ZONDER/WEHRKAMP: “If It’s Real”

Δυο μουσικοί, είκοσι χρόνια επικοινωνίας, πέντε χρόνια ηχογραφήσεων…

Το άλμπουμ που τιτλοφορείται “If It’s Real” είναι τελικά το αποτέλεσμα της σύμπραξης του Mark Zonder με τον Gary Wehrkamp. Ο πρώτος, γνωστός ήδη από τη διαδρομή του με τους Warlord και Fates Warning, αλλά ταυτόχρονα και ένας session ντράμερ πολυτελείας με συμμετοχή σε αμέτρητα projects και γκρουπ, ο δεύτερος, ένας χαρισματικός πολυμουσικός που καθιερώθηκε στις συνειδήσεις των μουσικόφιλων από την πολυσχιδή παρουσία του στους Shadow Gallery, αμφότεροι φέρνουν ανακλαστικά στο μυαλό μας την εντύπωση μιας μουσικής πυκνής, σύνθετης, λεπτομερούς.

Οι δυο τους έχουν ισχυριστεί πως η δεδομένη μουσική προσφορά τους αποτέλεσε για τους ίδιους μια πρόκληση να υπερβούν τους εαυτούς τους και όλα όσα έχουν κάνει ως σήμερα, περνώντας σε ένα διαφορετικό πεδίο έκφρασης. Πάνω, λοιπόν, στους σκελετούς των τυμπάνων που προετοίμασε ο Zonder, σφυρηλατήθηκαν με διακριτική επιμέλεια και επιμονή τα 10 τραγούδια που αναπλάθουν θεματικά μια συγκεκριμένη, σκοτεινή περίοδο της ζωής του Wehrkamp.

Μια εσωτερική, προσωπική περιστροφή γύρω από το κόστος της απώλειας, αλλά και η αναζήτηση της συνέχειας, του φωτός, της ελπίδας, είναι τα πνευματικά θεμέλια της μουσικής του δίσκου. Όσοι, λοιπόν, περιμένουν να βρουν πολύπλοκα θέματα, δύστροπες αλλαγές και μουσικές μεταβάσεις, στριμωγμένες θεματικές ακολουθίες, θα μείνουν με το καλάθι τους άδειο. Η μουσική που, περισσότερο από τον Wehrkamp, έχει γραφτεί, είναι άμεση, απλή, διαυγής και εξαιρετικά μελωδική. Οικονομική στα θέματά της και συγκεκριμένη, στηρίζεται κυρίαρχα στη σημασία της ατμόσφαιρας και των διαθέσεων, όπως οι πικρές, κυρίως, μελωδίες αναδύουν στα τραγούδια.

Έχοντας παράλληλα μια συγκεκριμένη τακτική εμπλουτισμού των τραγουδιών με ήχους που ενισχύουν αυτές τις εντυπώσεις με σαφή διακριτικότητα, παραμένουν στη σφαίρα ενός μελωδικού, προσιτού, και ευπρόσδεκτου στον μέσο ακροατή, prog rock, που υπενθυμίζει αισθητά τις φόρμουλες των Pink Floyd της δεκαετίας του ’80, όπως και τις προσωπικές δουλειές του Peter Gabriel την ίδια εποχή. Με τις εύστοχες αντηχήσεις, το βάθος, τα σύντομα εφέ, συχνά ενισχύεται η ομορφιά των τραγουδιών που επιμένουν περισσότερο στη μελαγχολική αφήγηση του δημιουργού τους, όπως είναι για παράδειγμα τα τέσσερα πρώτα τραγούδια του άλμπουμ. Οι εντάσεις δεν ανεβαίνουν συχνά, ουσιαστικά μόνο στα “Two Years” και “Too Late”, ο ήχος δυναμώνει και εμφανίζονται ριφ και τότε αναδεικνύεται το ένα θέμα του άλμπουμ, που είναι η εν μέρει φτωχή παραγωγή, περισσότερο στις στιγμές που οι απαιτήσεις αυξάνονται.

Ο Gary Wehrkamp, που έχει κάνει και παίξει σχεδόν τα πάντα, έχει την πλήρη ευθύνη των φωνητικών. Η φωνή του είναι διαυγής, σταθερή, σωστά τοποθετημένη, στη μεγαλύτερη διάρκεια αναδύει τα χρώματα των συναισθημάτων με μια ντελικάτη, μετρημένη θλίψη. Αυτό που κάποιες στιγμές λείπει, είναι η διαφοροποίηση και η κορύφωση που θα έδινε ένας ξεχωριστός και πληθωρικός τραγουδιστής, ενισχύοντας κι άλλο κάποιες στιγμές.

Ολοκληρώνοντας τις μικρές ενστάσεις απέναντι στο σύνολο του “If It’s Real”, και με δεδομένη τη σπουδαιότητα του θέματος, πρώτα για τον ίδιο το δημιουργό, δεν γίνεται να παραβλέψει κανείς και μικρές στιγμιαίες αδυναμίες στους στίχους, που κάποτε αγγίζουν και την αφέλεια.

Για να είμαστε, βέβαια, ακριβοδίκαιοι απέναντι στο άλμπουμ, η όμορφη, άμεση ομοιομορφία του κερδίζει συνέχεια νέο έδαφος με κάθε άκουσμα και η ηχητική του ευαισθησία θα συγκινήσει άμεσα τους φίλους τέτοιων θεματικών εκφράσεων. Με ένα πλουσιότερο οπλοστάσιο σε πρόσωπα και τεχνικά μέσα, ίσως τα αποτελέσματα να ήταν συγκλονιστικά, όμως έχουμε κι έτσι ένα σύνολο τραγουδιών που υπηρετούν με τη γυμνή τους ομορφιά τη μελωδία και το συναίσθημα. Σίγουρα όμως βρισκόμαστε μπροστά σε μια διαφορετική, σχεδόν απρόβλεπτη πτυχή δυο σπουδαίων μουσικών.

Για όσους αναρωτιούνται για την έκβαση της ιστορίας, το θεραπευτικό χάδι του “Goodnight” μας εγκαταλείπει με την ελπίδα και ένα αίσιο τέλος.

If It’s Real – Zonder/Wehrkamp

699
About Γιώργος Γεωργίου 540 Articles
Συνηθίζουν να λένε, «δείξε μου τους φίλους σου να σου πω ποιος είσαι»… Αν μπορούσε λοιπόν να ιδρύσει το δικό του “Cabaret Voltaire”, στους τοίχους του θα είχε κορνίζες με φωτογραφίες του Τάκη Τλούπα και πίνακες των David Bomberg και Edward Hopper. Πάνω στο πατάρι θα είχε τις δύσκολες περιπτώσεις, αυτούς που αν τελικά μάλωναν μεταξύ τους, θα έπρεπε να γίνει σε απομόνωση. Σε ειδικό “triryche design” τραπεζάκι ο Tate με τον De Garmo, και ακριβώς απέναντι σε ευρύχωρο καναπέ ο Fish με τον Steve Hogarth. Μοναχικό τραπέζι με κηροπήγιο και θέα από μικρό παράθυρο στην ομίχλη της πίσω αυλής ο Simon Jones. Φθαρμένο ημίψηλο σκαμπό και μίνι μπαρ δίπλα του για τον Nick Cave. Σκαλιστή πολυθρόνα για τον Ronnie James Dio, και κάθισμα VIP από το Villa Park για τον μουστάκια άρχοντα των ριφ. Φουτουριστικό κουπέ για τρεις σεβάσμιους κυρίους από τον Καναδά, μην τον ρωτήσεις ποιους. Κάτω σε περίοπτη θέση στο μπαρ, τον μορφονιό Joakim Larsson, για να τραβά τις ωραίες γυναίκες, και δίπλα του τον Jim Matheos να τον συμμαζεύει με την ψυχραιμία του όταν χρειάζεται. Σε ένα μικρό τραπέζι στην πιο σκοτεινή γωνιά, η περίεργη παρέα του David Sylvian, του Neil Hannon και του Paddy McAloon. Όταν κάθονται στο μπαρ και οι νεότεροι Einar Solberg, Daniel Tompkins και Daniel Estrin, η χημεία είναι πια ιδανική. Καθόλου άσχημα κι απόψε…