Η μεγαλύτερη δικαίωση στην σχεδόν δεκαετή δημιουργική διαδρομή των Λονδρέζων Haken, είναι πως όλο και περισσότεροι ακροατές περιμένουν κάθε φορά το επόμενο βήμα τους. Φτάνοντας στο πέμπτο τους άλμπουμ, έχουν ήδη πάνω τους την ετικέτα των πιονιέρων της ευρύτερης σκληρής προοδευτικής μουσικής στην Ευρώπη, μαζί με κάποιους άλλους, εξίσου επίκαιρους και καταλυτικούς συνοδοιπόρους.
Το “Affinity”, με σημαία γύρω από τα κεκτημένα χαρακτηριστικά του γκρουπ την παραγωγή του, ήταν μια πλούσια απόπειρα απενοχοποίησης του φινετσάτου art prog των 80’s. Στο “Vector”, συνεχίζοντας να γράφουν μουσική με την ίδια τακτική του προκατόχου του, δηλαδή όλοι μαζί σαν ομάδα, έχουν θέσει σαν κύρια επιδίωξη να κινηθούν στον πιο δυναμικό ηχητικά δίσκο τους ως τώρα, έχοντας κινητήρια δύναμη και βάση τα ριφ της κιθάρας και τους ρυθμούς που καθορίζονται με οδηγό αυτά.
Υπάρχει μια σημαντική εξωτερική βοήθεια στη νέα αυτή προσέγγιση, για την οποία μόνο σπουδαία λόγια έχουν να πουν οι έξι μουσικοί. Ο πρώην μπασίστας των Periphery, Adam “Nolly” Getgood, ένας νέος ήρωας των στούντιο που αναγνωρίστηκε άμεσα για τη δουλειά του με τους Sikth, Architects, Periphery, Devin Townsend, συνδράμει επιδραστικά στις ηχογραφήσεις αλλά και τη μίξη του άλμπουμ. Το αποτέλεσμα είναι πραγματικά εντυπωσιακό και δικαιώνει την επιλογή. Οι ίδιοι δεν κρύβουν τον ενθουσιασμό για την άλλη διάσταση που έδωσε το άγγιγμα του Nolly, ειδικά στον ήχο των ντραμς.
Ο δίσκος θεματικά είναι μια σύγχρονη rock “όπερα”, με την αντίληψη μιας μουσικής ιστορίας που ζωντανεύει τμηματικά στα τραγούδια του άλμπουμ. Πραγματεύεται την υπόθεση ενός γιατρού με ένα ενδιαφέρον, μάλλον ιδιαίτερα ανησυχητικό, για έναν συγκεκριμένο ασθενή. Από ένα σημείο και μετά, η ιστορία εισέρχεται στην οπτική γωνιά του ασθενούς, που είναι όπως φαίνεται κατατονικός, όμως το μυαλό του προκαλείται με πράγματα που θα μπορούσε να είναι αυταπάτες ή μνήμες που προκαλούνται από τη θεραπεία, μια ελαστική επιλογή που μάλλον αφήνεται στον ακροατή.
Παράλληλα, υπάρχουν εμβόλιμα κι άλλα “κρυπτικά” στοιχεία ν’ ανακαλύψει κανείς, όπως για παράδειγμα οι αναφορές σε ψυχιατρικά πειράματα της δεκαετίας του ’50, ή όπως έχουν ομολογήσει οι ίδιοι επιδράσεις ταινιών όπως οι “The Shining”, “One Flew Over The Cuckoo’s Nest” και “A Clockwork Orange”.
Η υποβλητική, μυστηριώδης γοτθική απόχρωση του εισαγωγικού “Clear” μας υποδέχεται στην ξενάγηση της ιστορίας. Η άμεση ένταση του “The Good Doctor” απελευθερώνει το γνώριμο χαρμάνι του σεξτέτου, όπου οι επιτακτικοί ρυθμοί και οι εναλλαγές συνοδεύονται από εξαιρετικά εθιστικές φωνητικές μελωδίες. Με δεδομένη την περιεκτικότητα σε σύγκριση με τη διάρκειά του, είναι απόλυτα εύστοχη η επιλογή του να διαρρεύσει σαν πρώτο single του “Vector”. Ιδιαίτερα πετυχημένη και απολαυστική η μικρή δόση σαρκασμού στο ύφος των φωνητικών που δίνει στο τραγούδι μια αμφίσημη, ιδιαίτερη εντύπωση.
Σε μια κλιμακωτή αύξηση των ερεθισμάτων, η βεντάλια των δεδομένων μοιάζει να ανοίγει στο “Puzzle Box”, που είναι αναμφισβήτητα πιο ακραίο και τολμηρό στις τεχνικές του, στις δομές του και τις απαιτήσεις του. Οι Haken του σήμερα σκιαγραφούνται πια με ευδιάκριτα σχήματα και ολοκληρώνονται στο απόλυτο “Veil”, μια ολοκληρωμένη ονείρωξη για κάθε ακροατή του progressive metal που αρέσκεται σε ένα πλήρες ταξίδι στα όρια.
Το γκρουπ, έχοντας πετύχει έναν περισσότερο μεταλλικό ήχο που αναδεικνύει την εκπληκτική ρυθμική δουλειά στις κιθάρες από τους Richard Henshall και Charles Griffiths, δημιουργεί συνθέσεις που κινούν τον ακροατή ανάμεσα στη διαρκή ετοιμότητα της τεχνικής και την ανταμοιβή της εξαιρετικής μελωδίας. Η πυκνότητα αυτού του συνδυασμού είναι στο “Veil” πραγματικά αποκαλυπτική, μια πλήρης παλέτα ρίσκων, ευρύτητας, διασκέδασης, συναισθημάτων και περιπέτειας.
Στο instrumental “Nil By Mouth”, όσοι λατρεύουν εκείνα τα τεχνικά crescendo που απελευθερώνουν τις δυνατότητες των μουσικών και αρέσκονται να τα ακούν με δύναμη και όγκο, θα αποδώσουν εύσημα τόσο στο ρυθμικό υπόβαθρο των Green/ Hearne όσο και στα ευρηματικά αλλά και επιτακτικά ηχοχρώματα του κημπορντίστα Diego Dejeida. Σίγουρα, μια εντύπωση του εκτελεστικού “φόρτε” των DreamTheater, δύσκολα την αποφεύγεις.
Με ένα μικρό jazzy εναρκτήριο άγγιγμα ξεδιπλώνεται η διαφοροποίηση του πιο ντελικάτου “Host”, ενός όμορφου, ευαίσθητου καταφύγιου που αφήνει τους χώρους στην ερμηνεία του Jennings να το κουβαλήσει κλιμακωτά σε διαφορετικά επίπεδα.
Το “A Cell Divides” συμπληρώνει τα λίγο περισσότερο από 45 λεπτά του άλμπουμ, επιδεικνύοντας τη δυνατότητα να κάνεις ένα πλούσιο και απαιτητικό τραγούδι, προσιτό και ελκυστικό. Στην πραγματικότητα, το μεγάλο στοίχημα των Haken είναι να διατηρήσουν την ευστοχία της έκφρασης και του συναισθήματος μέσα από τις τεχνικές εξισώσεις και τολμηρές διαδρομές. Και το πετυχαίνουν με εντυπωσιακό τρόπο.
Τα πρωταρχικά μουσικά τους γονίδια είναι εκεί, πιο ευκρινή από ποτέ. Ένας αποκαλυπτικός, βιβλικός ήχος θα δελεάσει μέχρι και πιο “macho” ακροατές. Νέο έδαφος πατήθηκε και κατακτήθηκε γι’ ακόμα μια φορά. Νέα τραγούδια με συναίσθημα αλλά και δύναμη που θα δικαιωθεί ολοκληρωτικά στις επικείμενες ζωντανές τους εμφανίσεις, γεμίζουν κι άλλο το οπλοστάσιο.
Μέχρι το επόμενο βήμα, ο κύκλος θα έχει διευρυνθεί περισσότερο.