SUEDE: “The Blue Hour”

Το suede σαν υλικό είχε πάντα τη ρετσινιά του εφήμερου: παπούτσια, σακάκια, που ναι μεν ήτανε ωραία στην αφή αρχικά, αλλά δε διαρκούσαν στο χρόνο και φθείρονταν.

Οι Suede όμως πέρασαν το τεστ του χρόνου, εν αντιθέσει με την πλειοψηφία των ομόσταβλων γκρουπ του brit pop που μεσουράνησαν τη δεκαετία του 90. Βέβαια, και έτσι θα ξεκινήσει αυτή η κριτική, το κατάφεραν γιατί ήταν πιο εναλλακτικοί εξαρχής, αλλά και γιατί άφησαν προοδευτικά πολύ πίσω το μουσικό αυτό ιδίωμα, εκμεταλλευόμενοι με τον καλύτερο χρόνο το πέρασμα του χρόνου, και συγκεκριμένα τη σχεδόν δεκαετία απουσίας τους από τα δρώμενα, περίπου μεταξύ 2003 και 2013.

Η κριτική του 8ου δίσκου τους δεν μπορεί παρά να ξεκινήσει από εκεί που μας άφησε το προηγούμενο, εξαιρετικό “Night Thoughts” του 2016, το οποίο είδε τη μπάντα να τολμά να εντρυφήσει σε ένα μελαγχολικό κιθαριστικό ροκ που φίλτραρε από τους Cure και τους Smiths/Morrissey πιο σκοτεινά πράγματα απ’ ότι παλιότερα. Το “The Blue Hour” πάει ακόμα παρακάτω σε δύσβατα μονοπάτια, που μόνο πεπατημένη δεν είναι για τον Brett Anderson και την παρέα του.

Από την αρχή του δίσκου και το “As One” οι διαθέσεις γίνονται φανερές. “You want it darker” είπε ο μέγας Leonard Cohen πριν να μας αφήσει, πες το και έγινε στο “The Blue Hour”. Τα τραγούδια συνδέονται όλα μεταξύ τους στο fade out/fade in αλλά και μέσω ενός χαλαρού, μελαγχολικού concept: τους ήχους της εξοχής σε ένα φθινοπωρινό μοτίβο, τα φύλα, τα πεσμένα κλαδιά. Εξ’ ού και το κάλεσμα στο πρώτο εξωστρεφές σημείο του δίσκου: “Beyond the outskirts, come with us…” Εκεί που θα βρούμε κάτω από το glitter brit pop περιτύλιγμα, που υπάρχει μόνο στο μυαλό μας, κάτι απροσδόκητο. “Today I found a dead bird”, ερμηνεύει ο Anderson στο Roadkill, σε μία ευθεία, σαφή, απροκάλυπτη παραπομπή σε εκείνους που μελοποίησαν μοναδικά το εγγλέζικο countryside, τους And Also The Trees.

Τα σκοτεινά διαμαντάκια όπως τα “Chalk Circles”, “Roadkill”, “Tides” συμπληρώνονται από πιο ονειρικά κομμάτια, με βιολιά να σεκοντάρουν τις συγκλονιστικές φωνητικές ερμηνείες στο “All the wild places” και το “Flytipping”, που έχει κάτι από την αίγλη και τη γλυκάδα του “Saturday Night” αλλά με άλλο βάθος και ωριμότητα, και με ένα τέλος που σε ένα παράλληλο σύμπαν θα μπορούσε να μεταμορφωθεί σε σύνθεση του Steven Wilson, μάλλον για τους No Man. Επίσης, μέσα στο εν γένει σκοτεινό συνονθύλευμα, χωρέσανε και φωτεινές στιγμές, όπως η χιτάρα “Life is Golden” αλλά και το “The Invisibles”, αμφότερα singles. 

Στη δημιουργία ατμόσφαιρας συμβάλλει η συμμετοχή της φιλαρμονικής ορχήστρας της Πράγας, ενώ οι συνθέσεις είναι άλλοτε κιθαριστικές και άλλοτε μινιμαλιστικές, φέρνοντας στο νου κάτι από τα προσωπικά του frontman (συγκεκριμένα το κορυφαίο του, κλειστοφοβικό Slow Attack). Η δουλειές των Richard Oakes στις κιθάρες και Neil Codling στα keyboards είναι εξαιρετικές και φανερώνουν δέσιμο. Όσο για τον σταρ Brett Anderson, χρησιμοποιεί πλήρως την παλέτα του και σοφά το φαλτσέτο του, είναι απελευθερωμένος, πιο εκφραστικός από ποτέ, δείχνοντας παθιασμένος με τους στίχους και τη δύναμη της μουσικής, και δίνοντας πιθανόν και την ερμηνεία της χρονιάς. 

Οι Suede κοίταξαν την άβυσσο κατάματα και κινήθηκαν αριστοτεχνικά στο χείλος της, πετυχαίνοντας μια εξαιρετική ισορροπία, που πραγματικά ξεχειλίζει από συναίσθημα. Βέβαια ας μου επιτραπεί να αναρωτηθώ τι θα συνέβαινε εάν διάβαιναν το Ρουβίκωνα, κόβανε οτιδήποτε συμβατικό, ράβανε και λίγο, και μας δίνανε προκλητικά ένα αιρετικό, ατόφιο αδελφάκι που θα συνοφρύωνε, απομάκρυνε, παλιούς κλειστόμυαλους οπαδούς. Δε θα μπω στην κουβέντα για δυνητικά νέους φαν, γιατί τα στερεότυπα καλά κρατούν ως στεγανά. 

700
About Χρήστος Αθανασιάδης 48 Articles
Έχει απαρνηθεί δις το metal ψάχνοντας το νόημα σε άλλα ιδιώματα και ισάριθμες φορές έχει επιστρέψει γονυπετής ζητώντας άφεση αμαρτιών. Στο μουσικό πεντάγραμμο πάντως αναζητά το σημείο κάπου στο άπειρο που τέμνονται η post-πνευματικότητα των Talk Talk, η επιτυχία στις μεταγραφές του Miles Davis, ο χαμαιλεοντισμός των Bowie/Eno, η συναισθηματική νοημοσύνη των Rush και η ευφυής δημιουργία των original Queensryche.