Γοητευμένος από τη μουσική των Blood Ceremony, από την εποχή του εξαιρετικού “The Eldritch Dark” και μαγεμένος από την τζεθροταλική αισθητική του φλάουτου της Alia, περίμενα εδώ και χρόνια να απολαύσω ζωντανά τους Καναδούς.
Ένα προσωρινό πρόβλημα ανάγκασε όμως, την διοργανώτρια αρχή να μεταφέρει τη συναυλία από το Temple στο Fuzz, ευτυχώς χωρίς να χρειαστεί ακύρωση ή αναβολή.
Χωρίς να εξετάσουμε λοιπόν, το πόσο διαφορετική θα ήταν η ατμόσφαιρα σε έναν μικρότερο χώρο όπου το αρκετό πλήθος, θα έδειχνε περισσότερο και πιο κοντά στους μουσικούς, ας ξεκινήσουμε να σας μεταφέρουμε όσα είδαμε και ακούσαμε το βράδυ εκείνου του Σαββάτου.
Πρώτοι στη σκηνή και κατά τη γνώμη μου, το καταλληλότερο όνομα για το άνοιγμα του συγκενκριμένου live, οι Bus δείχνουν να έχουν εξελιχθεί και καλυτερεύσει ακόμη περισσότερο. Όντας ίσως, το καλύτερο συγκρότημα στη χώρα μας που μας μεταφέρει στο μεταλλικό doom των 80s, έχοντας πάρει την σκυτάλη από τους μεγάλους Αμερικανούς του είδους, Saint Vitus και Trouble, οι Bus σφίζουν από ενέργεια και με αιχμή του δόρατος τις πολύ δυνατές συνθέσεις τους δεν περνούν αδιάφοροι και δεν θα έπρεπε να αντιμετωπίζονται ως ένα απλό opening act.
Έχοντας συνοδοιπόρο το νέο τους album “Never Decide” (εξαιρετικότατο και σύντομα θα διαβάσετε και περαιτέρω), τα έδωσαν όλα, σκοράροντας μια φοβερή εμφάνιση που κέρδισε σύσσωμο το κοινό και απέσπασε θερμότατο χειροκρότημα. Ο ήχος τους ήταν ιδανικός, χωρίς προβλήματα, και φαίνεται πως και σε αυτό το κομμάτι έχουν προοδεύσει σημαντικά. Αν δεν έχετε υπόψη σας τους Bus, διορθώστε άμεσα αυτή σας την παράλειψη!
Λίγη ώρα πέρασε, ώσπου να καθαριστεί το έμπροσθεν της σκηνής από το σετ τυμπάνων των Bus, και οι 4 Καναδοί που αποτελούν τους Blood Ceremony, έκαναν την εμφάνιση τους με το “The Great God Pan”, δίνοντας την εντύπωση πως αποτίουν φόρο τιμής στον μικρό θεό στον τόπο που λατρεύτηκε αληθινά. Η Alia O’Brien ενδεδυμένη με μια ολόσωμη vinyl φόρμα και μπότες, στημένη μπροστά στα synths με το φλάουτο ανά χείρας, έδωσε μια εξαιρετική ερμηνεία από όλες τις πλευρές, ενθουσιάζοντας το κοινό με την θεατρική της εκφραστικότητα.
Το μεγάλο τους hit “Goodbye Gemini” ήρθε νωρίς ανεβάζοντας τη διάθεση όλων, ακολουθούμενο από τα “Drawing Down the Moon” και “Half Moon Street”, με την Καναδή “ιέρεια” να σχολιάζει το πόσο τους αρέσει η Σελήνη. “Hop Toad” και ένα νέο κομμάτι ονόματι “Lolly Windows” για τη συνέχεια, που όπως αναφέρθηκε θα έρθει κοντά μας την άνοιξη, ενώ αμέσως μετά ήρθε το ομώνυμο κομμάτι του πιο πρόσφατου δισκογραφήματος τους “Lord of Misrule”. H στιγμή που ο ξυπόλητος μπασίστας, Lucas Gadke θα τραγουδούσε, ήρθε με το “Lord Summerisle”, με το “Oliver Haddo” που ακολούθησε να είναι ίσως η δυνατότερη στιγμή της βραδιάς.
O κιθαρίστας Sean Kennedy με το καουμπόϊκο γιλέκο του έκανε “σιωπηλή”, αλλά πολύ σημαντική δουλειά, ερμηνεύοντας άρτια τις μελωδίες των τραγουδιών, υπό τη σταθερή ρυθμική προστασία του τυμπανιστή Michael Carillo.
H Χρονομηχανή πήγε πίσω στα πρώτα τους χρόνια με τα “I’m coming with you” και “Hymn to Pan” και εκεί ήταν που οι Blood Ceremony μας άφησαν για λίγο, επιστρέφοντας με το καθιερωμένο encore.
Πολύ σωστά επιλεγμένο το τέλος του set με τα “Old Fires”, “My Demon Brother” και “Witchwood” να μας αφήνουν την καλύτερη των εντυπώσεων από την εμφάνιση των Blood Ceremony, οι οποίοι ευχόμαστε να τηρήσουν την υπόσχεση τους και να επιστρέψουν σύντομα με το νέο τους υλικό.
Ο ήχος και αυτός, στάθηκε ψηλά στις περιστάσεις και έκανε την απόλαυση μας ακόμη πιο έντονη.
Οι Blood Ceremony με την εμφάνιση τους απέδειξαν το πόσο σοβαροί επαγγελματίες είναι, πώς μπορούν να βγάλουν όλο τους το ταλέντο στη σκηνή και να φωνάξουν δυνατά πως θα μείνουν κοντά μας για πολλά ακόμη χρόνια, ακόμα και όταν αυτή η μόδα του occult/retro θα έχει σβήσει…
Φωτογραφίες: Χρήστος Λεμονής
653