Το έργο τους δύσκολο. Παρά την αγάπη που τρέφω για τους Interpol εδώ και 16 χρόνια, από το εικονοκλαστικό ντεμπούτο “Turn on the bright lights”, το είδος της μουσικής που παίζουν – με μερικές εξαιρέσεις που επιβεβαιώνουν απλά την ποιότητά τους – δεν αφήνει τεράστια περιθώρια για πειραματισμούς, υπερβάσεις και μεγάλα άλματα στη μουσική σκακιέρα. Η ευελιξία που προσφέρει το ποστ πθνκ είναι περιορισμένη, κακά τα ψέματα.
Με το hype να έχει περάσει ανεπιστρεπτί, οι επιλογές λίγες και εξίσου δύσκολες: ή συνεχίζεις στο ίδιο μοτίβο με συρρικνωμένο το κοινό σου, ή προσπαθείς να ξανατραβήξεις τα βλέμματα των hoi polloi, ή λες, “δεν πάει στο διάολο” και αρχίζεις πειραματισμό που σε μεταφέρει σε άλλα χωράφια, χωρίς όμως εγγυήσεις ότι αυτό θα σε επαναφέρει στο προσκήνιο.
Το “Marauder” είναι κάτι ανάμεσα στις δύο πρώτες επιλογές: επιχειρεί ένα φρεσκάρισμα, ολίγον τι χιπστεράδικο, αλλά στη βάση του είναι ένα κλασικό Interpol άλμπουμ.
Το εν λόγω φρεσκάρισμα είναι στην παραγωγή και κάνει μπαμ από την αρχή: κάτι τα ντραμς, κάτι ο βρώμικος ήχος, κάτι η φωνή του Paul Banks που τραγουδάει πιο υπνωτικά από ότι ξέραμε. Η πρώτη εντύπωσή μου, από το πρώτο single The Rover, και συνολικά στο άλμπουμ ήταν αρνητική.
Κάτι στο στυλ παρέπεμπε στα αδιάφορα μακρινά ξαδέρφια των Interpol, από κοινούς μουσικούς προγόνους αλλά με μουσικό DNA που έχει ξεχωρίσει προ γενεών, βλέπε κάτι Strokes και τα συναφή. Αλλά οι επανειλημμένες ακροάσεις άλλαξαν το πρόσημο, καθώς αποκαλύφθηκε το γνωστό καλό προϊόν: οι γνωστές ανασφάλειες που ντύνει μουσικά η μπάντα τόσα χρόνια τώρα. Η ομάδα των Paul Banks, Daniel Kessler και Sam Fogarino δείχνει δεμένη πάνω στο άρμα που αυτή τη φορά καθοδηγεί ο παραγωγός (και μουσικός) Dave Fridmann (Mercury Rev, The Flaming Lips).
Οι δύο κορυφές του δίσκου για μένα είναι το “Flight of fancy” και το “It probably matters”. Η γνωστή απελπισμένη αβάσταχτη ελαφρότητα το δεύτερο, η πικρή οργή το πρώτο. Υπάρχουν πολλές άλλες καλές στιγμές, κάποιες πιο συμβατικές και κάπως βαρετές, αλλά οι παρένθετοι μονόλογοι του Banks, τα δύο σκοτεινά instrumentals-έκπληξη, τα ριφάκια-ένεση που σώζουν και μέτρια κομμάτια (βλέπε “Mountain Child”) και ίσως ακόμα και αυτή η βρώμικη παραγωγή που αρχικά με απώθησε, δίνουν μια ζωντάνια στο υλικό και για μια ακόμα φορά, οι Interpol δεν απογοητεύουν.
Οι Interpol μπορούν να συνεχίσουν πιο πειραματικά, πιο post rock από ότι post punk, πιο αργά, πιο σκοτεινά, πιο ατμοσφαιρικά ίσως (για να θυμηθώ το “The Lighthouse”). Επέλεξαν στο 6ο άλμπουμ μια ανακαίνιση της πρόσοψης με μοντέρνα υλικά. Μια πιο ριζική και ρηξικέλευθη ανακαίνιση όμως θα έδινε άλλη πνοή.
667