Οι άνθρωποι της απομόνωσης, της ησυχίας και της υπαίθρου κατορθώνουν ν΄ αντικρύσουν και να ερμηνεύσουν την “πραγματικότητα” έξω από τη γυάλα και τον ιστό του σύγχρονου matrix.
Με τέτοια οξυδερκή, καθαρή και συνήθως με μελαγχολική προοπτική, αλλά πάντοτε με μια πρωτόγονη folk ποιητικότητα, ο Φινλανδός H.C. Slim, κατορθώνει μέσα από 12 ακουστικές συνθέσεις να πατήσει το κουμπί της παύσης στους ιλιγγιώδεις ρυθμούς της καθημερινότητας μας και να μας βάλει στο καλούπι να δούμε τα πράγματα υπό το βλέμμα ενός περιηγητή που απλά κάθεται και περιμένει ν’ αλλάξουν οι εποχές.
Η φήμη του άρχισε τα τελευταία χρόνια να αποκτά τις διαστάσεις μιας μυθικής φιγούρας στη φιλανδική επαρχία, καθώς οι συνθέσεις του, κυκλοφορούσαν σε κόπιες από κασέτες και cd κι με την αξία τους να εκτοξεύεται, με τη Svart Records να εξασφαλίζει την υπογραφή του για το ντεμπούτο του album “Sings”, που κυκλοφόρησε φέτος το Μάιο.
Με μόνο σύνδεσμο την ακουστική κιθάρα του ανάμεσα στη μελαγχολική φωνή του και τον σκοτεινό ποιητικό του λόγο, τα τραγούδια του σε γραπώνουν από την πρώτη κιόλας στιγμή. Αντιλαμβάνεσαι ότι δεν πρόκειται για ανάλαφρα τραγουδάκια, αλλά κάτι βαθύτερο ελλοχεύει σ’ αυτή την επιτηδευμένη χαλαρότητα και πραότητα, αν ξεπεράσεις την πρώτη εντύπωση ότι πρόκειται για κάποιου είδους τρολάρισμα σε Bob Dylan και José González.
Ο Φιλανδός τροβαδούρος- τραγουδοποιός κηρύττει μέσω της ματαιοδοξίας των gospel και των σπαρακτικών εικόνων που διηγείται, την αναγέννηση, μέσω της ολικής καταστροφής, κι ο σκοπός του “οραματισμού” του, αποτυπώνεται στη φράση “all things must burn”.
Το “Sings” αποτυπώνει αυτό που σου μένει έπειτα μια περιπλάνηση στην ύπαιθρο· η οικειότητα και η γαλήνη του φυσικού τοπίου από τη μία και η μελαγχολία που προξενεί η παράταιρη ανθρώπινη παρέμβαση από την άλλη.
Ίσως το καταλληλότερο album για τον ανα – στοχασμό.