Zoetermeer, άλλη μια πειθαρχημένη, γεωμετρική, πόλη στη νότια Ολλανδία με κυβικούς όγκους από μπετόν σε στρατιωτικές διατάξεις που αγγίζουν την ψυχρότητα μελλοντολογικού εφιάλτη.
Σε αντιδιαστολή με την απρόσωπη αύρα της, το “Boerderij” είναι ένας ζεστός, άνετος και όμορφος συναυλιακός χώρος με μεγάλη παράδοση στη φιλοξενία καλλιτεχνών του prog rock/metal. Μια μεγάλη κύρια αίθουσα με δυο μπαρ, ευρύχωρη σκηνή, βοηθητικούς χώρους για το merchandise αλλά και επιπλέον μπαρ όπου μπορείς να συνεχίσεις να παρακολουθείς τη συναυλία από μεγάλη οθόνη προβολής, αν για κάποιο λόγο δεν μπορείς να βρεθείς στην κύρια αίθουσα.
Οι άγγλοι prog rockers Pendragon, διοργάνωσαν τρεις ιδιαίτερες βραδιές για να γιορτάσουν τα 40 χρόνια δημιουργικής διαδρομής και ιστορίας. Η δεύτερη εμφάνιση από αυτές, έγινε στη φιλόξενη σκηνή του Boerderrij. Αρκετή ώρα πριν ανοίξουν οι πόρτες, μια μεγάλη ουρά είχε σχηματιστεί έξω από το χώρο, με οπαδούς από διάφορες χώρες, κυρίως της κεντρικής Ευρώπης.
Ο αρχηγός Nick Barrett και οι συνοδοιπόροι του είχαν διοχετεύσει τη μελωδική τους γενναιοδωρία και στους πάγκους με τα προϊόντα του γκρουπ, έτσι πέραν των καθαρά επετειακών αναμνηστικών, τα οποία πωλούνταν σε φυσιολογικές τιμές, μπορούσες να αγοράσεις T-shirt και cd σε απίστευτα χαμηλές τιμές. Την ίδια στιγμή, στη μεγάλη οθόνη, πίσω από τη σκηνή, ένα video με live των Καναδών Mystery φρόντιζε να προθερμάνει το κοινό που πύκνωνε με γρήγορο ρυθμό, αλλά και να διαφημίσει το επερχόμενο live τους, στις 17 Νοεμβρίου, στον ίδιο χώρο.
Η ξεχωριστή συγκυρία απαιτούσε φυσικά ιδιαίτερη μεταχείριση του κοινού από τον εμβληματικό αρχηγό/κιθαρίστα/ερμηνευτή και βασικό συνθέτη. Με συνεργούς το μόνιμο συνοδοιπόρο του στο μπάσο, Peter Gee, τη βιβλική μορφή του σπουδαίου Clive Nolan στα keyboards, και τον νεοφερμένο νεαρό Jan-Vincent Velazco στα τύμπανα, οι Pendragon του σήμερα μας σερβίρισαν ένα χορταστικό σετ της πλούσιας ιστορίας τους, που ξεπέρασε σε διάρκεια τις τρεις ώρες. Χωρίς το παραμικρό ίχνος κόπωσης, χωρίς εκπτώσεις στην απόδοση των τραγουδιών, με δυο επιπλέον τραγουδίστριες να καλύπτουν κάθε παραπάνω φωνητική απαίτηση των στούντιο εκδοχών, και με έναν ήχο ασύλληπτο σε διαύγεια και ιδανικό σε κατανομή, χάρισαν στο ακροατήριο ένα σπάνιο ταξίδι με ήχους και μνήμες.
Ο Barrett ήταν σε καταπληκτικά κέφια, με έξυπνα σύντομα σχόλια, χιούμορ, πειράγματα αλλά πάνω από όλα, πάθος και αστείρευτη όρεξη και δύναμη. Τραγούδησε και έπαιξε σα να μην υπήρχε αύριο με αξιοθαύμαστη άνεση. Ο ίδιος ανέφερε πως όταν πρότειναν αρχικά τα τραγούδια για τις τρεις αυτές ξεχωριστές βραδιές με τον Peter Gee, το αποτέλεσμα άγγιξε τη διάρκεια των… πέντε ωρών, και όχι άδικα. Αν αναλογιστεί κανείς πως ξεπεράσαμε τις τρεις ώρες μουσικής χωρίς να ακουστούν αρκετά, θεωρητικά, απαραίτητα τραγούδια, όπως για παράδειγμα τα “Paintbox”, “Total Recall”, ή “As Good As Gold”, καταλαβαίνει πόσο δύσκολο είναι να ικανοποιήσουν τους πάντες, ακόμα και με ένα τόσο μεγάλο setlist.
Φυσικά, το αυτονόητο και απαραίτητο κριτήριο ήταν να καλυφθεί χρονολογικά όλη η διαδρομή. Από την πρώιμη περίοδο των “The Jewel” και “Kowtow” και με μεγάλη νοσταλγία, στην περισσότερο neoprog φάση, που ξεκίνησε με το “The World” και έμοιαζε να κλείνει τον κύκλο της με το “Not Of This World”, μέχρι την πρόσφατη ανανέωση ήχου και έκφρασης που άνοιξε στο σχήμα νέους ορίζοντες, όλα τιμήθηκαν με την ευαισθησία και τον σεβασμό που τους αξίζει. Με σπάνιες παλιές φωτογραφίες, που συλλέχθηκαν από όσους πέρασαν από τις τάξεις τους από την αφετηρία, να προβάλλονται στην μεγάλη οθόνη της σκηνής, οι Pendragon τίμησαν την “Phil Collins-era”, όπως σχολίασε με χιούμορ ο Barrett , με άσημα διαμάντια όπως το “I Walk The Rope” ή το ατμοσφαιρικό “2 am” από το “Kowtow”. Δεν παρέλειψαν να καταφύγουν και σε πιο απρόσμενες επιλογές, όπως για παράδειγμα το σπουδαίο instrumental “Excalibur”, ή το “Dark Summer’s Day”.
Εντυπωσιακή, για την εκπροσώπηση της μεσαίας τους περιόδου, ήταν η απόδοση ολόκληρου του πανέμορφου “Queen Of Hearts”, χρονικά περίπου στα μισά της διάρκειας του show, αν και προσωπικά θεωρώ πως η κορυφαία στιγμή της νύχτας ήταν η συγκλονιστική εκτέλεση του “The Last Man On Earth”, που ανέδειξε όλη τη μαγεία του λυρισμού που τους διακρίνει και τη σκόνη του παραμυθιού εκείνης της περιόδου, με απόλυτη ευστοχία.
Η ταυτότητα της σημερινής υπόστασης του γκρουπ φανερώθηκε με τις πιο αποκαλυπτικές αναλογίες ήχων και διαθέσεων στο σκοτεινό “Indigo”, που ακούστηκε να ολοκληρώνει το πλαίσιο των “The Freak Show” και “Empathy” που είχαν προηγηθεί.
Στο τέλος αυτού του τραγουδιού διαδραματίζεται άλλωστε και η σκηνή που θέλω να κρατήσω περισσότερο από τη νύχτα αυτή: τα επίμονα νοήματα στον Barrett να σταματήσουν και να κλείσουν εκεί από τους διοργανωτές, οδηγούν τον Gee να ξεκρεμάσει το μπάσο του και να στραφεί προς τα καμαρίνια. Όμως όχι, υπάρχει άλλος ένας τίτλος στη μακριά λίστα και αυτό θα τηρηθεί από τον αρχηγό ως το φινάλε. Ο μαγικός επίλογος του “Am I Really Losing You?” σφραγίζει μια γιορτή της μουσικής με τη ντελικάτη επανάληψη της χαρακτηριστικής του μελωδίας.
Αυτό που μάλλον ευδιάκριτα μπορούσε να διαβάσει κανείς στο πρόσωπο του Nick Barrett, μαζί με την ειλικρινή χαρά του, ήταν η εντύπωση πως άξιζε κάτι καλύτερο και μεγαλύτερο. Το μικρό σύμπαν των Pendragon έχει πια παγιωθεί, ύστερα από 40 χρόνια ταξιδιού. Στον κόσμο του παραμυθιού τους περιμένει ένας θρόνος νοσταλγίας και αθωότητας και τα πράγματα είναι πιο φωτεινά γι’ αυτούς. Όπως και στον δικό μας…
SET 1:
1. If I Were The Wind (And You Were The Rain)
2. The Voyager
3. The Wishing Well: IV Two roads
4. Not Of This World Part 3: Green Eyed Angel
5. Fly High Fall Far
6. Excalibur
7. Circus
8. Dark Summer’s Day
9. 2 AM
10. I Walk The Rope
11. Queen Of Hearts 1: Queen Of Hearts
12. Queen Of Hearts 2: A Man Could Die Out There
13. Queen Of Hearts 3: The Last Waltz
14. It’s Only Me
SET 2 :
15. The Freak Show
16. Fallen Dreams And Angels
17. Sister Bluebird
18. Master Of Illusion
19. Faces Of Light
20. Empathy
21. The Last Man On Earth
ENCORE:
22. Indigo
23. Am I Really Losing You?