LAST IN LINE: “II”

Ένα φιλικό τζαμάρισμα του 2011 μεταξύ των Jimmy Bain, Vinny Appice και Vivian Campell ήταν η αφετηρία των “Last In Line”, των άμεσων συνεργατών του μεγάλου Ronnie James Dio στα τρία πρώτα άλμπουμ της προσωπικής του καριέρας. Πλαισιωμένοι από τον τραγουδιστή Andrew Freeman (The Offspring, Lynch Mob, Hurricane και άλλους), αλλά και τον keyboardist Claude Schnell (γνωστός κι αυτός από την πρώτη περίοδο των DIO) αρχικά, έγραψαν το υλικό του πρώτου τους άλμπουμ, με τίτλο “Heavy Crown”.

Το άλμπουμ κυκλοφόρησε τον Φεβρουάριο του 2016 και σημαδεύτηκε από την απώλεια του Jimmy Bain, που άφησε τα εγκόσμια την 24η Ιανουαρίου, ενώ ο Schnell αποτελούσε ήδη παρελθόν. Με τον Phil Soussan (γνωστός και από τη θητεία του στον Ozzy) να αντικαθιστά τον θρυλικό μπασίστα, το κουαρτέτο πορεύεται με τη σταθερή αυτή σύνθεση ως σήμερα.

Έχοντας πια ακούσει τα δώδεκα νέα τραγούδια τους, που αποτελούν το άλμπουμ “II”, είναι φανερό πως υπάρχει μια θεμιτή σκοπιμότητα, αρχικά στον ήχο τους, να διατηρήσουν σταθερό τον υπαινιγμό στο σημαντικό παρελθόν τους, τουλάχιστον οι Appice και Campell. Ο παραγωγός Jeff Pilson (μπασίστας των Dokken), και στο νέο άλμπουμ έχει διατηρήσει, με τις ευλογίες του γκρουπ φυσικά, εκείνες τις δυναμικές που παραπέμπουν διακριτικά στην πρώτη φάση των DIO, και σε συνδυασμό με το χαρακτηριστικό παίξιμο αυτών των δυο, που καθορίζει σημαντικά και το ύφος του γκρουπ, υπάρχει η αίσθηση της έξυπνης συγγένειας.

Σε καμιά περίπτωση βέβαια, οι Last In Line δεν κοπιάρουν, και αυτό ρυθμίζεται σημαντικά από τις ερμηνείες του Freeman. Ο τύπος, με μια μεστή φωνή που συνδυάζει το κλασικό heavy rock με μια bluesy χροιά, εμπλουτίζει το αποτέλεσμα με μια πιο μοντέρνα εντύπωση και τους δίνει χαρακτήρα. Αν συνυπολογίσει κανείς και τις εξαιρετικές ζωντανές αποδόσεις των τραγουδιών των DIO, η επιλογή του έχει αποδειχτεί ιδανική και σίγουρα πιο ευέλικτη από κάποιο κλώνο του Dio.

Βέβαια, το heavy rock των Last In Line είναι πιο άμεσο, συγκεκριμένο και προσδιορισμένο, χωρίς τον μυθικό συμβολισμό και τις μοναδικές δραματικές αποχρώσεις του αξεπέραστου «κοντού». Με κυρίως mid tempo συνθέσεις και πατώντας με σεβασμό σε παραδοσιακές τακτικές εκτέλεσης και απόχρωσης, καλύπτουν έναν χώρο με σεβαστή βαρύτητα. Είναι επόμενο, όταν κατευθύνεσαι από τις δυναμικές ενός Appice και απολαμβάνεις τις επιδόσεις ενός φορμαρισμένου και ώριμου Campell με πολύ έξυπνες ιδέες, να συμπληρώνεις ένα αποτέλεσμα που θα συγκινήσει τον κλασικό οπαδό.

Μετά το υποβλητικό, σύντομο Intro, το άλμπουμ μας αποκαλύπτεται εξαιρετικά, με δυο σπουδαία τραγούδια, τα “Blackout The Sun” και “Landslide”. Μια πιο bluesy και Zeppelin απόχρωση διαφοροποιεί ελαφρά το κλίμα στο “Gods And Tyrants”, ενώ εντάσεις και ταχύτητες ανεβαίνουν στο “Year Of The Gun”. Περισσότερο εσωτερικό και με ιδιαίτερη ατμόσφαιρα ακούγεται το “The Unknown”, δείχνοντας πιθανά και μια ευρύτερη επιλογή για τη μπάντα, με ένα πολύ όμορφο break το “Sword From The Stone”, ενώ πειστικά έντονο και ορμητικό ακούγεται το “False Flag”.

Παρά τη μαεστρία σε αυτή την κλασική συνταγή, οι Last In Line δεν αποφεύγουν ν’ ακουστούν σε στιγμές στεγνοί και επαναλαμβανόμενοι, με κάποια γεμίσματα. Αυτό που μοιάζει να τους λείπει, είναι μόνο η συνθετική υπέρβαση που θα ολοκληρώσει τον μουσικό χάρτη τους.

 Και για να χρησιμοποιήσουμε και τους κώδικες του ονόματός τους, κανείς δεν μένει ασυγκίνητος σε ένα άλμπουμ γεμάτο με ανίψια των “Breathless” και “Eat Your Heart Out”, αλλά όλοι θα ένιωθαν πληρότητα με έναν απόγονο του “Egypt” και του “One Night In The City”.

623
About Γιώργος Γεωργίου 540 Articles
Συνηθίζουν να λένε, «δείξε μου τους φίλους σου να σου πω ποιος είσαι»… Αν μπορούσε λοιπόν να ιδρύσει το δικό του “Cabaret Voltaire”, στους τοίχους του θα είχε κορνίζες με φωτογραφίες του Τάκη Τλούπα και πίνακες των David Bomberg και Edward Hopper. Πάνω στο πατάρι θα είχε τις δύσκολες περιπτώσεις, αυτούς που αν τελικά μάλωναν μεταξύ τους, θα έπρεπε να γίνει σε απομόνωση. Σε ειδικό “triryche design” τραπεζάκι ο Tate με τον De Garmo, και ακριβώς απέναντι σε ευρύχωρο καναπέ ο Fish με τον Steve Hogarth. Μοναχικό τραπέζι με κηροπήγιο και θέα από μικρό παράθυρο στην ομίχλη της πίσω αυλής ο Simon Jones. Φθαρμένο ημίψηλο σκαμπό και μίνι μπαρ δίπλα του για τον Nick Cave. Σκαλιστή πολυθρόνα για τον Ronnie James Dio, και κάθισμα VIP από το Villa Park για τον μουστάκια άρχοντα των ριφ. Φουτουριστικό κουπέ για τρεις σεβάσμιους κυρίους από τον Καναδά, μην τον ρωτήσεις ποιους. Κάτω σε περίοπτη θέση στο μπαρ, τον μορφονιό Joakim Larsson, για να τραβά τις ωραίες γυναίκες, και δίπλα του τον Jim Matheos να τον συμμαζεύει με την ψυχραιμία του όταν χρειάζεται. Σε ένα μικρό τραπέζι στην πιο σκοτεινή γωνιά, η περίεργη παρέα του David Sylvian, του Neil Hannon και του Paddy McAloon. Όταν κάθονται στο μπαρ και οι νεότεροι Einar Solberg, Daniel Tompkins και Daniel Estrin, η χημεία είναι πια ιδανική. Καθόλου άσχημα κι απόψε…