Από την Κοπεγχάγη μας έρχονται οι «Κόκκινοι Λύκοι» του σύγχρονου hard rock‘n‘roll. Με αφετηρία το 2012, οι Δανοί rockers έχουν κυκλοφορήσει ένα ΕΡ το 2016, με τον τίτλο “Walking Roads”.
Το κουαρτέτο έχει αφομοιώσει ένα σύνολο κλασικών επιρροών από καθιερωμένα ονόματα του hard rock της δεκαετίας του ’70, αλλά και πιο φρέσκα γκρουπ της Σκανδιναβικής σκηνής, όπως για παράδειγμα οι Hellacopters.
Σε τρία διαφορετικά στούντιο ηχογραφήθηκε το ντεμπούτο τους, με τα φωνητικά να κλείνουν αυτό τον κύκλο. Με διάφορα εφέ στις κιθάρες, το γκρουπ επιχείρησε να εμπλουτίσει τις εντυπώσεις του παλιού με το νέο. Με τον συνολικό ήχο να στηρίζεται στην παραδοσιακή σύνθεση κιθάρα/μπάσο/τύμπανα, οι Redwolves απλώνουν σταδιακά έναν δίσκο που αλλάζει διαθέσεις και πρόσωπο.
Το περιεχόμενο του δίσκου έχει αφεθεί εν λευκώ στον τραγουδιστή/frontman Rasmus Cundell, που μαζί με τον κιθαρίστα Simon Stenbæk αποτελούν και τους ιδρυτές του γκρουπ, ενώ ο μπασίστας Nicholas Randy Tesla, και ο ντράμερ Kasper Rebien ολοκληρώνουν τη σύνθεση.
Με μια φαινομενικά πιο φωτεινή διάθεση, ενέργεια και γεμάτες συνθέσεις καλύπτεται το πρώτο μέρος του άλμπουμ, αν και τα “Plutocracy” και “Rigid Generation” αποτελούν ξεκάθαρες αναφορές κριτικής στο σύγχρονο πολιτικό σύστημα. Οι περισσότερες όμως αφετηρίες έμπνευσης του Rasmus είναι δυσάρεστες και σκοτεινές προσωπικές εμπειρίες, και για χάρη των εξορκισμών τους δεν διστάζει να εκτεθεί στη δημόσια αποκάλυψή τους.
Έτσι, στα ακόμα έντονα ηχητικά “The Abyss” και “Fenris”, με κάποια δραματικά κιθαριστικά ξεσπάσματα, έχουμε καταδυθεί σε ομολογίες προσωπικής απελπισίας και θλίψης.
Η στοιχειωμένη, απόκοσμη ηρεμία του “The Pioneer” μας μεταφέρει σε ένα άλλο ηχητικό πλαίσιο, πιο σκοτεινό και περίεργο, υπνωτικά περιπλανώμενο. Μαζί με το “Voyagers” που ακολουθεί σε παρόμοιες εντυπώσεις, αποτελούν τα δυο μέρη μιας sci-fi ιστορίας ενός φανταστικού χαρακτήρα με το όνομα “Pioneer”, που βιώνει τη συντριβή κάθε καλής πρόθεσής του και της σχέσης του με τον έρωτα της ζωής του. Το “The Pioneer” αποτελεί και την πρώτη επιλογή single από το άλμπουμ.
Τα δυο τελευταία κεφάλαια του δίσκου έχουν ακριβώς αντίθετες αφετηρίες, αλλά ουσιαστικά την ίδια κατάληξη, ερμηνεύοντας τον τίτλο πως τελικά «όλα γίνονται και καταλήγουν παρελθόν». Το “Farthest From Heaven” γεννήθηκε από την χειρότερη προσωπική εμπειρία κακοποίησης του Rasmus, και η απελπισμένη αλλόκοτη ερμηνεία του πάνω στο θορυβώδες υπόβαθρο που κινείται επιθετικά και αμυντικά, αλλάζοντας το υπόβαθρο, γεννά περίεργες εντυπώσεις. Το φινάλε του “Temple Of Dreams” αναφέρεται νοσταλγικά στις ομορφότερες στιγμές της ζωής και μοιάζει να ρίχνει φως στο κάδρο του.
Οι Δανοί, ηχητικά και υφολογικά στο σύνολό τους, μάλλον αλληθωρίζουν περισσότερο στο παραδοσιακό παρελθόν του hard rock και του ψυχεδελικού rock’ n’ roll. Αυτό που τους κάνει να ξεχωρίζουν αισθητά είναι οι ιδιαίτερες ερμηνείες του Rasmus, η αρκετά περίεργη και ξεχωριστή παραγωγή με τα διάφορα εφέ να φέρνουν τη διαφοροποίηση αρκετά συχνά, καθώς και η ποικιλία στις διαθέσεις και στροφές των τραγουδιών.
Όσοι αρέσκονται σε ανάλογους ήχους, οφείλουν να δοκιμάσουν το άλμπουμ και να ανιχνεύσουν τις ιδιαιτερότητες ενός γκρουπ που δείχνει να έχει ευαισθησία και ευρηματικότητα.