MARINOS TOKAS: “All Is Gone”

Η σχεδόν μηδενική πληροφορία αλλά και η απουσία προϊστορίας, κάνει την πρώτη επαφή με τη δουλειά του Μαρίνου Τόκα να επαναφέρει την απομονωμένη μαγεία περασμένων εποχών για αναζήτηση νέας μουσικής.

Μετά την πάσα της ηλεκτρονικής διεύθυνσης που φιλοξενεί το άλμπουμ “All Is Gone”από έναν κοινό φίλο, αποφάσισα να διατηρήσω το μυστήριο και να ακούσω τα δέκα τραγούδια του χωρίς καμιά επιπλέον επικοινωνία ή άμεση πληροφορία από τον δημιουργό του.

Σύμφωνα λοιπόν με τις επιγραμματικές πληροφορίες του bandcamp, ο δημιουργός Μαρίνος Τόκας έχει γράψει όλη τη μουσική, έχει παίξει τα πάντα μόνος του και έχει τραγουδήσει. Υπάρχουν κάποιες συμμετοχές από τους κιθαρίστες Thomas Arabatzis, Babis Karanikas, Nick Kikidakis και Alekos Kinas, συνδρομή από τους Christos Salikas και Konstantinos Mavridis στους στίχους, ενώ υπάρχει και μια συμμετοχή-έκπληξη στα φωνητικά με την παρουσία του John Greely, τραγουδιστή των Iced Earth στο άλμπουμ “Night Of The Stormrider” του 1991, στο τραγούδι “Burnt” που κλείνει το άλμπουμ.

Ο Τόκας είναι ένας πολυσχιδής συνθέτης που ακούγεται να συγκεντρώνει ένα πλήθος επιρροών και να σμιλεύει ένα ύφος που θα το χαρακτήριζε κανείς σύγχρονο, μοντέρνο μελωδικό metal με περίτεχνο παίξιμο που απλώνεται σε μια ευρεία παλέτα διαθέσεων και αναδύει μια ευπρόσδεκτη φρεσκάδα. Πέρα από το αναμφισβήτητο γεγονός πως έχουμε να κάνουμε με έναν ταλαντούχο μουσικό και συνθέτη, ο συνολικός απόηχος του “All Is Gone” φανερώνει πως ο Τόκας είναι εξίσου εξαιρετικός ακροατής. Ταυτόχρονα με την ευελιξία στις διαθέσεις και τα ηχοτοπία του, ο Τόκας διατηρεί ελκυστική τη ροή όλων των τραγουδιών και αφομοιώνει ταιριαστά τα τεχνάσματα στις δομές.

Το άλμπουμ έχει μια συγκεκριμένη, ενδιαφέρουσα διαδρομή. Η εισαγωγή μας σε αυτό πραγματοποιείται με τρία στη σειρά τραγούδια, που οδηγούνται και στηρίζονται σε συμπαγή ριφ και δύναμη, συγγενή στη νοοτροπία τους, με το “Make It Burn” να είναι κάπως πιο σκοτεινό και να κλιμακώνει την ένταση στους κοφτούς του συντονισμούς.

Την σκυτάλη θα πάρει το ντελικάτο “Annie Mae”, φανερά πιο εσωτερικό, με ένα γλυκόπικρο ενδιαφέρον, για να έρθει το ρυθμικό και ευρηματικό “Still I Rise” με πιο φωτεινές διαθέσεις και μια πετυχημένη συνολική ελαφρότητα.

Από το “Running On Wild” και μετά, υπάρχει ένας αναμφισβήτητα ενιαίος προσανατολισμός στις συνθέσεις που δείχνουν πιθανά και την κύρια επιδίωξη του Τόκα. Η μελωδία και το συναίσθημα οδηγούν τα πέντε αυτά τραγούδια, με πλούσιες εντυπώσεις, μια τακτική και πρόθεση που, αν χρησιμοποιήσεις συντεταγμένες για χάρη της περιγραφής, μπορείς να πεις πως υπάρχει μια σκιά Queen και Savatage, ανάμεσα στα υπόλοιπα, όπως για παράδειγμα στο θεατρικό “Leave Behind”. Όλα τους είναι λεπτομερή, με δυνατές μελωδικές διαδοχές, άμεσα στην επικοινωνία με τον ακροατή και με ενδιαφέρον στην εξέλιξη και τον ήχο. Περισσότερα πρωταγωνιστικά τα πλήκτρα συγκριτικά με την πρώτη ενότητα του άλμπουμ, ανοίγουν άλλες διαδρομές διαθέσεων.

Το “All Is Gone” είναι μια απόπειρα που αποφεύγει να κοπιάρει, ενώ τιμά τις επιρροές του με μια διακριτική σκιά που μάλλον κολακεύει το τελικό αποτέλεσμα. Σαν συνολικό άκουσμα, και εκτιμώντας το μετά την ολοκλήρωση της διαδρομής, θεωρώ πως οφείλει να απασχολήσει μια μεγάλη γκάμα ακροατών του ευρύτερου σκληρού ήχου με την ευελιξία του. Είναι πολύ σημαντική η ικανότητα του Τόκα να έχει χειριστεί το αποτέλεσμα και σαν ακροατής, όχι διπλωματικά, αλλά αβίαστα και αυτό είναι μια πολύτιμη παράμετρος του ταλέντου του δημιουργού.

Για τους περίεργους, είναι αξιοσημείωτο πως στο “Burnt” θα ακούσουν έναν διαφορετικό John Greely, που συμβαδίζει αρμονικά με τη συνολική κορνίζα του άλμπουμ. Φυσικά δεν είναι αυτός ο λόγος για να καταλήξει κανείς στην ηλεκτρονική διεύθυνση και να το ακούσει. Το “All Is Gone” είναι μια πολύ όμορφη και εσωτερική δουλειά ενός πολυτάλαντου ανθρώπου, και του αξίζει να το μοιραστεί με όσο το δυνατόν περισσότερους ακροατές που θα το εκτιμήσουν.

https://marinostokas.bandcamp.com/album/all-is-gone?fbclid=IwAR3WBSJ7sD946j20hBbDMH7wAxQGIJAgm2B8PYbh804J9IFUoOIa9FM2nE0

663
About Γιώργος Γεωργίου 540 Articles
Συνηθίζουν να λένε, «δείξε μου τους φίλους σου να σου πω ποιος είσαι»… Αν μπορούσε λοιπόν να ιδρύσει το δικό του “Cabaret Voltaire”, στους τοίχους του θα είχε κορνίζες με φωτογραφίες του Τάκη Τλούπα και πίνακες των David Bomberg και Edward Hopper. Πάνω στο πατάρι θα είχε τις δύσκολες περιπτώσεις, αυτούς που αν τελικά μάλωναν μεταξύ τους, θα έπρεπε να γίνει σε απομόνωση. Σε ειδικό “triryche design” τραπεζάκι ο Tate με τον De Garmo, και ακριβώς απέναντι σε ευρύχωρο καναπέ ο Fish με τον Steve Hogarth. Μοναχικό τραπέζι με κηροπήγιο και θέα από μικρό παράθυρο στην ομίχλη της πίσω αυλής ο Simon Jones. Φθαρμένο ημίψηλο σκαμπό και μίνι μπαρ δίπλα του για τον Nick Cave. Σκαλιστή πολυθρόνα για τον Ronnie James Dio, και κάθισμα VIP από το Villa Park για τον μουστάκια άρχοντα των ριφ. Φουτουριστικό κουπέ για τρεις σεβάσμιους κυρίους από τον Καναδά, μην τον ρωτήσεις ποιους. Κάτω σε περίοπτη θέση στο μπαρ, τον μορφονιό Joakim Larsson, για να τραβά τις ωραίες γυναίκες, και δίπλα του τον Jim Matheos να τον συμμαζεύει με την ψυχραιμία του όταν χρειάζεται. Σε ένα μικρό τραπέζι στην πιο σκοτεινή γωνιά, η περίεργη παρέα του David Sylvian, του Neil Hannon και του Paddy McAloon. Όταν κάθονται στο μπαρ και οι νεότεροι Einar Solberg, Daniel Tompkins και Daniel Estrin, η χημεία είναι πια ιδανική. Καθόλου άσχημα κι απόψε…