Εύκολα θα μπορούσε να σκεφτεί κανείς, πως ο τίτλος του νέου, 14ου άλμπουμ της ομάδας από το Seattle, είναι βαθιά σημειολογικός. Επτά χρόνια μετά, τρεις δισκογραφικές προσφορές αργότερα, και με αρκετές ημερομηνίες ζωντανών εμφανίσεων στο La Torre ημερολόγιο, ίσως και οι ίδιοι να επιθυμούν μια οριστική, αμετάκλητη παύση της εξέτασης κάθε βήματος από το παγκόσμιο ακροατήριο του γκρουπ.
Πριν ψάξει κανείς αν στο “The Verdict” υπάρχει ο τρόπος να έρθει η ποθητή οριστική έγκριση, βρίσκεται μπροστά σε μια νέα αποκόλληση όγκου από το πολύτιμο “Ryche DNA”. Ο Scott Rockenfield έχει εγκαταλείψει, για αδιευκρίνιστους προς το παρόν λόγους, τη θέση του πίσω από το drum set. Άλλο ένα μικρό σήριαλ τάισε τα νέα των μουσικών ιστοτόπων και ταυτόχρονα πάγωσε το κοινό που έχει μάθει να εκτιμά έναν αληθινά ξεχωριστό υπηρέτη των κρουστών.
Είναι πια ξεκάθαρο πως για να ανιχνεύσουμε τη μουσική των Queensrÿche του σήμερα, οφείλουμε να ξεκαθαρίσουμε και να αποδεχτούμε συγκεκριμένες συμβάσεις. Υπάρχουν τρεις διαφορετικές περίοδοι στην ιστορία του γκρουπ. Από την αφετηρία ως και το “Promised Land” του 1994, διατήρησαν μια ασύγκριτη και μοναδική ικανότητα να ξεδιπλώνουν σελίδες νέων ηχητικών κατακτήσεων στο σκληρό ήχο με συγκροτημένες συλλήψεις μουσικών και θεματικών κεφαλαίων. Έδειξαν με τον πιο εμφατικό τρόπο πως η εξέλιξη και η πρόοδος δεν χρειάζονται τη φρενήρη δεξιοτεχνία ή την υπερβολή, οδηγώντας την πολιτική της εγκεφαλικής, «οικονομικής» μουσικής διαχείρισης σε θριάμβους. Παράλληλα, μετατόπισαν το κέντρο βάρους της τυπικής metal στιχουργικής, με την εσωτερικότητα αλλά και την οικουμενικότητα των θεμάτων τους.
Όλα όσα ακολούθησαν από το “Hear In The Now Frontier” μέχρι και το οριστικό διαζύγιο με τον Geoff Tate, έχουν αφήσει πίσω τους αμέτρητα αναπάντητα ερωτήματα και πλήθος από απορίες, μαζί με άνισες, μέτριες ή και πραγματικά κακές δουλειές που τσαλάκωσαν αισθητά το προφίλ τους.
Από το 2012, με τον ερχομό του La Torre, έχουμε περάσει στην τρίτη περίοδο της ιστορίας τους. Αν κάποιος μπορεί να αποδώσει χαρακτηρισμούς στον δεύτερο τραγουδιστή του γκρουπ, μετά από σχεδόν επτά χρόνια δράσης στην πρώτη γραμμή, αυτοί είναι σίγουρα «πολεμιστής» και «νοσηλευτής». Ο La Torre, αμέσως μπάλωσε την Triryche σημαία και την ύψωσε ξανά, ακόμα και αν στην αρχή χρειάστηκε να φορέσει τη ίδια στολή με τον παλιό τραγουδιστή. Σταδιακά, ξεσκόνισε την αξιοπρέπεια των συνοδοιπόρων του και μαζί τους έψαξε ξανά στα παλιά δωμάτια της αυτοκρατορίας, να δει ποια έπιπλα μπορούν να συντηρηθούν και να κοσμήσουν τους χώρους υποδοχής των επισκεπτών τους. Άλλωστε, με τον πιλότο να έχει πετάξει μακριά από την κιθάρα του και τη μουσική βιομηχανία, και τον τρελό καπετάνιο μάλλον να ελπίζει σε ξένες εμπνεύσεις για να ευχαριστηθεί ξανά την κουρασμένη φωνή του, οι σημερινοί Ryche έχουν πια συγκεκριμένα όρια και φαίνεται να το γνωρίζουν.
Η συμπαγής έναρξη και η θεματολογία από τον πόλεμο της Συρίας στο “Blood Of The Levant”, αρχίζουν να ανοίγουν ακριβώς τα χαρτιά αυτής της συνέπειας της τακτικής τους, ακόμα από το ομότιτλο άλμπουμ του 2013. Τα κεκτημένα της μεγάλης περιόδου του γκρουπ, που σημάδεψε χιλιάδες ακροατές και μουσικούς, προστατεύονται και χρησιμοποιούνται μεθοδικά, ευλαβικά, με χειρουργική ακρίβεια, τόσο μουσικά όσο και θεματικά στους στίχους. Άλλωστε, όπως έχει πια καταγραφεί, η ομάδα αυτή δεν έχει το βάθος να ανοίξει νέες αυθεντικές σελίδες και να αναμετρηθεί με το αβάσταχτο βάρος του χρυσού παρελθόντος. Έχει όμως την εύνοια, μέσα σε αυτό το πλήθος των κεκτημένων να υπάρχουν σημαντικά στοιχεία που αντέχουν στο χρόνο. Οι Ryche του σήμερα, διαχειρίζονται με υποδειγματική δουλειά τα δάνεια των σπουδαίων ιδεών και με μια σημαντική υποστήριξη στο στούντιο (εξαιρετική και πάλι η δουλειά του Chris “Zeuss” Harris), σχηματοποιούν μια αύρα μοντέρνου, ίσως κάποιες στιγμές με κατάχρηση πρόσθετων ήχων και εφέ.
Φυσικά, το μεγαλύτερο στοίχημα και βάρος πέφτει τελικά στις συνθέσεις. Ξεκινώντας από τις ευχάριστες εκπλήξεις, υπάρχει εξαιρετική δουλειά στις κιθάρες και τη συνεργασία Wilton/Lundgren, σε βαθμό που νιώθεις σχεδόν βέβαιος πως είναι το μοναδικό trademark του γκρουπ που παραμένει τόσο ανθεκτικό. Επίσης ο La Torre είναι πια αισθητά περισσότερο ο εαυτός του και λιγότερο ο στρατολογημένος τραγουδιστής που πέφτει στη φωτιά. Είναι βέβαιο πως και συνθετικά έχει υπερβεί τον εαυτό του και αν είχε σημαντική βοήθεια (είναι γνωστές οι περιορισμένες δράσεις των υπόλοιπων στον τομέα αυτό) θα αποφεύγαμε κάποιες μέτριες στιγμές.
Με οδηγούς, λοιπόν, τις συντεταγμένες των κλασικών άλμπουμ, η ομάδα δίνει δείγματα αμεσότητας, όπως το “Man The Machine” ή το κατώτερο “Launder the Conscience”, μελωδικής ευφυΐας που εμπλουτίζεται με αλλαγές διαθέσεων στα “Light-years” και “Inner Unrest”, ή και πολύτιμης εσωτερικότητας όπως στα “Inside Out” και “Portrait”. Το συνολικό συνθετικό αποτέλεσμα, χωρίς την ολοκλήρωση που θα έφερνε μια υπέρβαση, είναι η πιο καθαρή μαρτυρία πως οι σημερινοί Queensrÿche έχουν αποδεχτεί πως είναι πια οι διαχειριστές μιας βαριάς κληρονομιάς. Είναι σημαντικό και ειλικρινές πως αρχίζουν πια και το λένε ξεκάθαρα στον κόσμο. Βέβαια, ακόμα και αυτή η αρχική εκτίμηση του αποτελέσματος στα νέα τραγούδια γιγαντώνεται με τις ακροάσεις, καθώς οι δομές τους είναι καλοδουλεμένες και λεπτομερείς. Συνολικά, αποτελεί την πιο συμπαγή και φιλόδοξη προσπάθεια της τελευταίας σύνθεσης της μπάντας, που κλιμακώνει την απόπειρα να φτάσει στην επιθυμητή ετυμηγορία.
Μεγάλη πληγή, για τον παγιωμένο χαρακτήρα του ονόματος, η απουσία του Rockenfield, και όποιος προσποιείται πως δεν είναι εμφανής στο drumming του άλμπουμ, αδικεί τη μοναδικότητα του Scott. Είναι εξαιρετική η προσφορά του La Torre, που θυμήθηκε τον παλιό του ρόλο, και έπαιξε τα τύμπανα στο Verdict, αλλά η σφραγίδα και η τακτική του Rockenfield δεν κοπιάρονται εύκολα, και τα συμβατικά θέματα συχνά ενοχλούν τον ακροατή που έχει συνηθίσει σε πιο περιπετειώδη μονοπάτια.
Και η «ετυμηγορία»; Μη γελιέσαι, δεν υπάρχει μια μόνο, δεν μπορεί να υπάρχει μια. Εξαρτάται από το σημείο που στέκεσαι.