C AVERAGE: “III”

Κι ο κύκλος των χαμένων ποιητών καλά κρατεί! Η επιστροφή των hard rockers C Average, από την Ολύμπια της Ουάσιγκτον, έπειτα από 17 ολόκληρα χρόνια από την προηγούμενη δισκογραφική τους δουλειά (“Second Reckoning” – 2001), έρχεται να προστεθεί στη μακρά λίστα των σχημάτων που επανέρχονται στο προσκήνιο, με το νεότευκτο “III”.

Σχηματίστηκαν το 1996 και δύο χρόνια αργότερα έκαναν το ντεμπούτο τους με το ομότιτλο “C Average”, το οποίο αποτέλεσε εφαλτήριο για επιτυχημένες περιοδείες με Eddie Vedder, Who, Pearl Jam, The Sword και Red Fang. Το concept ενός ντουέτου που παίζει ένα prog – sludge ιδίωμα με τέτοια πληρότητα και πλουραλισμό στον ήχο τους, ήταν η απαρχή για τη δημιουργία παρεμφερών εγχειρημάτων στον ευρύτερο χώρο.

Ιθύνων νους των  C Average ο κιθαρίστας (κι άλλοτε τραγουδιστής τους) Jon Merithew, αφού είδε ότι το ντουέτο project δε του βγαίνει, αλλάζοντας ενίοτε παρτενέρ, αποφάσισε να διευρύνει το σχήμα με τρείς επιπλέον μουσικούς (Olivia Love – φωνητικά, Brad Balsley – Drums και John Boyce – μπάσο), 17 ολόκληρα χρόνια μετά.

Η πλέον ριζική, όμως, αλλαγή στο “III” δεν είναι άλλη από τα γυναικεία φωνητικά που εντάχθηκαν αποκλειστικά στην τραγουδοποιία τους, ανανεώνοντας κατά κάποιο τρόπο το ύφος τους, το οποίο κατά τα άλλα ακολουθεί τη λογική των προκατόχων του. Το συγκεκριμένο facelift, θα μπορούσα να πω ότι δε με έπεισε, μιας και το ηχόχρωμα της κυρίας Olivia Love προσομοιάζει με επιτυχία μεν στο ύφος των sludge/stoner female-bands, από την άλλη δεν προσφέρει τίποτα ιδιαίτερο στον εκλεπτυσμένο – epic πειραματισμό τους, παρά σε ορισμένα σημεία προσδίδει μια ψυχεδελική 70s αίσθηση.

Οι μακρόσυρτες μελωδικές τους γραμμές, τα άλλοτε speed-άτα κι άλλοτε βαριά και μακρόσυρτα κιθαριστικά τους περάσματα να αποτελούν τις κυρίαρχες εκφάνσεις του ύφους τους, ενώ οι ακατάπαυστες πειραματικές τους σφήνες (εν είδει troll στα θέματά τους), να δίνουν αρχικά μια αίσθηση του ασύνδετου, αλλά όσο πυκνώνουν οι ακροάσεις του “III”, τόσο ιδιοφυώς εναρμονισμένες να μοιάζουν.

Αναμφίβολα, πρόκειται μια ελκυστική εναλλακτική για τους θιασώτες των Samsara Blues Experiment (ιδιαίτερα στo” The Once and Future Thing” και το χορταστικό 9λεπτο “Drifting”), με τα instrumental θέματα και περάσματα να μην έχουν τίποτα να ζηλέψουν σε έμπνευση κι ενορχήστρωση, όμως  συνολικά, η επιλογή να εντάξουν τόσο soft φωνητικά, αφαιρούν σε ποιότητα, που υπό άλλες συνθήκες το αποτέλεσμα θα ήταν σαφώς ανώτερο.

883
About Παναγιώτης Σπυρόπουλος 239 Articles
Γεννήθηκε στα τέλη του 70 στα Δυτικά της Αθήνας, πιο αργά ή πολύ νωρίτερα από ότι θα ήθελε - δεν έχε καταλήξει ακόμα! Ακροβατώντας ανάμεσα σε οικονομετρικά μοντέλα, φιλοσοφικούς αναστοχασμούς, πολιτικούς προβληματισμούς, κοινωνικές και διατροφολογικές ανησυχίες, η μουσική αναζήτηση είναι το δίχτυ ασφαλείας στο matrix της καθημερινότητας. Fan του σκληρού ήχου, λάτρης της κλασικής μουσικής, παθιασμένος με τα blues. Αναζητά την αιτία ζωής του, πριν κάποιοι άλλοι διαγνώσουν την αιτία θανάτου του• είναι σε καλό δρόμο για το δεύτερο.