Ο Brant Bjork, κυκλοφορεί νέα δισκογραφική δουλειά τον Απρίλιο του 2019, το κατά βάση instrumental “Jacoozzi” κι η είδηση από μόνη της είναι γεγονός, παρά την μόλις προ επτά μηνών κυκλοφορία του “Mankind Woman” (2018 – κριτική), για τον εμβληματικό εκπρόσωπο της desert rock σκηνής.
Η ιστορία του “Jacoozzi” δεν είναι πρόσφατη. Αφορά 9 αυτοσχεδιαστικές συνθέσεις (συν μία με στίχο), που ηχογραφήθηκαν εν μέσω πειραματισμών και “τζαμαρίσματος”, με μόνη παρέα το φίλο του και μηχανικό ήχου Tony Mason, σε κάποιο home-studio στο Joshua Tree της Καλιφόρνια. Ξεκίνησε αυτοσχεδιάζοντας στα drums, πρόσθεσε μπάσο και κιθάρες και λοιπά όργανα, επιμελήθηκε με λίγα λόγια όλο το πόνημα σε λίγες μόνο μέρες. Οι εν λόγω συνθέσεις μπήκαν στο συρτάρι, αλλά όπως δήλωσε ο πολυτάλαντος rocker τις κράτησε απλά κάπου, γιατί του θύμιζαν μία πιο ελεύθερη εκδοχή του πρώτου του solo δίσκου, το εξαιρετικό “Jalamanta” (1999).
Δεν έχουμε να κάνουμε απλά με ένα “solo jam session” του καταξιωμένου καλλιτέχνη, αλλά πραγματικά με την επιτομή της απλότητας στη σύνθεση, μπολιασμένη με το σύνολο των επιρροών του κάτω από τον ιστό του προσωπικού του στίγματος. Είναι ένα, κατά βάση, “drum and bass” album, όπως δήλωσε ο ίδιος ο Bjork και μπορεί εύκολα να το κατανοήσει ο ακροατής, αφού τα δύο αυτά όργανα αποτελούν τη βάση που χτίζεται ένα άξιο λόγου πόνημα με blues, funk, jazz, psychedelic rock στοιχεία, εξαιρετικές λούπες, χαλαρωτικές ή “ανεβαστικές” γκρούβες και μανιώδη riffage.
Όλα ξεκινούν με το μυσταγωγικό “Can’t Outrun the Sun” σε ένα drum μοτίβο, όπου χτίζεται μία πανέμορφη επαναληπτικότητα, με μία χαρακτηριστική κλιμακούμενη λούπα. Τα “Guerilla Funk” και το “Mexico City Blues”, δημιουργούν μία χαλαρωτική ατμόσφαιρα, που έχει ως εξέχων στοιχείο το ακουστικό μπάσο.
Το album όμως, θα μπορούσε να έχει ως σημείο αναφοράς ή συνεκτικό κρίκο το εκπληκτικό “Qui”. Το κεντρικό αυτό θέμα (βρίσκεται στο μέσο της tracklist), συντελεί στην εναλλαγή του ύφους σε πιο jazz και soul στοιχεία, αποτελεί μία εξαιρετική σύνθεση, αφού από το πουθενά πετάγονται “δαιμονισμένες/φλογισμένες” κιθάρες, κι απογειώνουν την ατμόσφαιρα με ήχους που θυμίζουν πρώιμους Santana ή Samsara Blues Experiment.
Ο πειραματισμός που ακολουθεί με τα “Mixed Nuts” και “Lost in Race”, τις “ανεβαστικές” γκρούβες και τα funk περάσματα, κρατά ψηλά τη διάθεση της ακρόασης και καθώς αγγίζουμε το τέλος με τo ψυχεδελικό και ηλεκτρισμένο “Polarized” και το πιο ανάλαφρο “Do You Love Your World” (το μόνο θέμα με στίχο), είσαι έτοιμος να πατήσεις επανάληψη όλου του album ή να γυρίσεις πάλι την πλευρά του δίσκου, αν διαθέτεις το όμορφα φιλοτεχνημένο βινύλιο του “Jacoozzi”.
Θα είναι σα ν’ ακούς το “Jalamanta”, αλλά δε θα είναι το “Jalamanta”. Είναι ελαφρώς πιο πειραματικό, πιο ανάλαφρο και 20 χρόνια μετά, το “Jacoozzi” ακούγεται πιο γοητευτικό από τον “άτυπο” προκάτοχό του.
673