WILL OF THE MOUNTAIN: “The Third Silence”

Έχουν τα βουνά ψυχή και θέληση; Και ποιος είναι αυτός που στον δεύτερο δίσκο του θα μας μιλήσει για την «Τρίτη Σιωπή»; Αν τα παραπάνω πράγματι μοιάζουν σαν φράσεις αυτοσαρκασμού για prog nerds, σκαπανείς του αγνώστου, τι θα προσθέσει κανείς, αν μάθει πως οι Will Of The Mountain μας έρχονται από την…Costa Rica.

Πράγματι, ο κοσταρικανός κιθαρίστας και συνθέτης Juan Pablo Calvo είναι ο ηγέτης και δημιουργός τους, και ουσιαστικά πρόκειται για ένα μουσικό project. Με το πρώτο τους άλμπουμ να έχει κυκλοφορήσει το 2016 με τον τίτλο “Cloud Walking”, οι πρόθυμοι σε φιλικές συμμετοχές WotM έχουν διανύσει το απαραίτητο διάστημα προόδου και εξέλιξης, και ο καπετάνιος τους έχει και το πλάνο του ανάλογου, πνευματικού θέματος, όπως κάθε μουσικός του χώρου που σέβεται τον εαυτό του.

Ένα περιγραφικό άλμπουμ για τον έμπειρο ναύτη της ανθρώπινης διαδρομής, γι’  αυτό το απρόβλεπτο και πολύχρωμο ταξίδι της ζωής, αλλά και το σημάδι, την κληρονομιά που θα αφήσει πίσω, έχει σκαριφήσει αυτή τη φορά ο ταλαντούχος Juan αλλά και το υπόλοιπο πλήρωμα των μουσικών που ζωντανεύουν το όραμά του. Πέρα από τις πέντε διαφορετικές φωνές, μεταξύ των οποίων μια γυναίκα, και άλλους τρεις κιθαρίστες, οι βασικοί εκτελεστικοί πυλώνες του άλμπουμ, μαζί του, είναι ο μπασίστας Chalo Trejos, ο ντράμερ Charlie Calvo, και ο Jorge Guri στα πλήκτρα.

Ο Calvo δεν είναι ένας φλύαρος συνθέτης και δεν επενδύει στον εντυπωσιασμό, επικεντρώνεται στη σημασία των τραγουδιών, ακόμα κι αν αυτά απλώνονται λίγο μακρύτερα από τη συμβατική διάρκεια. Η μουσική του, που με κριτήρια τον ήχο, τις εκτελεστικές τακτικές των μουσικών και τη συνολική της αύρα, είναι στην ευρύτερη σφαίρα του προοδευτικού rock, με αρκετά από τα τραγούδια να προσφέρουν ευπρόσδεκτες και γεμάτες, κιθαριστικά, ρυθμικές ευκολίες.

Η μεγαλύτερη επιτυχία είναι, πως χωρίς να ανοίξει νέο δρόμο στον χώρο, ο Calvo οχύρωσε σωστά τα τραγούδια του με μια φωτεινή ομορφιά και μια ανεπιτήδευτη ροή. Με βάση μια έξυπνη ρυθμική φόρμουλα που φέρνει στο μυαλό τους Rush εποχής Counterparts, προσθέτει αρκετές σύντομες εντυπώσεις που διαφοροποιούν και δίνουν βάθος αλλά και ομορφιά στις συνθέσεις. Η νεοκυματική αύρα στα πλήκτρα του “Unity”, υποχωρεί έξυπνα με ένα djent/friendly ριφ, και αυτές οι μικρές ευρηματικές συνυπάρξεις πλουτίζουν τα οχτώ κεφάλαια του δίσκου, που εύκολα μεγαλώνουν μέσα σου σε κάθε νέα ακρόαση.

Το πρώτο single “Lunar”, είναι άλλο ένα καλοσχηματισμένο παράδειγμα αυτής της τακτικής, ενώ το instrumental “Three Rivers” μοιράζεται αρμονικά ανάμεσα στην πειθαρχημένη τεχνική και στην αναπλαστική, κινηματογραφική ομορφιά, με το φλάουτο του Eduardo Oviedo να προσθέτει υπέροχα την εξωτική του αχτίδα.

Στο 10λεπτο “The Old Sailor’s Company Pt. 2 & 3”, συγκεντρώνεται ένας πλούτος εντυπώσεων, εντάσεων και συναισθημάτων, με μια λεπτομερή και πετυχημένη συρραφή μουσικών διαδοχών, εναλλαγές φωνητικών, ενδιαφέροντες ήχους στις κιθάρες και μια διαρκή εξέλιξη. Είναι με σιγουριά το πιο απαιτητικό κεφάλαιο του άλμπουμ και μια σαγηνευτικά απλωμένη μουσική και πνευματική περιπέτεια.

Ο ευγενικός βόμβος που μεταφέρει τον επίλογο του “Silence” αποπνέει κατά έναν περίεργο τρόπο μια θαμμένη εντύπωση του “Fabulous Library” των Eyeless In Gaza με την Elisabeth S, και είναι μάλλον ενδεικτικό του χαρακτήρα και της σοφίας του Calvo , ακόμα και στις πιο λιτές του απόπειρες.

Είναι κάποιες στιγμές που η εκκεντρική δίψα και ανάγκη μας να συναντήσουμε μια μουσική αποκάλυψη στο πιο απρόσμενο μέρος, γίνεται πραγματικότητα. Η παρέα του Juan Pablo Calvo είναι μια τέτοια περίπτωση, και το ιπτάμενο καράβι του στο εξώφυλλο έχει αποκαλύψει έναν μουσικό ορίζοντα φωτεινό και αντάξιο της εμπειρίας και υποθήκης του γέρου ναυτικού στο πηδάλιο.

585
About Γιώργος Γεωργίου 540 Articles
Συνηθίζουν να λένε, «δείξε μου τους φίλους σου να σου πω ποιος είσαι»… Αν μπορούσε λοιπόν να ιδρύσει το δικό του “Cabaret Voltaire”, στους τοίχους του θα είχε κορνίζες με φωτογραφίες του Τάκη Τλούπα και πίνακες των David Bomberg και Edward Hopper. Πάνω στο πατάρι θα είχε τις δύσκολες περιπτώσεις, αυτούς που αν τελικά μάλωναν μεταξύ τους, θα έπρεπε να γίνει σε απομόνωση. Σε ειδικό “triryche design” τραπεζάκι ο Tate με τον De Garmo, και ακριβώς απέναντι σε ευρύχωρο καναπέ ο Fish με τον Steve Hogarth. Μοναχικό τραπέζι με κηροπήγιο και θέα από μικρό παράθυρο στην ομίχλη της πίσω αυλής ο Simon Jones. Φθαρμένο ημίψηλο σκαμπό και μίνι μπαρ δίπλα του για τον Nick Cave. Σκαλιστή πολυθρόνα για τον Ronnie James Dio, και κάθισμα VIP από το Villa Park για τον μουστάκια άρχοντα των ριφ. Φουτουριστικό κουπέ για τρεις σεβάσμιους κυρίους από τον Καναδά, μην τον ρωτήσεις ποιους. Κάτω σε περίοπτη θέση στο μπαρ, τον μορφονιό Joakim Larsson, για να τραβά τις ωραίες γυναίκες, και δίπλα του τον Jim Matheos να τον συμμαζεύει με την ψυχραιμία του όταν χρειάζεται. Σε ένα μικρό τραπέζι στην πιο σκοτεινή γωνιά, η περίεργη παρέα του David Sylvian, του Neil Hannon και του Paddy McAloon. Όταν κάθονται στο μπαρ και οι νεότεροι Einar Solberg, Daniel Tompkins και Daniel Estrin, η χημεία είναι πια ιδανική. Καθόλου άσχημα κι απόψε…