Μην φορέσεις μαύρες πλερέζες, αλλά μη σφάξεις και τον μόσχο τον σιτευτό…
Το μακροβιότερο φίδι του πλανήτη γλιστρά αυτάρεσκα, όπως τόσο καλά γνωρίζει, πάνω στον αριθμό 41: είναι πια δύσκολο να ασχοληθείς με την επιστροφή των Whitesnake, χωρίς να συσχετιστείς με αριθμούς. Αν είσαι προληπτικός, θα σε απασχόλησε για καιρό η σκέψη πως αυτό είναι το 13ο άλμπουμ, κι αν ανήκεις στην κατηγορία αυτών που συχνά αναρωτιούνται αν σκοτώνουν τα άλογα όταν γεράσουν, τα 67 χρόνια του εμβληματικού αρχηγού θα στροβιλίζονται μόνιμα στο κεφάλι σου.
Η αναμενόμενη πια ανακύκλωση του εξώφυλλου του “1987” επιμένει να σηματοδοτεί και να υπενθυμίζει προκαταβολικά στον υποψήφιο ακροατή ποια περίοδο του γκρουπ διανύουμε. Η σημαντική διαφοροποίηση έχει να κάνει με το πρώτο άλμπουμ της εποχής Hoekstra, που διαδέχεται την εποχή Doug Aldrich. Μια χαρακτηριστική ένδειξη της βαρύτητας, ακόμα και σήμερα, της μετοχής του «Φιδιού», είναι πως ο σπουδαίος κιθαρίστας από το Σικάγο θέτει σαν άμεση προτεραιότητα στην καριέρα του την απόλυτη αφοσίωση στη σημερινή πραγματικότητα των Whitesnake, παρά τη συνέχεια της προσωπικής του διαδρομής μετά το εξαιρετικό “Dying To Live” του 2015.
Μαζί με αυτόν, συνεχίζει πιστά από το 2002 πια, ο Red Beach, μια άλλη μεγάλη πολυτέλεια της εξάχορδης και φυσικά ακόμα μέλος των Winger, ενώ, εδώ και 30 χρόνια, στα τύμπανα κάθεται πάντα ο Tommy Aldridge. Την πρωταθλήτρια του ερωτικού hard rock συμπληρώνουν ο μπασίστας Michael Devin (από το 2010) και ο πληκτράς Michele Luppi (τελευταία άφιξη, από το 2015).
Η επιβεβαιωμένη πληροφορία πως οι Hoekstra και Beach έχουν προσφέρει συνθετικά σε μεγάλο μέρος του άλμπουμ, συνοδεύεται φυσικά με την αυτονόητη πραγματικότητα, πως όλα αυτά έχουν συμβεί κάτω από τον απόλυτο έλεγχο και την επίβλεψη του αρχηγού. Άλλωστε το trademark της τελευταίας περιόδου έχει σχηματοποιηθεί εδώ και χρόνια, και με βάση αυτή τη φόρμουλα λειτουργεί η μηχανή τους και στο νέο άλμπουμ.
Έτσι λοιπόν, ο μεγαλύτερος σάτυρος με τη ρομαντική ψυχή του hard/blues rock ξαναφορά τις χίλιες μάσκες του αρσενικού, πατώντας στον παραπλήσιο ενισχυμένο heavy/blues ήχο των δυο προηγούμενων άλμπουμ. Στουντιακά, η φωνή του αποφεύγει να εκτεθεί σημαντικά στις ουλές του χρόνου, και η τεράστια εμπειρία του τον προστατεύει.
Ταυτόχρονα απολαμβάνει μιας σημαντικής ώθησης από τους δυο κιθαρίστες που μπορεί να μην ανακαλύπτουν απάτητα μονοπάτια του είδους, αλλά πολεμούν στη χώρα του κλισέ με ψυχή και ταλέντο. Για όσους μάλλον απογοητεύτηκαν από τα πρώτα δείγματα που δημοσιοποιήθηκαν, η άμεση διαπίστωση πως υπάρχουν αρκετά εξαιρετικά δείγματα της συνθετικής παράδοσης του Coverdale, θα επαναφέρει τις καρδιές τους στις θέσεις τους. Όπως μας έχει κακομάθει, σε κάποιες στιγμές επιθετικά κυνηγός και καυστικός, ανεβάζει τις εντάσεις, σε άλλες γίνεται εύθραυστα συγκαταβατικός και τρυφερός, ενώ δεν παραλείπει να διαβεί και τα γνώριμα πεδία των Zeppelin-ικών δανείων ή να σκορπίσει νοσταλγία με τη βαθιά απολογητική του ικανότητα, και να σου δώσει και στιγμές μεγάλης μουσικής.
Ακόμα και η μοιρασιά ή η διαδοχή στις διαθέσεις και το επίπεδο των 13 τραγουδιών του “Flesh & Blood” έχουν φροντίσει να διατηρήσουν και να υπηρετήσουν την υστεροφημία του. Είναι χαρακτηριστικό πως και τα πιο αδύναμα τραγούδια του περιέχουν κάποια μέρη και θέματα, συνήθως από τους Hoekstra/Beach που θα ανεβάσουν το ενδιαφέρον.
Οχτώ χρόνια μετά το τελευταίο άλμπουμ, είναι αδύνατο για τον αρχηγό να πέσει κάτω από τα όρια που επιτρέπει στον εαυτό του, ειδικά όταν συνοδεύεται και από αυτό το οπλοστάσιο. Το σύνηθες αγκάθι, σε έναν δίσκο σίγουρα αρκετά πάνω από το μέσο, είναι αυτή η συχνή αίσθηση deja vu που φέρνει μαζί της αυτή η μακροβιότητα του φιδιού.
Είναι ακριβώς αυτό που συμβαίνει με έναν παλιό, καλό φίλο. Πάντα απολαμβάνεις την παρέα του, και όταν αναθερμανθεί η γνώριμη οικειότητα, θα του αποκαλύψεις και τα παράπονά σου…