COMA ROSSI: “Coma Rossi”

Η εντύπωση που καλλιεργεί ο αναδυόμενος ηχητικός ορίζοντας του εναρκτήριου “Mirage” στο ντεμπούτο των Coma Rossi, μαζί με την πανοραμική, σφαιρική ερμηνεία του Tom Borah, είναι αυτή του ταξιδιώτη που φτάνει στο ευρύτερο τοπίο, εκεί που θα σταθεί και θα αναλογιστεί για τα πιο σημαντικά πράγματα στη ζωή του.

Αν η παραπομπή θυμίζει σκηνή από ταινία, είναι γιατί και η μουσική των πέντε ταλαντούχων Ινδών από τη Bangalore είναι αρκούντως κινηματογραφική, πέρα από τα άλλα στοιχεία που τη συμπληρώνουν και τη χρωματίζουν. Με αφετηρία το 2014 και κύριο σκοπό να υφάνουν ατμοσφαιρικά “ηχοτοπία” που θα συνδυάζονται με εκρήξεις παραμόρφωσης, οι Coma Rossi πέρασαν από αρκετές αλλαγές μελών και μια σταδιακή διαδικασία συναρμολόγησης των οκτώ τραγουδιών που αποτελούν τελικά το πρώτο τους άλμπουμ.

Ακολουθώντας τη μοίρα των μουσικών με πρωινές εργασίες που θα χρηματοδοτήσουν τελικά οι ίδιοι το άλμπουμ τους, οι περισσότερες ηχογραφήσεις- εκτός των drums- έγιναν στο σπίτι, και όλη η “προ-παραγωγή”, σε μια κρεβατοκάμαρα. Τίποτα βέβαια από όλα αυτά δεν έριξε την ποιότητα του τελικού αποτελέσματος και ο ήχος υποστηρίζει σθεναρά ένα ντεμπούτο που ήδη έχει κάνει σημαντική αίσθηση.

Η μεγαλύτερη επιτυχία των πέντε μουσικών, είναι πως έχουν καταφέρει αρμονικά να συγκεράσουν αμέτρητες προσωπικές επιδράσεις και να βρουν τελικά τη δική τους φωνή. Όπως ακριβώς ήθελαν, έχουν τους δικούς τους ντελικάτους ρυθμούς ενός ευαίσθητου εσωτερικού ταξιδιού να κυριαρχούν στα τραγούδια, με τις ηχητικές υπερβάσεις και τις κορυφώσεις να τα ολοκληρώνουν. Είναι εύκολο και άμεσο να χαρακτηριστούν ένα μοντέρνο σχήμα προοδευτικού rock, έχοντας όμως στο μυαλό ανάλογους καλλιτέχνες που τρέφουν μία ξεχωριστή ιδιοτροπία για τον ήχο και το έξυπνο παίξιμο. Πέρα από αυτό, η τακτική τους με οδηγό το συναίσθημα, περιλαμβάνει samples, ήχους νοσοκομείου, διαστημικού σταθμού, ταινιών, ηλεκτρονικά στοιχεία και μία περιγραφική εμμονή της νοσταλγίας και μίας πίκρας, χωρίς ποτέ να κλείνει η πόρτα στην ελπίδα.

Οι Coma Rossi, δεν συγγενεύουν άμεσα με τη λεγόμενη neo-prog κοινότητα. Πέρα από την κινηματογραφική, ατμοσφαιρική περιγραφικότητα και τις επιδράσεις του σκληρού ήχου που φιλτράρονται με τον ανάλογο ήχο, φέρνοντας στο μυαλό τους Porcupine Tree, μοιάζουν να συγκινούνται περισσότερο από την εξελιγμένη περίοδο των Simple Minds και των U2. Για κάποιο λόγο, ακόμα και ο τρόπος που σμιλεύονται οι φωνητικές μελωδίες μου φέρνουν στο μυαλό περισσότερο τον Jim Kerr.

Και οι οκτώ συνθέσεις του δίσκου έχουν μία πολύτιμη, μελωδική εσωτερικότητα, για κάθε ακροατή που αισθάνεται οικεία με όλα τα παραπάνω. Από την πύλη του instrumental “Jomolungma Is Far Away” και στη διάρκεια του “Yellow Escape”, αλλά και του πιο μεγάλου σε διάρκεια τραγουδιού, του “Dream”, η επίμονη παραμονή στην ambient αισθητική τους, κάνει τη διαδρομή πιο έντονη και πνευματική, με τον Juby Thomas να εμπλουτίζει δραστικά με τα πλήκτρα του, τους πίνακες και τον κιθαρίστα Gauvar Govilkar να γλιστρά ιδανικά ανάμεσα στον Gilmour των 80’s και τους Burchill, Edge.

Τα δυο πρώτα τραγούδια συνοψίζουν ιδανικά τις παραμέτρους τους και θα αρπάξουν από το λαιμό κάθε φίλο αυτού του ήχου, ιδιαίτερα το άμεσο “Transmission”, με τον αταλάντευτο ρυθμό του, τις υπέροχες μελωδίες στην κιθάρα και τα ηλεκτρονικά δολώματα.

Το πρώτο single και lyric video του δίσκου, το “Turn Back Time” είναι άλλο ένα συναισθηματικό τους κατόρθωμα, με ένα ρεφρέν κινούμενη άμμο και ένα ξέσπασμα μίας συγκλονιστικής φωνητικής κορύφωσης του Borah. Το “Lost” ρίχνει την αυλαία με μια γραμμική διαδρομή νοσταλγίας, χωρίς επιστροφές και επαναλήψεις.

Σίγουρα δεν είναι το ευκολότερο πράγμα να ξεπεράσεις την πληρότητα τραγουδιών που ωρίμασαν στη γόνιμη φροντίδα μιας ολόκληρης τετραετίας. Το ένστικτο λέει όμως, πως έχουμε πολλά συναρπαστικά ακόμα να περιμένουμε από τη μουσική αυτή ομάδα της Bangalore.

1067
About Γιώργος Γεωργίου 540 Articles
Συνηθίζουν να λένε, «δείξε μου τους φίλους σου να σου πω ποιος είσαι»… Αν μπορούσε λοιπόν να ιδρύσει το δικό του “Cabaret Voltaire”, στους τοίχους του θα είχε κορνίζες με φωτογραφίες του Τάκη Τλούπα και πίνακες των David Bomberg και Edward Hopper. Πάνω στο πατάρι θα είχε τις δύσκολες περιπτώσεις, αυτούς που αν τελικά μάλωναν μεταξύ τους, θα έπρεπε να γίνει σε απομόνωση. Σε ειδικό “triryche design” τραπεζάκι ο Tate με τον De Garmo, και ακριβώς απέναντι σε ευρύχωρο καναπέ ο Fish με τον Steve Hogarth. Μοναχικό τραπέζι με κηροπήγιο και θέα από μικρό παράθυρο στην ομίχλη της πίσω αυλής ο Simon Jones. Φθαρμένο ημίψηλο σκαμπό και μίνι μπαρ δίπλα του για τον Nick Cave. Σκαλιστή πολυθρόνα για τον Ronnie James Dio, και κάθισμα VIP από το Villa Park για τον μουστάκια άρχοντα των ριφ. Φουτουριστικό κουπέ για τρεις σεβάσμιους κυρίους από τον Καναδά, μην τον ρωτήσεις ποιους. Κάτω σε περίοπτη θέση στο μπαρ, τον μορφονιό Joakim Larsson, για να τραβά τις ωραίες γυναίκες, και δίπλα του τον Jim Matheos να τον συμμαζεύει με την ψυχραιμία του όταν χρειάζεται. Σε ένα μικρό τραπέζι στην πιο σκοτεινή γωνιά, η περίεργη παρέα του David Sylvian, του Neil Hannon και του Paddy McAloon. Όταν κάθονται στο μπαρ και οι νεότεροι Einar Solberg, Daniel Tompkins και Daniel Estrin, η χημεία είναι πια ιδανική. Καθόλου άσχημα κι απόψε…