Το παρόν άρθρο έχει δημοσιευθεί αρχικά στη στήλη “Σκάσε και Άκου” του έντυπου περιοδικού Retroplanet.
Αγαπητοί θαμώνες των Retro Planet/ Rockway, για άλλη μία φορά προσκλήθηκα να γράψω την τελευταία σελίδα του περιοδικού από τον φίλτατο οχτάμπιτο guru / υπεύθυνου ύλης αυτού που κρατάτε στα χέρια σας, Dony. Και ναι, καλά καταλάβατε, και αυτή τη φορά θα ασχοληθούμε με κάτι “κλασσικό”, από τη χρυσή εποχή του hard rock, τα ’70s.
Πού θα ταξιδέψουμε; Πίσω στα 1979, όταν ο ZX Spectrum και ο C64, δεν είχαν καν συλληφθεί ως έννοιες στα μυαλά των αρχιμηχανικών της Sinclair και της Commodore, στην ενδοφυλετικά ταρασσόμενη Ιρλανδία και συγκεκριμένα στην πρωτεύουσά της, το Δουβλίνο. Για να συναντήσουμε μία μεγάλη μπάντα, που την συγκεκριμένη περίοδο βρέθηκε στην απόλυτη ακμή της. Τους Thin Lizzy του μιγά μπασίστα / τραγουδιστή Phil Lynott, οι οποίοι κυκλοφόρησαν την χρονιά αυτή το συγκλονιστικό “Black Rose”, ένα album – ορόσημο για το χώρο του hard rock, μα και ολάκερου του heavy metal, στο οποίο τα σημάδια που άφησε έμειναν ανεξίτηλα εσαεί.
Έχω επαναλάβει ότι τα κείμενα που γράφονται για το περιοδικό δεν έχουν wiki χαρακτήρα. Δεν θέλω να παραθέτω χρονολογίες, ονόματα και δεδομένα που κάποιος πλέον μπορεί να αποκτήσει πρόσβαση σ’ αυτά με ένα κλικ. Απλά να πω ότι πρόκειται για το ένατο studio album των Thin Lizzy και πρώτο στο οποίο βρίσκεται στο line up o Gary Moore στην κιθάρα ως επίσημο μέλος, αντικαθιστώντας τον Brian Robertson, ο οποίος βρισκόταν σ’ αυτή τη θέση για πέντε συναπτά albums. Ο Gary Moore, βοήθησε πολλές φορές στο παρελθόν τους Lizzy σε lives, αλλά ως τότε δεν είχε μείνει αρκετό καιρό ώστε να ηχογραφήσει album μαζί τους, όντας ο ίδιος κιθαρίστας μιας επίσης εξαιρετικής μπάντας, των Colosseum II, στους οποίους συνεργάστηκε και με τον Andrew Lloyd Webber.
Το πώς ήρθα σε επαφή με το “Black Rose” είναι μία μικρή ιστορία, “μιλημένη”, “στημένη” από το σύμπαν. Και αυτή η ιστορία ξεκινά, γύρω στο 1993, όταν νέος φοιτητής τότε στη Λάρισα, απολάμβανα τη νέα, αποδεσμευμένη από την οικογένεια, ζωή μου. Μία νέα αρχή, σε άγνωστη πόλη την οποία ανακάλυπτα σταδιακά. Ένα από τα στέκια μου σ’ αυτές τις πρώτες μου βραδινές εξόδους, ήταν ένα καλαίσθητο μπαράκι στο κέντρο της Λάρισας, το Frog. Όμορφο περιβάλλον και από μουσική κλασσικά rock τραγουδάκια, hits περασμένων δεκαετιών από τον dj του μαγαζιού, τον Γιώργο (αν δεν με απατά η μνήμη μου, γεγονός με λίγες πιθανότητες). Πέρασε ο καιρός, “αναβαθμίστηκα” λόγω τριβής με την μεταλλική κοινότητα της Λάρισας (πανίσχυρη και τότε και τώρα με ποιοτικότατες μπάντες που ξεπετάγονται πλέον η μια μετά την άλλη) και ως φοιτητής έτυχε ο κύκλος μου να είναι της “κουλτούρας”. Ανακατευόμασταν με πολλά, κινηματογραφικές λέσχες, διάφορες πολιτιστικές ομάδες και κάποια στιγμή, αποφασίσαμε ομαδικά να ξεκινήσουμε, εν είδει αφιλοκερδούς εταιρείας, ένα μπαράκι – χώρο που να ισοδυναμεί με παράρτημα του κυλικείου του ΤΕΙ. Δηλαδή φθηνά ποτά/καφέδες, ένας φοιτητικός πολυχώρος in the town, για όλες τις ώρες και παντός καιρού.
Καθώς ψάχναμε χώρο στέγασης, ανακαλύψαμε μία απόκεντρη διώροφη μονοκατοικία, φανερά πλήρης ημερών, η οποία όμως αν ανακαινιζόταν θα μπορούσε να στεγάσει το εγχείρημά μας, αλλά και με πολλές προοπτικές για περαιτέρω πολιτιστικές δραστηριότητες. Συναντήσαμε την ιδιοκτήτρια, μία αριστοκρατική, αρκετά ηλικιωμένη και ευγενική γυναίκα που δεν δίστασε μονομιάς να συμφωνήσει – παρά το “εκκεντρικό” (για την εποχή) της εμφανίσεώς μας – μόλις άκουσε τον σκοπό μας. Και πιάσαμε δουλειά για την αναστύλωση. 15 – 20 άτομα, ξύναμε τοίχους, βάφαμε, στήναμε, ξεστήναμε, κανονικό εργοτάξιο.
Μέσα στο οικόπεδο της μονοκατοικίας, υπήρχε και ένα κλειδωμένο γκαράζ για το οποίο δεν κάναμε την παραμικρή νύξη, δεν αναρωτηθήκαμε. Κάποια στιγμή όμως τέθηκε το ερώτημα και η απάντηση της κυρίας, ήταν ότι “αφού νοικιάσατε το κτίσμα, νοικιάσατε και το γκαράζ”. Και το ανοίξαμε. Και τι να δούμε!!! Ένα μεγάλο κοντέινερ 3 Χ 1,5m τιγκαρισμένο με βινύλια!!! Τα οποία άνηκαν στον εγγονό της κυρίας και που κατά σύμπτωση ήταν ο Γιώργος, ο dj που είχα γνωρίσει στο Frog! Απίστευτη σύμπτωση, ε;
Με το που βλέπουμε αυτό το θέαμα, χωρίς καν να πούμε κουβέντα, πέφτουμε όλοι στα βινύλια και αρχίζουμε να τα ξεψαχνίζουμε. Συνηθισμένος από τα δισκάδικα (κάποτε θα σας πω πώς ήταν να μεγαλώνεις εκεί μέσα), “γρήγορος”, μέσα στα πολλά αδιάφορα (συντριπτική πλειοψηφία, ο τύπος είχε δίσκους από Ζωρζ Μουστακί – γελάω – και Romina Power μέχρι Λάκη Τζορντανέλλι) πέτυχα καμιά δεκαριά albums, που είναι από αυτά που τα χαρακτηρίζεις “αριστουργήματα” και τα οποία τα άρπαξα σαν γύπας, όντας γκαυλωμένο παλικάρι στα ντουζένια του με το rock και το heavy metal. “Animals” από Pink Floyd μεταξύ άλλων, “Stormbringer” από Deep Purple – πρώτη έκδοση παρακαλώ! –, “Leftoverture” από Kansas και…..και Thin Lizzy! Το “Black Rose” για το οποίο γράφτηκε το παρόν κείμενο και το οποίο είδε το φως της ημέρας τον Απρίλιο του 1979.
Πηγαίνοντας σπίτι με τα “λάφυρα” και έχοντας την τύχη να διαθέτει ο συγκάτοικος pick up, άρχισε η τελετουργία. Τις μπάντες αυτές τις ήξερα αρκετά καλά (φυσικά όχι τόσο καλά όσο τώρα) και φυσικά ήξερα και τους Thin Lizzy, τα “Whiskey In The Jar” και “The Boys Are Back In Town” ήταν ήδη πολυπαιγμένα hits που τα άκουγα από την – νωπή ακόμη – εφηβεία μου, αλλά σε καμία περίπτωση “εμπεριστατωμένα”. Κάτι που έμελε να αλλάξει με το που ακούμπησε η βελόνα το βινύλιο και ξεχύθηκαν οι πρώτες νότες του “Do Anything You Want To”, μέχρι το τελευταίο δευτερόλεπτο του φερώνυμου “Roisin Dubh (Black Rose) A Rock Legend ”, ισόβια ψυχοστιξεία που καθόρισε την καλλιτεχνική ιδιοσυγκρασία του γράφοντα, σε πολύ μεγάλο βαθμό.
Η τετράδα των Phil Lynott, Brian Downey (drums), Gary Moore και Scott Gorham (κιθάρες), βρίσκεται σε μεγάλα κέφια και με τη δημιουργικότητα του κύριου συνθέτη Lynott σε στρατοσφαιρικά επίπεδα, παρουσιάζουν εννιά ποιοτικότατα τραγούδια, ορισμούς αυτού που λέμε hard rock (με ξεχωριστή οντότητα το “Roisin Dubh”, το οποίο είναι σε περίληψη ολάκερο το heavy metal και οι δυναμικές του). Εμπεριέχοντας τις “δίδυμες” lead μελωδίες που εμβολίασαν το είδος στο σύνολό του (αμφιβάλλω αν η πιο επιδραστική μπάντα του heavy metal, οι Iron Maiden, ηχούσαν έτσι όπως καθιερώθηκαν χωρίς την ύπαρξη αυτού του album), συγκλονιστικές ερμηνείες πάνω σε θετικές ιστορίες υπέρμετρης αγάπης όσο και αβυσαλλέας θλίψης και φοβερά τραγούδια, εξ ορισμού να καθιερωθούν ως κλασσικά.
Προτροπή / κατήχηση προς τον “καθωσγουσταρισμό” (κάτω ο καθωσπρεπισμός ρε Qφάλες!) στο “Do Anything You Want To”, ρυθμικό, με intro “αφρικανικό” tempo και τον Lynott να παιχνιδίζει με τις λέξεις (είχε κυκλοφορήσει και video το οποίο παρουσίαζε και οπτικά την μετάλλαξη από την bluesy era, που έληξε οριστικά στο “Bad Reputation” του 1977, σε ένα πιο τραχύ ηχητικά πλαίσιο – μεγάλο ρόλο σ’ αυτό έπαιξε και ο Tony Visconti, με βοηθό τον συγχωρεμένο πρόσφατα Chris Tsangarides, που έφτιαξαν έναν θεόρατο ήχο που υποστήριζε πλήρως τις, φανερά, πιο heavy πλέον διαθέσεις της μπάντας).
Συνέχεια με το σπουδαίο “Toughest Street in Town” στο οποίο ο Lynott στηλιτεύει θα έλεγα την αιώνια ενδοϊρλανδική θρησκευτική διαμάχη Διαμαρτυρόμενων – Καθολικών, που έχει τόσο κοστίσει σε αίμα σε αμφότερες τις πλευρές, στακάτο με ενθουσιώδες ρεφρέν, το εξαιρετικό (και πλήρως “καλοκαιρινό” μιας και ζούμε στην ομορφότερη χώρα του κόσμου) “S & M” με το αλισβερίσι μεταξύ μπάσου και drums, αδιαφιλονίκητο hit για πίστες και ντισκομπάλες και εκπληκτικό solo από τον Gary Moore που ξεσκίζει την Les Paul του, σε πεντατονικές “ένγκαυλες στάσεις”. Άθφαστο σημείο στην πρώτη πλευρά του βινυλίου, το αραβούργημα που λέγεται “Waiting for an Alibi”, ένα από τα καλύτερα τραγούδια που γράφτηκαν ποτέ στο χώρο του hard rock, με φανταστικές κιθαριστικές μελωδίες, θεόρατες μπασογραμμές, σπουδαίο ρεφρέν και πάνω απ’ όλα συγκλονιστικά solos από τους Moore / Gorham σε όλη τη διάρκειά του. Ένα κιθαριστικό διαμάντι, δομικός λίθος για ολόκληρη την ηλεκτρική μουσική. To “Sarah” που κλείνει την side A, είναι άλλη μία μικρή “ιδιότροπη” ιστορία, μιας και ομότιτλο κομμάτι είχε εμφανιστεί και στο δεύτερο album “Shades of a Blue Orphanage” του 1972. Μόνο που εκείνο το κομμάτι είχε γραφτεί για τη γιαγιά του, ενώ η σύνθεση που συναντάμε στο “Black Rose” είναι νέα σύνθεση από κοινού με τον Gary Moore και αναφέρεται στην νεογέννητη κόρη του Lynott. Μια ήσυχη μπαλάντα – αφιέρωση του μουσικού, ένα καλμάρισμα πριν την καταιγίδα που ξεσπά όταν αλλάζεις πλευρά.
Από τα τραγούδια που ανήκουν στην αιώνια lifetime fav list του γράφοντα, το “Got To Give It Up” είναι μία κλάση, μία μουσική σχολή από μόνο του, ίδιου επιπέδου με το “Waiting for an Alibi”, με χαρακτηριστικά όλα τα στοιχεία που του επιτρέπουν να αναγορευτεί σε αριστούργημα. Καταπληκτικά κουπλέ, συναρπαστικό solo από τον Gorham, ρεφρέν που γδέρνει παχύδερμο και ηλεκτρική υπέρταση στον επίλογό του. “Get Out Of Here”, και ένας ακόμη αξεπέραστος ύμνος, με “punk” χροιά (στο ύφος των The Police του Sting), ανθεμικό, άμεσα ταυτοποιήσιμο στις νεανικές καρδιές που καίγονταν από όλο το πολιτισμικό / “επαναστατικό” εικαστικό κύμα των εποχών που αναφερόμαστε και στις δύο πλευρές του Ατλαντικού. Γλυκόπικρη η αίσθηση του “With Love”, άλλη μία ήσυχη στιγμή κατά την οποία ο Lynott αφήνει να ξεχυθεί μία μελαγχολική πίκρα, απόρροια πιθανόν κάποιας ιστορίας με άδοξο τέλος (όλοι έχουμε μία καριόλα στη ζωή μας όπως και όλοι είμαστε οι καριόληδες κάποιας άλλωστε – οι “τυπολάτρες” αναγνώστες ας με συγχωρέσουν). Επίλογος; Κάτι που αποτελεί την ντεφινισιόν της έννοιας “έπος”, “ύμνος” και όλους τους σχετικούς κοσμητικούς προσδιορισμούς.
Για το ομότιτλο track, το “Roison Dubh (Black Rose): A Rock Legend”, νιώθω ότι ακόμη και η Ελληνική, η πλουσιοτέρα των γλωσσών, μάλλον δεν μπορεί να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις του να το περιγράψει. Μία τετραλογία (με τα τρία μέρη της να είναι μεταφορές παραδοσιακών Ιρλανδέζικων θεμάτων και το ένα, το “Will You Go Lassie Go”, σύνθεση του Francis McPeake), που εγκολπώνει πλείστα τα στοιχεία που καθόρισαν τη δημοτικότητα και τη διαχρονικότητα αυτής της μουσικής. Επικότητα, λυρισμός, σαφής heavy metal χαρακτήρας, ενδοτικός ενθουσιασμός στα ύψη, υπερηφάνια. Συναισθηματικότατος ο leader στα φωνητικά, αλλεπάληλλα, συγκλονιστικά κιθαριστικά layers από τους Moore και Gorham, κέλτικες μελωδίες που σου αρπάζουν την καρδιά και την φέρνουν σβούρες, headbanging ρυθμικότητα, ένα ολοκληρωμένο δοκίμιο heavy metal Τέχνης, που κλείνει πανάξια το “Black Rose”.
Ο Lynnot έφυγε το 1986 από πνευμονικές επιπλοκές, ένα δυνατό χτύπημα στην Rock κοινότητα, όπως επίσης και ο Gary Moore το 2011, δύο τεράστιες προσωπικότητες που όρισαν νέους καλλιτεχνικούς ορίζοντες και έκαναν το παγκόσμιο συλλογικό ενσυνείδητο, πλουσιότερο. Ο Brian Downey συνεχίζει να τιμά τη θέση του ως μόνιμου (από την αρχή και αδιαλείπτως) drummer των Thin Lizzy, οι οποίοι πλέον είναι ενεργοί για μεμονωμένες live εμφανίσεις στις οποίες συμμετέχει και ο Scott Gorham, που διαπρέπει παράλληλα με τους Black Star Riders, παίζοντας γνήσιο Thin Lizzy-ικό hard rock παρέα με τον Ricky Warwick, με τα δείγματά του να δείχνουν έναν αξιοπρεπέστατο αντικαταστάτη του αναντικατάστατου Phil.
Τελικώς, ένας από τους ολόχρυσους δίσκους, το απαύγασμα του ταλέντου αυτών των εξαιρετικών μουσικών που άνδρωσαν το heavy metal στα αρχέγονα χρόνια του και το έκαναν να ζει ακμαιότατο ακόμη και τώρα, 40 περίπου χρόνια μετά την εμφάνισή του. Οι παλαιοί που έχουν βιώσει το album και την μπάντα, έχουν προστρέξει άπειρες φορές προς σαλιάρα κατά τις ακροάσεις του. Αν υπάρχουν νέοι (είτε σε ηλικία, είτε σε τριβή με το hard rock / heavy metal), γρήγορα στο δισκάδικο (τί είπες; Torrent; Ε ρε ZX-80 που σας χρειάζεται!).
Η “ληστεία” που διεπράχθη σε εκείνο το γκαράζ εκείνο τον Νοέμβριο του ’94, κατέληξε σε ένα πολιτισμικό σοκ για τον γράφοντα, αιτία που έστρεψε τις αντιληπτικές κεραίες του μερικές μοίρες, κάνοντάς τον να βιώσει συναισθήματα ισοδύναμα διαπλανητικής εμπειρίας. “Αγιογραφία” στον προθάλαμο της μεταλλικής ψυχής του, εγκεφαλικό software που κινδυνεύει μόνο από το alzheimer. Πολλές στιγμές, αυτές που ορίζουν τον γεωμετρικό τόπο της “ωρίμανσης”, είχαν ως soundtrack τους ήχους αυτούς και πιθανολογώ ότι θα συνεχίζει να ισχύει αυτό σε τακτά χρονικά διαστήματα. Κι αν τύχει και φύγει και κάνα δάκρυ ακούγοντας το “Black Rose” ξανά και ξανά… ε, και τί έγινε; Και οι metallers κλαίνε, αλλά άμα λάχει βγάζουν την καρδιά τους και την τρώνε άβραστη, που θα έλεγε και ο Μεγάλος Αφάνας.
Αυτά μάγκες and Ladies. Ζήτω το Heavy Metal, όνλι λαβ και καλό φθινόπωρο!
(Για τον Γιώργο Μαρασλίδη, drummer των metallers από την Πτολεμαΐδα ΠΑΝ και τον Αγαθοκλή Καρανικόλα, φιλαράκι που καραγουστάρει Lizzy. Α, και τη θεία του!)
http://www.retroplanet.gr/
https://www.facebook.com/retroplanetmag/?fref=ts