GHOST SHIP OCTAVIUS: “Delirium”

Οι περισσότεροι αναφέρονται στους GSO σαν το συγκρότημα του πρώην ντράμερ των Nevermore, Van Williams. Όσο κι αν το συγκεκριμένο διαβατήριο βοηθά τον χαμένο στη θάλασσα των ονομάτων ακροατή να τους συνδέσει με κάτι οικείο, είναι ταυτόχρονα άδικο για τους δύο συνεργάτες του. Ο κιθαρίστας Matt Wicklund (God Forbid, Armageddon και Warrel Dane) είναι ένας προικισμένος μουσικός και συνθέτης, ενώ ο Adon Fanion είναι αναμφισβήτητα η αποκάλυψη, ένα αυθεντικό ταλέντο με σπουδαία φωνή που συνεισφέρει παράλληλα σημαντικά στις κιθάρες και τα πλήκτρα.

Το πρώτο ομότιτλο album τους, κυκλοφόρησε τρία χρόνια πριν και έδωσε ξεκάθαρα το στίγμα της επιδίωξης των τριών μουσικών: σύγχρονο, φρέσκο metal με μελωδία και διακριτικά στοιχεία progressive. Πέρα από την ευστοχία στην πραγμάτωση της συνταγής αυτής σαν δομή συνθετική, οι GSO μας χάρισαν και κάποια πραγματικά σπουδαία τραγούδια. Kι αν ψάχναμε να βρούμε με κάθε τρόπο λόγους να γκρινιάξουμε, μάλλον μόνο με λεπτομέρειες στην παραγωγή θα μπορούσαμε να ασχοληθούμε.

Στο “Delirium”, η χημεία των μουσικών συνεχίζει να ωριμάζει με τις ευλογίες του χρόνου. Ο ήχος είναι σαφώς βελτιωμένος, η συνθετική ευρύτητα μας αφήνει με την ευπρόσδεκτη ποικιλία της, και τελικά έχουμε 11 νέα τραγούδια χωρίς το παραμικρό γέμισμα.

Η πρώτη επισήμανση που θα κάνει κάποιος ξανά στο νέο έργο τους, είναι πως τα τραγούδια έχουν λόγο ύπαρξης. Ναι, οι μουσικοί με ευελιξία απλώνουν τη δεξιότητά τους πάνω στις συνθέσεις, αλλά προέχει ο καμβάς της εντύπωσης, του συναισθήματος. Αν ζυγίσει κανείς τα δεδομένα του δίσκου συνολικά, είναι πραγματικά άξιο απορίας πως δεν έχει ασχοληθεί περισσότερος κόσμος μαζί τους. Εμπνευσμένο, σύγχρονο metal με απαιτήσεις αλλά χωρίς κατάχρηση, πολλά χρώματα και αλλαγές διαθέσεων που ρέουν αρμονικά και μεταφράζονται σε πανέμορφα, συναισθηματικά και δυναμικά τραγούδια, πληθώρα από riffs και solos με θέματα αλλά και τσαμπουκά όταν χρειαστεί, εμπλουτισμένες προσθήκες από keyboards που όμως δεν “νερώνουν” σε καμιά περίπτωση το συνολικό ηχητικό αποτέλεσμα…

Πάνω όμως από όλα αυτά, υπάρχει ένας νέος ήρωας του μικροφώνου: ο Adon είναι αποκαλυπτικά έτοιμος να γράψει τη δική του ιστορία στο χώρο, ώριμος παρά το νεαρό της ηλικίας του, ρεαλιστικός, με χρώματα και νεύρο, υποστηρίζει ιδανικά τις, πρώτης τάξης, φωνητικές μελωδίες που ζωντανεύει. Οι φίλοι των Savatage, Dio και Warrel Dane θα νιώσουν μία συγκινητική οικειότητα με τη σπουδαία φωνή του και τις τακτικές του.
Είναι μάλλον άστοχο και περιττό να επιχειρήσει κανείς να επιλέξει τραγούδια, καθώς δεν υπάρχουν εκπτώσεις στην ποιότητα και την απόδοση. Τα συχνά “ακουστικά ξέφωτα”, αναδεικνύουν ακόμα περισσότερο την ικανότητα του Adon να συγκλονίζει, αλλά συνολικά παντού υπάρχουν θέματα και χρώματα. Ο πλούτος και η διαφαινόμενη αντοχή του “Delirium”, οφείλεται στην ανίκητη αξία της μελωδίας, που εδώ εντειχίζεται και με την ανάλογη δύναμη.

Τελικά, η μόνη ερμηνεία που μπορώ να δώσω στην περιορισμένη δημοτικότητα των GSO έως σήμερα, είναι η λέξη “ανεξάρτητη” που χαρακτηρίζει και τις δύο κυκλοφορίες τους. Όπως φαίνεται, συνεχίζει να παίζει καθοριστικό ρόλο η εύρωστη δισκογραφική στέγη και στην εποχή της ψηφιακής πληροφορίας. Κανείς δεν μπορεί να προβλέψει πόσο ακόμα θα παραμείνουν αγνοημένοι, ελπίζω μόνο να συνεχίσουν να γράφουν μουσική με την ίδια ευστοχία, διατηρώντας αυτό το πετυχημένο “χαρμάνι καρδιάς και μυαλού”. Χωρίς να διακινδυνεύσω προβλέψεις, στο εξαιρετικό τρίπτυχο “The Maze-Bleeding On The Horns-Burn This Ladder” που κλείνει το άλμπουμ, υπάρχει μία ελαφριά απόπειρα μεγαλύτερης ευρύτητας και επιτήδευσης, που ίσως να δίνει και το στίγμα του επόμενου βήματος.

Όπως και να έχει, η μουσική τους αποτελεί δυσεύρετη  πολυτέλεια για να μένει παραγκωνισμένη στη σκιά, και το “Delirium”, είναι χωρίς κανένα ενδοιασμό από τα άλμπουμ της χρονιάς στην ευρύτερη σκηνή του σκληρού ήχου.

558
About Γιώργος Γεωργίου 540 Articles
Συνηθίζουν να λένε, «δείξε μου τους φίλους σου να σου πω ποιος είσαι»… Αν μπορούσε λοιπόν να ιδρύσει το δικό του “Cabaret Voltaire”, στους τοίχους του θα είχε κορνίζες με φωτογραφίες του Τάκη Τλούπα και πίνακες των David Bomberg και Edward Hopper. Πάνω στο πατάρι θα είχε τις δύσκολες περιπτώσεις, αυτούς που αν τελικά μάλωναν μεταξύ τους, θα έπρεπε να γίνει σε απομόνωση. Σε ειδικό “triryche design” τραπεζάκι ο Tate με τον De Garmo, και ακριβώς απέναντι σε ευρύχωρο καναπέ ο Fish με τον Steve Hogarth. Μοναχικό τραπέζι με κηροπήγιο και θέα από μικρό παράθυρο στην ομίχλη της πίσω αυλής ο Simon Jones. Φθαρμένο ημίψηλο σκαμπό και μίνι μπαρ δίπλα του για τον Nick Cave. Σκαλιστή πολυθρόνα για τον Ronnie James Dio, και κάθισμα VIP από το Villa Park για τον μουστάκια άρχοντα των ριφ. Φουτουριστικό κουπέ για τρεις σεβάσμιους κυρίους από τον Καναδά, μην τον ρωτήσεις ποιους. Κάτω σε περίοπτη θέση στο μπαρ, τον μορφονιό Joakim Larsson, για να τραβά τις ωραίες γυναίκες, και δίπλα του τον Jim Matheos να τον συμμαζεύει με την ψυχραιμία του όταν χρειάζεται. Σε ένα μικρό τραπέζι στην πιο σκοτεινή γωνιά, η περίεργη παρέα του David Sylvian, του Neil Hannon και του Paddy McAloon. Όταν κάθονται στο μπαρ και οι νεότεροι Einar Solberg, Daniel Tompkins και Daniel Estrin, η χημεία είναι πια ιδανική. Καθόλου άσχημα κι απόψε…