Ποια η σχέση 5 Αυστραλών με τους Σουμέριους (Sumeru) και τη βαριά κι ασήκωτη post-hardcore, sludge metal σκηνή; Η απάντηση βρίσκεται στο τελευταίο τους πόνημα “Summon Destroyer” κι έρχεται να ξεδιαλύνει το όποιο μυστήριο μέσα από τον τραχύ, σκοτεινό και “πρωτόγονα” βάρβαρο ήχο τους.
Δεν έχουμε να κάνουμε με άλλη μια τετριμμένη sludge metal δουλειά. Πριν καν ακόμα πατήσεις το play, τα black και death metal vibes αρχίζουν να σε περιβάλλουν και μόλις ξεκινήσει η αναπαραγωγή, είσαι για τα καλά στοιχειωμένος από τον ήχο τους.
Οι Sumeru, από το 2009 που υφίστανται ως σχήμα, κατόρθωσαν να αποκτήσουν ένα πολύ δυνατό και συνεχώς διευρυνόμενο πυρήνα οπαδών, λόγω των ζωντανών εμφανίσεων τους στη Νησιωτική Ήπειρο και η πρώτη τους δισκογραφική δουλειά “Holy Lands” (2014) (μετά το εξαιρετικό ομότιτλο EP το 2013) ήρθε να εδραιώσει τη φήμη κι ίσως να τη διευρύνει πέρα από τα σύνορα.
Το “Summon Destroyer” δεν αφήνει κανένα περιθώριο στον ακροατή ότι οι Αυστραλοί έχουν πάει τον ήχο τους πολλά επίπεδα παραπάνω και κάνουν limit up για τα έως τώρα δεδομένα τους. Η πλέον εμφανής αναβάθμιση – μετάλλαξή τους αφορά την υιοθέτηση death φωνητικών με τον Matt Power (όνομα που ταιριάζει “γάντι”) να αποδίδει άριστα σ’ αυτό το ρόλο, αποτελώντας το σκαλοπάτι και ίσως τον κεντρικό χαρακτήρα για να ανέλθει το όλο εγχείρημα πολλά σκαλιά παραπάνω. Ένα “τέρας” ο Power, που σαν εκπαιδευμένος Σουμέριος μύστης ελέγχει και καθοδηγεί με μοναδικό τρόπο, κάθε νότα, κάθε γύρισμα και συνδράμει με όλο το μένος, την οργή και τη φρικαλεότητα του, ώστε το “Summon Destroyer”, να ξεχειλίζει από ακραίες και σκοτεινές πλευρές.
Δεν υπάρχουν ιδιαίτερες αναλαμπές σχετικά με το μουσικό αποτέλεσμα, πέρα από ένα συνεχές και “θελκτικό” contrast μεταξύ βαρβαρότητας και μαυρίλας. Όλοι λειτουργούν με απόλυτο γνώμονα να πετύχουν τον παραπάνω στόχο και ως σύνολο τα καταφέρνουν τόσο καλά που το τελικό αποτέλεσμα θα ενθουσιάσει τους απαιτητικούς metalers πολύ περισσότερο ίσως από τους θιασώτες του doom.
Από την άκρως μυσταγωγική, ιεροτελεστική ατμόσφαιρα που μας εισάγει το “Inanis Kultus”, έρχεται το απόλυτα καθηλωτικό “The Temple”, το οποίο αποτελεί μια σύνθεση σημείο αναφοράς για τη συνέχεια, αφού ισορροπεί με απόλυτη επιτυχία ανάμεσα στα αυστηρά, δεμένα και “σκληρά” sludge – doom, black μέτρα και τα ακουστικά κιθαριστικά jam, μια αντίφαση που γίνεται καθεστηκυία τάξη από εδώ και στο εξής. Αν και μη ένθερμος οπαδών σε τέτοιες αλλαγές ύφους, οι Sumeru φαίνεται πως έχουν δουλέψει τόσο πολύ την συγκεκριμένη πρακτική, η οποία αποτελεί αναπόσπαστο μέρος και της θεματολογίας τους.
Το ομότιτλο “Summon Destroyer” αποτελεί ένα θέμα με αρκετά epic στοιχεία, τουλάχιστον όμως μια ταχύτητα παραπάνω από τις κλασικές doom νόρμες, με εξαιρετικά heavy riff να το διανθίζουν, τα οποία διαπερνούν και το “Embrace The Cold”, όπου εδώ οι epic αναφορές έχουν συγκεραστεί μοναδικά με την grunge στιχουργική. Το “Kala Ratri” (ίσως η πιο άρτια σύνθεσή τους) αποτελεί ένα ιντερλούδιο βασισμένο σε ακουστική κιθάρα και βιολί, προσδίδοντας μια άκρως μελαγχολική ατμόσφαιρα, αγγίζοντας τα όρια της καταθλιπτικότητας, το οποίο καταλήγει σε ένα μαινόμενο – αγριεμένο σκηνικό.
Παρόλο που δεν έχουν πιστωθεί σε κάποιον / κάποιους από τη μπάντα η εμπλοκή με synths ή samples, εύκολα μπορούμε να τα διακρίνουμε, τα οποία συνεισφέρουν σημαντικά στη δημιουργία του μελαγχολικού, αποξενωμένου κι αφιλόξενου σκηνικού που δημιουργείται.
Συνοψίζοντας, οι Sumeru, μας έκαναν δώρο με το κλείσιμο του 2018 μια απόκοσμη δισκάρα, κονιορτοποιώντας τα “stoner” στοιχεία του πρότερου ήχου τους, με το μίγμα sludge, doom και ελαφρώς post-metal χαρακτηριστικών τους, να γίνεται περισσότερο ενδιαφέρον κάτω από μια death και black metal προοπτική.