σε απομόνωση. Σε ειδικό “triryche design” τραπεζάκι ο Tate με τον De Garmo, και ακριβώς απέναντι σε ευρύχωρο καναπέ ο Fish με τον Steve Hogarth. Μοναχικό τραπέζι με κηροπήγιο και θέα από μικρό παράθυρο στην ομίχλη της πίσω αυλής ο Simon Jones. Φθαρμένο ημίψηλο σκαμπό και μίνι μπαρ δίπλα του για τον Nick Cave. Σκαλιστή πολυθρόνα για τον Ronnie James Dio, και κάθισμα VIP από το Villa Park για τον μουστάκια άρχοντα των ριφ. Φουτουριστικό κουπέ για τρεις σεβάσμιους κυρίους από τον Καναδά, μην τον ρωτήσεις ποιους. Κάτω σε περίοπτη θέση στο μπαρ, τον μορφονιό Joakim Larsson, για να τραβά τις ωραίες γυναίκες, και δίπλα του τον Jim Matheos να τον συμμαζεύει με την ψυχραιμία του όταν χρειάζεται. Σε ένα μικρό τραπέζι στην πιο σκοτεινή γωνιά, η περίεργη παρέα του David Sylvian, του Neil Hannon και του Paddy McAloon. Όταν κάθονται στο μπαρ και οι νεότεροι Einar Solberg, Daniel Tompkins και Daniel Estrin, η χημεία είναι πια ιδανική. Καθόλου άσχημα κι απόψε…