Αν η ταχύτητα κατανάλωσης πληροφοριών και ακροάσεων μας κάνει συχνά να προσπερνάμε τις σημειολογικές πληροφορίες του καλλιτέχνη, το εξώφυλλο του τρίτου άλμπουμ των Καναδών Huis εκλιπαρεί να έχει το δικαίωμα της προειδοποίησης. Ένα γυμνό δέντρο σε μια σκληρή, τραχιά πλαγιά κάτω από έναν δύστροπο ουρανό είναι το οπτικό διαβατήριο για ένα άλμπουμ θεματικό, που ακουμπά την απώλεια, την εγκατάλειψη και την αποξένωση. Τα τραγούδια των πέντε μουσικών από το Montreal εμπνέονται από το χωρισμό και το θρήνο του, αλλά παράλληλα και από την αναγέννηση, την ανθρώπινη αντοχή και την ελπίδα.
Διατηρώντας τη λογική της φυσικής συνέχειας, μετά το “Despite Guardian Angels” του 2014, και το “Neither In Heaven” του 2016, οι Huis παραμένουν αυτοί οι ρομαντικοί υπηρέτες του λυρικού progressive rock, με όλα τα αυτονόητα συνοδευτικά χαρακτηριστικά. Για όσους δεν έχουν την παραμικρή επαφή με το γκρουπ, η παρουσία του κιθαρίστα/συνθέτη/ πολυμουσικού/παραγωγού Michel St-Père στις τάξεις του, που οδηγεί επίσης τη μουσική διαδρομή των συμπατριωτών τους, Mystery, είναι μια δυνατή ένδειξη για το είδος του ήχου και της έκφρασης που θα περιμένει κανείς.
Βέβαια, οι Huis έχουν ιδρυθεί από τον μπασίστα Michel Joncas, όμως, ειδικά στο νέο τους άλμπουμ υπάρχει ενεργή συνθετική συμμετοχή και από τους πέντε. Πέρα από τον τραγουδιστή Sylvain Descôteaux, τον ντράμερ William Régnier, και τον κημπορντίστα Johnny Maz, που συμπληρώνουν το ρόστερ, υπάρχουν και οι καλεσμένοι Jean Pageau των Mystery στο φλάουτο, Serge Locat στο πιάνο, Éloïse Joncas στα φωνητικά, καθώς και η τραγουδίστρια των Fleesh, Gabby Vessoni.
Αν η μουσική συχνά μιλά πιο εμφατικά από τα λόγια, κάνε ένα ανορθόδοξο ξεκίνημα από το instrumental “Solitude” κάπου στο μέσο του δίσκου: αυτή η υποβλητική ηχητική εξέταση μιας διάθεσης πικρής και σκοτεινής, διατηρεί όμορφα την αναμονή και την αντοχή της. Αυτή η προσωπική αξιοπρέπεια μπροστά στη συμφορά, παραμένει σε όλη τη διάρκεια του “Abandoned”, και τη σέβεται εξίσου και η λυρική, φωνητική προσφορά του Descôteaux.
Το ομότιτλο τραγούδι μας σπρώχνει στην περιγραφή αυτής της εσωτερικής περιπέτειας, σχεδόν με την ηχητική ανάπλαση των βημάτων ενός εύθραυστου χορού. Είναι ένας συγκρατημένος, περιγραφικός ύμνος που σκοτεινιάζει σταδιακά, κρατώντας το ρυθμό του σταθερό, όσο η ψύχραιμη ερμηνεία του Descôteaux αδειάζει και γεμίζει από συνοδευτικούς ήχους, ως το οργανικό φινάλε που μεταφέρει και μια έντονη εντύπωση παρόμοιων τελειωμάτων των IQ.
Η ρυθμική ανάσα του “The Giant Awakens” υπενθυμίζει αυτό το συχνό φλερτ του neoprog με το AOR, με μια σειρά όμορφων ζωντανών διαδοχών ως το τέλος. Από την μοιραία όμως πύλη του “Caducee” και για τη συνέχεια, οι Huis σκαρώνουν μια απλωμένη περιγραφή γύρω από τα θραύσματα της απώλειας. Χωρίς να σκαλίζουν νέο έδαφος, και με όλα αυτά τα στολίδια που βρίσκει κανείς σε ανάλογη θεματολογία καλλιτεχνών του είδους, διατηρούν τον αξιοπρεπή λυρισμό τους ανάμεσα σε μια πλούσια, ευέλικτη ακουστική ευγένεια και μια συγκρατημένη νοσταλγία. Το φινάλε του “Haunting Days” μοιάζει να απελευθερώνει λυτρωτικά όλη τη θλίψη που με έναν διακριτικό τρόπο ακουμπά και το πανέμορφο “We Are Not Alone”. Το “Oude Kerk III” είναι πια φανερά απελευθερωτικό.
Το “Abandoned” είναι ένα χαρακτηριστικά πλούσιο άλμπουμ του είδους, που συγκεντρώνει συνθετικά και ηχητικά πληθώρα παραδοσιακών όπλων. Οι φίλοι του neoprog θα το διασχίσουν επαναληπτικά, θα ανακαλύψουν όλες τις πολύτιμες κρύπτες έκφρασης και τις μεταστροφές του, θα συνδεθούν με τα πολυτελή θέματά του, και θα βρουν το εαυτό τους σε άφθονες στιγμές του.
Ένα όμορφο έργο μουσικής ειλικρίνειας και απολογητικής έκφρασης που απευθύνεται κύρια στο δικό του κοινό.