Από τις προοδευτικότερες εν γένει μπάντες καθ’ όλη την ιστορία του metal που αδίκως, δεν έλαβε την αναγνώριση που της αξίζει.
Και δεν εννοώ το σύνηθες επιχείρημα της ένταξης στους Metallica του μπασίστα και βασικού συνθέτη Jason Newsted στο debut “Doomsday for the Deceiver”, όχι η αδικία διεπράχθη γιατί οι οπαδοί (και όχι οι φίλοι) της μπάντας, ποτέ δεν έδωσαν σημασία στην υπόλοιπη πορεία που είχε να επιδείξει κάποιες αριστουργηματικές στιγμές οι οποίες πέρασαν στο “ντούκου”.
Οι Flotsam And Jetsam είναι από τις μπάντες που θα μπορούσα να ισχυριστώ ότι τις παρακολουθώ με συνέπεια και σίγουρα δεν με έχουν απογοητεύσει ποτέ, έδιναν πάντα τον καλύτερο εαυτό τους τη συγκεκριμένη στιγμή δημιουργίας και αυτό πράττουν και με το νέο “The End Of Chaos”. Ειδικά για τη δεκαετία που διανύουμε, θα έλεγα ότι η μπάντα περνάει τη δεύτερη και πλήρως intellectual εφηβεία της, παραδίδοντας εξαιρετικούς δίσκους, σε ποικιλία style και χωρίς να αποποιείται τον metal χαρακτήρα της.
Αν το “The Cold” του 2010 ήταν η progressive πρόταση, αν το “Ugly Noise” του 2012 ήταν ο “Johnny Cash” pure american rock εαυτός τους, αν το ομώνυμο “Flotsam And Jetsam” του 2016 ήταν η τεκμηρίωση της επίσης pure classic 80’s heavy metal φλέβας της μπάντας (πως θα μπορούσε να μην έχει μια τέτοια άλλωστε;), το “The End Of Chaos” είναι ολόκληρη η σύνοψη της 30χρονης καριέρας της. Που περιέχει όλο το heavy metal D.N.A. “Διασκευασμένο”, printout στο σύγχρονο κορμί, το “τώρα” των Flotsam. Το οποίο είναι με μια λέξη αξιοπρεπέστατο, αν όχι αποστομωτικό.
Ωριμότατοι πλέον οι πολύπειροι μουσικοί, αποδίδουν metal σεμιναριακού επιπέδου, αμεσότατο όσο και προοδευτικό τουλάχιστον ως προς την τάση τους να περιπλέξουν (με απόλυτη επιτυχία) τα στοιχεία του heavy metal που μαγκώνουν την καρδιά των πραγματικών μουσικόφιλων εδώ και πέντε δεκαετίες.
Καταπληκτικό riffing και solos (οι Michael Gilbert / Steve Conley κουφλώνουν – σύνθετη λέξη, από το κουφαίνει + τυφλώνει, δυο σε ένα, α ρε Βιβή με τα ωραία σου!), πατρογονικές heavy / thrash φράσεις (ίδιο attitude με τις τελευταίες δουλειές των, για παράδειγμα, Anthrax / Armored Saint) που περικυκλώνουν Maiden-ικά συγκινητικά licks, απίστευτα δομημένο ρυθμικό υπόβαθρο με τους Michael Spencer (μπάσο) και Ken Mary (drums) να διανθίζουν περίτεχνα το πολυποίκιλων ταχυτήτων background και με αιχμή του δόρατος, ίσως το απόλυτο highlight του δίσκου. Τον Eric A.K. (Knoutson).
Ο Eric A.K. είναι απολαυστικός. Βρίθει αυτοπεποίθησης, τον ακούς σε κάθε μια του λέξη. Παροιμιώδες πάθος, δύναμη, φοβερές κλιμακώσεις στα έξοχα ρεφρέν που έχουν στην συντριπτική πλειοψηφία τα κομμάτια του “The End Of Chaos”, ανυψώνει / αναγορεύει τη δουλειά αυτή σε μια από τις κορυφαίες για το 2019 (ναι, από τόσο νωρίς). Και φυσικά για να βγουν όλα αυτά τα θαυμαστά στον αέρα θα έπρεπε να υποστηρίζονται και από έναν σπουδαίο ήχο. Ο οποίος είναι ιδανικός, με τα πάντα να ακούγονται ολοκάθαρα και τις στάθμες των οργάνων να ισορροπούν ανάλογα με τις συνθετικές απαιτήσεις κάθε κομματιού.
Πέρα από τις ’90s to early ’00s προσωπικότητες των Flotsam και εννοώ τα (αν όχι Nevermore-ικά, μάλλον στα χωράφια των “Drift”και “My God” album) “Recover”, “Slowly Insane”, “Good Or Bad” και “Architects Of Hate” (θα μπορούσε να ανήκει στο “Unnatural Selection”), τραγούδια με όμορφα ρεφρέν και φοβερά “ανατολίτικα” solo layers, η “μεγάλη μπάλα” παίζεται στα κομμάτια που διακρίνεται μια “δίχως αύριο” / “δεν καταλαβαίνω τίποτα, τα σπάμε τώρα!” οπτική.
Σπουδαίες στιγμές στην καταιγιστική εκκίνηση του “Prisoner Of Time” το οποίο καταλήγει σε μια mid tempo συνέχεια με εξαιρετικό ρεφρέν και πολύ καλό solo και εξίσου καλή ακολουθία από το φοβερό “Control” (το riff μου θύμισε τους τρομερούς Lazarus A.D., φουριόζικο και ενθουσιώδες, με φρενήρη επίλογο, ένα speed αριστούργημα Maidenικής μελωδικότητας), στο εκπληκτικό “Demolition Man” (καθαρά σύγχρονης Flotsam αισθητικής με συγκινητικές riffοσειρές και εκτυφλωτικό, κατά παράδοση στο album, solo – κιθαριστική πανσπερμία από τους κυρίους σε όλα τα κομμάτια), στο εξαιρετικό ψευδοthrash του “Unwelcome Surprise” με prog αισθητική που αναδύει το πρωταρχικό feeling των αρχών αυτής της λαμπρής πορείας, στο “Survive” της λογικής του “Ugly Noise” (καταπληκτικό ρεφρέν) και στον εύγλωττο επίλογο “The End”, μια μανιασμένη Overkill-ική έξοδος, ένα speed διαμαντάκι με ανθεμικό Judas Priest-ικό ρεφρέν και χειμαρρώδη φύση.
Απόβαρο; Ένας σπουδαίος δίσκος (τουλάχιστον το 90% των κομματιών είναι τρομερά δείγματα απολαυστικού U.S. heavy “as fuck” metal – χωρίς να υπολείπονται αισθητά τα υπόλοιπα, είναι θέμα προσωπικής αισθητικής) από πραγματικούς μεταλάδες. Σεμιναριακές εκτελέσεις, συνθετική ζωηράδα και απολύτως “σύγχρονη”, “τίμια” προσέγγιση. “Προς τι τα εισαγωγικά;” ίσως με ρωτήσεις εύλογα. Γιατί υπάρχουν και αυτοί που ακούν με τους αγκώνες, τι να κάνουμε; Δατ’ς λάιφ, αλλά και “Flots for life!” (σου κλείνω ματάκι και πάμε παρακάτω, φίλε αναγνώστη).
714