Βρισκόμαστε στη δεύτερη περίοδο των Σουηδών melodic hard rockers, μετά την επανασύνδεσή τους το 2006. Χωρίς να χαίρουν της ανάλογης αναγνώρισης και εκτίμησης στο ευρύ κοινό (εξαιρείται φυσικά η …Ιαπωνία), οι Treat θεωρούνται και είναι χρονολογικά από τους πρωτοπόρους, ιδιαίτερα στην Ευρώπη, του λεγόμενου ραδιοφωνικού hard, που άνθισε ιδιαίτερα τη δεκαετία του ’80.
Παράλληλα, έχουμε να κάνουμε με μια πραγματική επανασύνδεση του ιστορικού σχήματος, καθώς πέρα από τα δύο ιδρυτικά μέλη, τον τραγουδιστή Robert Ernlund, και τον κιθαρίστα Anders “Gary” Wikstrom, ο ντράμερ Jamie Borger εισχώρησε στη μπάντα το 1987, και ο κημπορντίστας Patrick “Green” Appelgren το 1989. Η μοναδική μεταγραφή της πρόσφατης δράσης τους είναι ο μπασίστας Pontus Egberg (2016).
Ένας περίεργος συνειρμός βαφτίζει το νέο τους άλμπουμ: μια μυστηριώδης, μεγάλη έκρηξη που έλαβε χώρα στη Σιβηρία το 1908, μεταφορικά στην τέχνη της μουσικής τους συμβολίζει την ολοκλήρωση της μουσικής τους πρότασης και κατεύθυνσης στην πρόκληση της συνέχειας στον 21ο αιώνα.
Γι’ ακόμα μια φορά στην καρέκλα του παραγωγού κάθεται ο συνήθης ύποπτος Peter Mansson, που έχει σχεδόν ταυτιστεί με το γκρουπ, σε συνεργασία με τον Wikstrom.
Με την κεκτημένη ταχύτητα του “Ghost Of Graceland” του 2016 μοιάζει να παίζουν οι Treat. Με σύμμαχο την εντυπωσιακή παραγωγή, ο καλοσμιλεμένος καλπασμός του “Progenitors” αποκαλύπτει μια ομάδα διψασμένη και έτοιμη να κερδίσει άμεσα τον ακροατή: το τραγούδι αυτό είναι χτισμένο για τέτοια αποστολή όπως οι έμπειροι, διαβασμένοι γητευτές της μελωδίας γνωρίζουν.
Για δώδεκα τραγούδια, οι Treat φροντίζουν να μη χάσουν πολλά από τη δύναμη της πρώτης εντύπωσης, ακόμα και στα δευτεροκλασάτα χαρτιά τους. Κουμαντάροντας τους ρυθμούς με τη μελωδία, ξέρουν τις σωστές σειρές και κατατάξεις, και γίνονται περισσότερο νοσταλγικά ραδιοφωνικοί στο πιασάρικο “Always Have, Always Will”.
Το “Rose Of Jericho” είναι φυσικά και απροκάλυπτα το ποιοτικό, σοβαρό, μελωδικά επικό τραγούδι του άλμπουμ και κάνει τη διαφορά με την πρώτη ακρόαση. Ο χαρακτήρας του άμεσου διασκεδαστή επιστρέφει με το χαρακτηριστικό “Creeps”, ενώ το φρέσκο ηχητικά “Build The Love”, με κάποια διακριτικά ηλεκτρονικά στοιχεία, όμορφες διαδοχές και μελωδικές κορυφώσεις θα παγιδέψει τους φίλους του ήχου σε πολλές επιστροφές.
Όσο κι αν υπάρχει η αμυδρή αίσθηση πως οι Treat σιγά σιγά μπουκώνουν και η ευστοχία τους θολώνει προς το τέλος του δίσκου, η γενική αίσθηση είναι πως η συνθετική τους ποιότητα, η ατομική απόδοση, ιδιαίτερα τα φωνητικά του Ernlund, αλλά και η ζωντάνια που τυλίγει την αναμφισβήτητη πείρα τους, τους κρατάει πολύ πειστικά απέναντι στο νέο αίμα των σύγχρονων ραδιοφωνικών προτάσεων.
Δεν θα συγκλονίσουν κανέναν, όμως οι φίλοι του ήχου θα τους μετρήσουν γι’ ακόμα μια φορά πολύ περισσότερο από μια παρέα γραφικών νοσταλγών.