Περίπου 20 χρόνια χωρίζουν τη μέρα που η αναμονή της ζωντανής εμφάνισης των Νορβηγών σε ένα ελκυστικό πακέτο με τους Elegy, Stratovarius, αντικαταστάθηκε από την είδηση της διάλυσής του. Τέσσερα άλμπουμ διαφορετικά μεταξύ τους, αλλά ταυτόχρονα όλα τόσο σημαδεμένα από τα ιδιαίτερα γονίδια της συνύπαρξης αυτών των μουσικών, έμειναν στους επαναληπτικούς κύκλους του χρόνου να θυμίζουν σε αρκετούς πως “δεν ξέρεις ακριβώς τι έχεις, μέχρι να το χάσεις”.
Μια σύντομη επανένωση για συγκεκριμένες εμφανίσεις έθρεψε τη φαντασία των νοσταλγών, που όμως καταποντίστηκαν με την αινιγματική αποχώρηση του μοναδικού Roy Khan από τους Kamelot, αλλά και τη μουσική δράση, το 2011.
Όλα αυτά βέβαια, αποτελούν πια μια τυπική αναδρομή εκ του ασφαλούς, καθώς οι Tore Ostby, Roy Khan, Ingar Amlien και Arve Heimdal, μας έχουν ήδη τροφοδοτήσει με το νέο τους μουσικό βήμα.
Πετώντας το νήμα της μνήμης να δεθούμε με την τελευταία πράξη της πρώτης περιόδου, το “Flow” ήταν ένα φρέσκο, γενναίο άλμπουμ που άνοιγε ένα μονοπάτι στο μέλλον, με ποικίλες διαθέσεις κι έναν ιδιαίτερο ήχο. Οι Conception του σήμερα, συνεχίζουν να ταξιδεύουν στην αχανή χώρα που η καρδιά και το πνεύμα πειθαρχούν τις νότες. Η επανασύνδεση ήρθε μάλλον αβίαστα, όταν η ανάγκη ωρίμασε. Οι ίδιοι έδωσαν την περιγραφή γι’ αυτό που άρχισαν να κάνουν: από τη μια η ωριμότητα όλης αυτής της διαδρομής του κενού, από την άλλη όλα τα κεφάλαια που ήδη έχουν γράψει μαζί. Είναι Conception, αλλά είναι κάτι άλλο… όπως κάθε φορά δηλαδή.
Το “Re:conception” είναι μια σύντομη εισαγωγή, μια ηχητική ανάπλαση για κάτι που υψώνεται, πλησιάζει, δυναμώνει και τελικά είναι εδώ. Όταν έχεις πια διατρέξει όλη τη διαδρομή του ΕΡ, αντιλαμβάνεσαι γιατί αναλαμβάνει το “Grand Again”να μας σπρώξει πρώτο στη νέα εποχή του γκρουπ. Με τη δύναμή του, τον ενδιαφέροντα ρυθμό, την ιδιαίτερη παραγωγή και τις έξυπνες προσθήκες, αποτελεί μια πολύ φιλική γέφυρα με το παρελθόν τους.
Όμως οι Conception έχουν αποφασίσει να προχωρήσουν. Απελευθερωμένοι από νεανικά όνειρα και προσδοκίες, επαγγελματικούς στόχους και μουσικούς προορισμούς, μοιάζει να μην αισθάνονται πως χρωστούν σε κανέναν, εκτός από τη δική τους ανάγκη της έκφρασης. Με έναν υποβλητικό, εσωτερικό, μυστηριώδη, mid tempo χαρακτήρα, πορεύονται και ακούγονται να συμφωνούν σε μια υποδειγματική αρμονία μεταξύ τους, καθώς συμπληρώνουν τις ψηφίδες των τραγουδιών.
Στα υπόλοιπα τέσσερα τραγούδια, οι Νορβηγοί ανοίγουν τη βεντάλια της έκφρασης με μια αριστοκρατική πειθαρχία. Είναι άμεσα αντιληπτό πως κυνηγούν τα χρώματα, παρά την ένταση. Τα drums του Heimdal συχνά χαρακτηρίζονται πιο εύστοχα σαν κρουστά, με ρυθμούς που ανοίγουν τη γενική εντύπωση του τραγουδιού. Από την έναρξη του “Into The Wild”, η υποβολή και η σκιερή περιγραφικότητα οδηγούν την εξέλιξη. Ο Ostby ακούγεται να συμπλέει εγκεφαλικά, με μια οικονομική σοφία προκαθορισμένη από τη φύση των τραγουδιών. Ο ίδιος όπως και οι υπόλοιποι, ακούγεται δεκτικός και πρόθυμος σε πιο ασυνήθιστες επιδράσεις που μπορούν να συνυπάρξουν με τη δεδομένη μελωδικότητά τους και να την εμπλουτίσει. Το άπλωμά του στο τέλος του περίεργου “The Moment”, με τις εντυπώσεις να μοιράζονται ανάμεσα σε ένα ευγενική fusion ένσταση και την αντήχηση της ασιατικής ανατολής, δείχνει πόσο ξεχωριστός και εύστοχος παραμένει. Άλλωστε το συγκεκριμένο τραγούδι έχει μια ιδιόμορφη διαδρομή και υπέροχα εναλλακτικές μεταστροφές που το συμπληρώνουν παράξενα σε μια ομορφιά που δεν θα σου δοθεί με το πρώτο άκουσμα. Παρόμοια, ο υπόγειος, υπόκωφος ρυθμός του “Quite Alright” με τα σκοτεινά samples του, απελευθερώνεται σε ένα ρεφρέν “έρωτας με το πρώτο άκουσμα”.
Κι αν όλοι τους μαζί, οργανικά, συμπλέουν γυρεύοντας το άνοιγμα για το άμεσο μέλλον, στο τιμόνι η φωνή του Khan δεν χρειάζεται καν να συμβουλευτεί το χάρτη. Εσωστρεφής, μυστηριώδης, ευέλικτος, εύθραυστος, συνεχίζει να γνωρίζει καλύτερα από τον καθένα πως να θωπεύσει την κύρια μελωδία για να γεννήσει τόσες εντυπώσεις. Επιστρέφοντας βέβαιος, κύρια σε μια περιοχή της φωνής του που τον κάνει να αισθάνεται ανίκητος, ακούγεται πιο “Billy Mackenzie του metal” από ποτέ.
Με τον απόηχο του ορχηστρικού, οριστικού ομότιτλου τραγουδιού, που γεννήθηκε στην προσωπική τραγωδία φιλικού προσώπου και τη δυνατή της αντήχηση πάνω τους, η αύρα μιας μπάντας που ανιχνεύει με ρίσκο τον οίστρο της μετά την παύση μιας ζωής, μοιάζει μόνιμη και πυκνή σαν αιώνια ομίχλη… “like it was before, like it used to be”.
Περίπου 27 λεπτά μείωσαν τη μουσική εντροπία του πλανήτη με τον πιο απροσδόκητο και αθόρυβο τρόπο.