Αυτοί εδώ οι Ελβετοί έκαναν μια πυκνή εκκίνηση το 2004 με μεγαλεπήβολα σχέδια και, λίγο αργότερα, τρία άλμπουμ μέσα σε έξι χρόνια. Με αρκετούς επώνυμους καλεσμένους, σύνθετους δίσκους με αφηγηματικά θέματα και μια συνταγή ενός περίπλοκου prog metal που συνοδεύεται από σεβαστές προσθήκες πλήκτρων, δημιούργησαν έναν σχετικό θόρυβο γύρω από το όνομά τους.
Έχουν ήδη περάσει πάνω από τέσσερα χρόνια από το “A New Beginning” του 2014. Σήμερα, οι AoN αποτελούν πια μια τελείως διαφορετική , σε σύνθεση μπάντα. Οι συνιδρυτές, Omar Cuna (μπάσο, φωνητικά) και Marc Petralito (πλήκτρα), είναι οι μόνοι που συνεχίζουν και έχουν επανδρώσει το σχήμα με τους κιθαρίστες Albert Ibrahimaj και Manuel Meinen, και τον ντράμερ Ronnie Wolf. Μια αλλαγή σημαντική αλλαγή είναι το νέο δισκογραφικό καταφύγιο της “Escape Music”.
Με δεδομένη τη συνέχιση της συνύπαρξης των δυο ηγετών, δεν έχουν αλλάξει και πολλά πράγματα στη μουσική που γράφουν σήμερα. Η αισθητή και άμεση διαφορά με τον προκάτοχό του, είναι πως στο νέο τους άλμπουμ ακούγονται περισσότερο ψύχραιμοι και ισορροπημένοι, συγκριτικά με την ντοπαρισμένη πυκνότητα του “A New Beginning”.
Ο Omar Cuna έχει αναλάβει τα φωνητικά του σχήματος, ενώ υπάρχουν οι γνώριμες παρεμβολές ακραίων, brutal φωνητικών από τον πρώην τραγουδιστή των Scar Symmetry, Christian Alvestam. Η κύρια βάση τους παραμένει το περίτεχνα παιγμένο prog, που εναλλάσσει τα επιθετικά κιθαριστικά ριφ με μελωδικά μέρη πλήκτρων. Κάποιες στιγμές η συνταγή ακούγεται πια κάπως παρωχημένη και καταλυτικό ρόλο σε αυτό παίζει και ο τυποποιημένος και πολυχρησιμοποιημένος ήχος των πλήκτρων.
Οι συνθέσεις, βέβαια, είναι όλες εξαιρετικά δουλεμένες, και αρκετά ψηλότερα σε περιεκτικότητα θεμάτων και εναλλαγών από μια συνηθισμένη κυκλοφορία του χώρου. Όσο κι αν υπολείπονται σε αυθεντικότητα, κάποιες στιγμές ξεχωρίζουν αισθητά, όπως για παράδειγμα το διπολικό “The Black Sea”, που περιστρέφει με αρκετή επιτυχία τις διαθέσεις του, ενώ και το τσέλο στα ακουστικά μέρη είναι παραπάνω από ευπρόσδεκτο.
Οι φίλοι του χώρου δεν γίνεται να παραβλέψουν τη συμμετοχή (για ακόμα μια φορά) του περίφημου Devon Graves σε ένα από τα πιο προσβάσιμα, με ωραίους ρυθμούς τραγούδια, το “Disaster (Sweetest Enemy)”. Ο χαρισματικός τραγουδιστής αφήνει τη σφραγίδα του σε μια σύνθεση που υψώνεται ψηλότερα κι αυτή από το μέσο όρο του άλμπουμ και προσδίνει με το χρώμα του μια ιδιαίτερη μελαγχολία.
Η Anna Murphy των Cellar Darling, που έχει κάνει και την παραγωγή του δίσκου, εναλλάσσεται φωνητικά με τον Cuna στα “Storm” και “Lost”, με το πρώτο να αποκτά μια φιλική στο αυτί “female fronted metal” αισθητική, και το δεύτερο να είναι αισθητά καλύτερο και πιο ενδιαφέρον.
Συνολικά, οι Ελβετοί μοιάζει να έχουν κάνει την επανεκκίνησή τους, επουλώνοντας τις πληγές των πολλών αλλαγών και επιστρέφοντας στη δράση. Σε κάποιες ηχητικές επιλογές, ο χρόνος μοιάζει να τους προσπερνά, συνεχίζουν όμως να έχουν συνθετικό ενδιαφέρον, να είναι δεινοί εκτελεστές και δουλευταράδες, και να δοκιμάζουν τα όριά τους, ευτυχώς αυτή τη φορά με σύνεση και τακτική.
Οι πιο ελαστικοί φίλοι του χώρου πιθανά να το εκτιμήσουν ακόμα περισσότερο, αλλά το θεωρώ δικαιότερο και για τους ίδιους να περιμένουμε το μεγάλο άλμπουμ που μας χρωστούν.