FOREVER: “Forever”

Από τις 22 Φεβρουαρίου, όταν και δημοσιοποιήθηκε το νέο βίντεο των Enforcer, με τον τίτλο “Die for the Devil”, οι μεταλλικοί ανιχνευτές των παραδοσιακών ακροατών πήραν φωτιά, επιχειρώντας να υπολογίσουν τα ιχνοστοιχεία του “Savage Amusement” μέσα του, ή να εντοπίσουν πιθανούς ιούς hair metal…

Σε ένα παράλληλο σύμπαν, ο ντράμερ τους, Jonas Wikstrand, έφτανε επιτέλους στο τέρμα μιας μακριάς διαδρομής, που, χωρίς υπερβολή, ξεκίνησε το 2010. Ένα άλμπουμ, που για πολλά χρόνια είχε στο μυαλό του να κάνει, ολοκληρώθηκε τελικά με ένα μπουκέτο δέκα τραγουδιών, παλιών αλλά και πιο πρόσφατων. Το εγχείρημα σφραγίστηκε με το όνομα “Forever”, όχι φυσικά επειδή έμοιαζε σαν να του πήρε τόσο για να το τελειώσει, όπως χαρακτηριστικά αστειεύεται ο Jonas. Άλλωστε όλη η δουλειά έγινε από το ίδιο, η σύνθεση, η παραγωγή, αλλά και η μίξη. Το “Forever” γεννήθηκε στα Hvergelmer Studios, όπου ξεκίνησε να δουλεύει με τον αδερφό του, Olof, από το 2001.

Η ομολογία του, πως η δημιουργία του άλμπουμ ήταν ένα είδος θεραπείας για τον ίδιο, ενισχύεται και από την πραγματικότητα της λιγοστής συνδρομής άλλων μουσικών. Στις κιθάρες, εκτός από τον αδερφό του, Olof,  βρίσκουμε τους Johan Hjalmar Wikstrand, Eirik Roland και Jacob Ansved, ενώ υπάρχουν και κάποιες ενισχύσεις στα συνοδευτικά φωνητικά.

Η μουσική που έγραψε ο Jonas με έναν επιγραμματικό τίτλο θα χαρακτηριζόταν AOR, αλλά υπάρχει μια ιδιαίτερη προσέγγιση συνθετικά, που περνάει όμορφα και στον ήχο. Ακούγοντας τη συνολική διαδρομή του “Forever”, υπάρχει μια νοσταλγική ρετρό αισθητική που σε παραπέμπει στη μεταβατική περίοδο, ανάμεσα στο παραδοσιακό hard rock των 70’s που αρχίζει να φλερτάρει με το AOR, και το μελωδικό hard των 80’s. Την ίδια στιγμή που θα αισθανθείς την αύρα των πρώιμων Foreigner, θα επιστρέψει η μνήμη σου ακόμα και στους Supertramp ή τους Smokie. Σημαντικό βαρόμετρο στη διαμόρφωση αυτή, πέρα από την ανάλογη παραγωγή, παίζουν και τα φωνητικά, ελκυστικά «ανδρόγυνα», που ακουμπούν ακόμα και την αντήχηση των Bee Gees.

Η μεγαλύτερη έκπληξη είναι πως ο Jonas, για ένας από τους σύγχρονους σημαιοφόρους του παραδοσιακού metal, μοιάζει τελικά να το έχει πολύ έντονα με το ιδίωμα αυτό. Με το που θα σου ανοίξει την πόρτα του “Anywhere You ‘ve Gone”, θα σε τυλίξει με την ισχυρή εντύπωση μιας μετάλλαξης και ενός ταξιδιού σε απρόσμενα πεδία. Είναι εμφανές πως συνθετικά έχει πέσει δουλειά, βήμα βήμα, με έμφαση στη λεπτομέρεια, χωρίς όμως τελικά να στεγνώνουν τα τραγούδια από αυτό το υπέροχο συναίσθημα ευπρόσδεκτης ελαφρότητας και ευτυχίας.

Μέσα σε αυτό τον χάρτη του “Forever”, υπάρχει και ευελιξία στις διαθέσεις. Το “Got Me”είναι λίγο πιο αλήτικο και με μια ενδιαφέρουσα κιθαριστική εξέλιξη, το “Train” παντρεύει ιδανικά το AOR με το rock ‘n’ roll, όπως άλλωστε και το “Blame Me For Trying” παρακάτω. Ένα από τα πιο εύστοχα και χαρακτηριστικά τραγούδια είναι το “Hell To Pay”, που σε κερδίζει άμεσα με την πανέμορφη εισαγωγή του. Το εύθραυστο “Rosebud” προσεγγίζει περισσότερο από το καθένα μια πιο pop/rock αισθητική, ενώ το μελωδικά καλπάζον  “Mayday”, έχει μια εθιστική δύναμη από την Lawton era των Heep με τη σφραγίδα του μεγάλου single.

Αν τελικά οι περιχαρακωμένοι ακροατές βρουν στο περιεχόμενο του “Forever” τις απαντήσεις που ψάχνουν για τον πρόσφατο ελιγμό των Enforcer, μάλλον μικρή σημασία έχει για τον ίδιο το δημιουργό του, αλλά και όσους θα εκτεθούν αρμονικά σε φωτεινά, καλοκαιρινά μεσογειακά τοπία με τη συνοδεία του.

Όπως είπε και ο Claud Schnell , ο γνωστός κημπορντίστας του Dio, στον Jonas όταν το άκουσε: “ποιος είσαι τελικά, είσαι στ’ αλήθεια τόσο ευτυχισμένος;”

1107
About Γιώργος Γεωργίου 540 Articles
Συνηθίζουν να λένε, «δείξε μου τους φίλους σου να σου πω ποιος είσαι»… Αν μπορούσε λοιπόν να ιδρύσει το δικό του “Cabaret Voltaire”, στους τοίχους του θα είχε κορνίζες με φωτογραφίες του Τάκη Τλούπα και πίνακες των David Bomberg και Edward Hopper. Πάνω στο πατάρι θα είχε τις δύσκολες περιπτώσεις, αυτούς που αν τελικά μάλωναν μεταξύ τους, θα έπρεπε να γίνει σε απομόνωση. Σε ειδικό “triryche design” τραπεζάκι ο Tate με τον De Garmo, και ακριβώς απέναντι σε ευρύχωρο καναπέ ο Fish με τον Steve Hogarth. Μοναχικό τραπέζι με κηροπήγιο και θέα από μικρό παράθυρο στην ομίχλη της πίσω αυλής ο Simon Jones. Φθαρμένο ημίψηλο σκαμπό και μίνι μπαρ δίπλα του για τον Nick Cave. Σκαλιστή πολυθρόνα για τον Ronnie James Dio, και κάθισμα VIP από το Villa Park για τον μουστάκια άρχοντα των ριφ. Φουτουριστικό κουπέ για τρεις σεβάσμιους κυρίους από τον Καναδά, μην τον ρωτήσεις ποιους. Κάτω σε περίοπτη θέση στο μπαρ, τον μορφονιό Joakim Larsson, για να τραβά τις ωραίες γυναίκες, και δίπλα του τον Jim Matheos να τον συμμαζεύει με την ψυχραιμία του όταν χρειάζεται. Σε ένα μικρό τραπέζι στην πιο σκοτεινή γωνιά, η περίεργη παρέα του David Sylvian, του Neil Hannon και του Paddy McAloon. Όταν κάθονται στο μπαρ και οι νεότεροι Einar Solberg, Daniel Tompkins και Daniel Estrin, η χημεία είναι πια ιδανική. Καθόλου άσχημα κι απόψε…