Σημείωση 1η: Οι All Them Witches ένα πράγμα σίγουρα δεν είναι. Τεμπέληδες! Μέσα σε 6 χρόνια έχουν καταφέρει να κυκλοφορήσουν 5 full length albums.
Σημείωση 2η: Οι All Them Witches δεν έχουν κάνει ούτε ένα album που μοιάζει με το προηγούμενο τους και έτσι κατουράνε στεγνά τις γενικόλογες ταμπέλες, τις οποίες τους κολλάμε εμείς οι αρθρογράφοι.
Σημείωση 3η: Μετά από ένα συγκλονιστικό “Sleeping Through War” καταφέρνουν να ηχογραφήσουν ένα album που δεν σε βάζει στην παγίδα να το συγκρίνεις με το προηγούμενο.
Οι τύποι αυτοί από το Nashville, από το ντεμπούτο τους “Our Mother Electricity” (2012) και ως τώρα, δημιουργούν μουσική που καθηλώνει όσους αποφεύγουν να είναι προκατειλλημένοι, όσο αφορά στη μουσική τουλάχιστον. Έχουν έναν δικό τους τρόπο να πλέκουν πολλές διαφορετικές αναφορές που δαχτυλοδείχνουν μεν τις επιρροές που έχουν σαν συγκρότημα, αλλά χωρίς να μπορείς να βάλεις το χέρι σου σε ένα συγκεκριμένο βάζο.
Η ζημιά που μου είχε κάνει ο προκάτοχος του απλά τιτλοφορημένου “ATW” (προφανέστατα τα αρχικά της μπάντας), “Sleeping Through War” ήταν τόσο μεγάλη που αναγκάζομαι να ομολογήσω πως είναι από τα μοναδικά μουσικά δημιουργήματα που άκουσα πάνω από 100 φορές την τελευταία τουλάχιστον 8ετία. Ήμουν λοιπόν, προσωπικά πολύ περίεργος να ακούσω τι άλλο μπορεί να είχαν στην αποθήκη τους!
Με την πρώτη ακρόαση ένιωσα ένα διαφορετικό αέρα στην ατμόσφαιρα των All them Witches, οι οποίοι μάλλον προσπαθούν (το έχουν καταφέρει ως ένα σημείο) να φτιάξουν κάτι μοναδικά δικό τους. Με την δεύτερη ακρόαση άρχισα να ακούω πολλά διαφορετικά πράγματα από την πρώτη φορά. Τα όμορφα τσαλίμια με τα στεφάνια του τυμπανιστή τους Robby Staebler (στο “Workhorse”), το φοβερό τρόπο με τον οποίο ο Parks φέρνει τα blues της πατρίδας του στον σύγχρονο κόσμο με τα εξαίσια φωνητικά του και το ταξιδιάρικο φόντο που υφαίνει ο νέος τους κημπορντίστας Jonathan Draper. Αυτή τη φορά στην επίβλεψη του έργου και την παραγωγή του είναι ο κιθαρίστας Ben McLeod και όπως ακούγεται στο αποτέλεσμα ήταν μια ώριμη και σωστή απόφαση, να έχουν δηλαδή τον πρώτο και τον τελευταίο λόγο του πως θα εξελιχθεί ο δίσκος.
Στο “ATW” οι Αμερικανοί έχουν βουτήξει χωρίς μπουκάλα στα άδυτα της blues rock ψυχεδέλειας, αναπτύσσοντας και άλλο την ήδη ιδανικά διαμορφωμένη καλλιτεχνική τους προσωπικότητα. Έχοντας 8 τραγούδια σε αυτό το album, αρκετά μεγάλης διάρκειας σε ένα σύνολο που υπερβαίνει τα 50 λεπτά, καταφέρνουν να αποφύγουν την όποια ενοχλητική επανάληψη και να κρατάνε τον ακροατή με περίσσια δύναμη, μην αφήνοντας τον να αμφισβητήσει την καλλιτεχνική τους αξία.
Οι Blue Cheer-ικές κιθάρες και εξαιρετική hammond-ική ατμόσφαιρα στο εναρκτήριο “Fishbelly 86 Onions” είναι απλά ένα μέρος του συνονθυλεύματος που με μαεστρία έχουν συγκεντρώσει σε μια οντότητα και δεν σε προετοιμάζει για την ποικιλία μουσικών πραγμάτων που ακολουθεί.
Το “Workhorse” πάει ακόμα πιο πίσω στην blues παράδοση των ΗΠΑ και οι στίχοι του θα εμπνεύσουν όλους εμάς που ιδρώνουμε δουλεύοντας . Το “1st Vs. 2nd” γκαζώνει ελαφρά συνεχίζοντας την 60s-70s ψυχεδελική προσέγγιση και στο ρεφρέν έρχεται πιο κοντά στα πρότερα albums τους. Το “Half-Tongue” με μια ελαφριά τζαζίστικη διάθεση (το οφείλει στα πλήκτρα αυτό) ρίχνει και πάλι τους τόνους, για να φτάσουμε στο single που μας παρουσιάστηκε πρώτο από όλα το “Diamond”, ένα ύπουλο hit που πολλοί μουσικοί θα ήθελαν να έχουν γράψει εκείνοι.
Το “Harvest Feast” είναι το πιο blues κομμάτι του δίσκου και σίγουρα θα βρισκόταν στα χείλη του Muddy Waters, αν εκείνος βρισκόταν ακόμη ανάμεσα μας, το “HJTC” είναι ακούγεται σαν το πείραμα τους για φέτος με την μελωδία να λουπάρει σε γενικές γραμμές, ενώ το “Rob’s Dream” σε χαμηλό τέμπο επίσης, ξεσπάει σε κιθαριστικά solos στο τελείωμα του μνημονεύοντας δεκαετίες ηλεκτρικών blues κλείνοντας έναν δίσκο που θα μείνει στην playlist μου για μήνες.
Οι All Them Witches καταφέρνουν και πάλι να παραγκωνίσουν πολλά από εκείνα τα albums που έχω ακούσει ως τώρα το 2018, σκαρφαλώνοντας πολύ ψηλά στις προτιμήσεις μου και νομίζω και σε πολλές από τις δικές σας.
Αυτοί οι 4 χαρισματικοί μουσικοί από το Tennessee, αν και παίζουν χαμηλά σε γκάζια, υπογραμμίζουν την ανάγκη του κόσμου να χαθεί σε μια μουσική ψυχεδέλεια που θα διευρύνει το μυαλό του, χαλαρώνοντας όλες του τις αισθήσεις.
Προσωπικά, έχω αρχίσει να στερεύω από λόγια για τον κύριο Parks και την παρέα του και περιμένω την επόμενη ευκαιρία που θα μου δοθεί να τους δω ζωντανά! Κάτι μου λέει πως αυτό θα είναι πολύ πολύ πολύ σύντομα!
615