Ένα άλμπουμ σημαντικών αλλαγών σε πρόσωπα που ταυτόχρονα έρχεται να βάλει το μεγάλο στοίχημα για το μέλλον, μάλλον αξίζει ένα ιδιαίτερο όνομα υπαινιγμών, ονειρικών εντυπώσεων και στιγμιαίων, νοητικών συλλήψεων. Στην πραγματικότητα, αυτό ακούγεται τελικά περισσότερο από δίκαιο και αντιπροσωπευτικό για το κουιντέτο του απαιτητικού, μοντέρνου post-prog metal, με βάση το Νέο Δελχί και ιθύνοντα νου τον κιθαρίστα Keshav Dhar.
Ο σπόρος του τρίτου άλμπουμ των Skyharbor είχε φυτρώσει ήδη από τις ηχογραφήσεις του “Guiding Lights” του 2014. Ο μπασίστας Krishna Jhaveri έδειξε στον Dhar ένα θέμα που είχε γράψει στην κιθάρα το οποίο διέφερε αρκετά από τη συνολική μουσική τους προσέγγιση τότε. Το καθρέφτισμα των ήχων σε εικόνες από ηλιαχτίδες που περνούν μέσα από τα δέντρα και φρέσκο χορτάρι και η αναφορά του χαρακτηρισμού “sunshine dust” σε ένα επεισόδιο “Salad Fingers” που είδαν τότε, βάφτισε τελικά το μικρό μουσικό απόσπασμα που δεν πρόλαβε να ολοκληρωθεί. Ένα χρόνο αργότερα δύο σημαντικές αλλαγές ήρθαν να αλλάξουν το έμψυχο οπλοστάσιό τους.
Ο πολύς Daniel Tompkins επέστρεψε πίσω από το μικρόφωνο των TesseracT και αντικαταστάθηκε από τον Eric Emery, ενώ και ο ντράμερ Anup Sastry έδωσε τη θέση του στον Aditya Ashok. O Dhar , που συνεχίζει να συνεργάζεται με τον Tompkins στο experimental, progressive, cinematic, art pop-rock project, “White Moth Black Butterfly”, ήταν αποφασισμένος να προχωρήσει μουσικά διευρύνοντας τα όρια και παίρνοντας ρίσκα. Άφησε τον σπουδαίο παραγωγό Forrester Savell (Karnivool, SikTh, Dead Letter Circus, The Butterfly Effect) να έχει την απόλυτη εξουσία στο στούντιο και να ωθήσει και τον ίδιο στην αναζήτηση προσωπικών υπερβάσεων. Είχε έρθει επιτέλους η στιγμή για εκείνο το μικρό μουσικό απόσπασμα να ανθίσει και γύρω από αυτό τον πυρήνα να οικοδομηθεί το νέο τους άλμπουμ.
Ένας μαραθώνιος δουλειάς και ηχογραφήσεων μεσολάβησε μέχρι τελικά οι 13 νέοι τίτλοι να ελευθερωθούν στον πλανήτη της μουσικής, μια διαδικασία που ο Dhar την παρομοίασε με τη σταδιακή βελτίωση ενός γλυπτού μέχρι την ολοκλήρωση.
Η επιδίωξη που διακρίνω συνολικά στο τρίτο άλμπουμ τους, είναι η απόπειρα να κερδίσουν την δεξιότητα της σύμπλευσης πολλών διαθέσεων και δυναμικών. Πρώτα από όλα, υπάρχει η συνολική τακτική των τραγουδιών της λεπτομέρειας και των μικρών ατομικών στολιδιών που τυλίγονται από τις φιλικές μελωδίες του Emery. Ο τύπος από το Cleveland είναι αληθινό κελεπούρι, με μια απίστευτη ευκολία και ευρύτητα στις ψηλότερες περιοχές, αλλά και απαράμιλλη ικανότητα να τοποθετεί στρατηγικά σπουδαίες μελωδίες πάνω στους ρυθμούς. Έτσι, ενώ το άκουσμα του δίσκου πραγματικά απαιτεί την αφοσίωσή σου για να διατρέξεις ολοκληρωτικά τη συνθετική του περιπέτεια, παράλληλα υπάρχει και αυτό το ευπρόσδεκτο χάδι της μελωδίας και της οικειότητας που θα σου δώσει την ανάσα και το χρόνο να ψηλαφίσεις τις λεπτομέρειες.
Συνοπτικά, η δομή των τραγουδιών είναι στη βάση τους, μοντέρνο tech metal, με πλήθος στοιχείων από εναλλακτικό pop-rock, post rock, μέχρι και ηλεκτρονικά στοιχεία που όλα πειθαρχούν σε ρυθμούς. Η δουλειά του μπασίστα Krishna Jhaveri είναι επιβλητική, καθώς ο τύπος είναι ένας αληθινός δυνάστης των ρυθμών και συμβάλλει με τη σημασία κιθαρίστα στη συνολική συμπαγή αίσθηση, μαζί με το δίδυμο των κιθαριστών Dhar/ Dayal.
Μέχρι και το “Ugly Heart” οι Skyharbor έχουν φροντίσει να μας δώσουν σπουδαία δείγματα της περιεκτικής τους φόρμουλας και πέρα από τα εθιστικά singles, “Dim” και “Blind Side” που μας είχαν πρόωρα συστηθεί από βίντεο, υπάρχουν τα σπουδαία “Synthetic Hands” και “Ethos”, που μόλις αποκρυπτογραφηθούν, δύσκολα φεύγουν από το μυαλό.
Με την έλευση του σκοτεινού, γεμάτου μυστήριο instumental “The Reckoning” με ηλεκτρονικά και tribal στοιχεία, μοιάζει να ανοίγει μια παράξενη πύλη, πιο τραχιά και αιχμηρή. Το σχεδόν nu metal του “Dissent” και η επιθετικότητα του “Menace” διατηρούν ταυτόχρονα το κεκτημένο βάθος των Skyharbor, ενώ με το στοιχειωμένο instrumental “Temptress” μοιάζει να κλείνει με τον ίδιο τρόπο μια παροδική νοητική καταιγίδα, ένα άσχημο όνειρο.
Όταν για πρώτη φορά ολοκληρωθεί η ακρόαση του ομότιτλου τραγουδιού, που σφραγίζει και το ταξίδι του δίσκου, υπάρχει μια τόσο ισχυρή αίσθηση ολοκλήρωσης, δικαίωσης και άφιξης σε προορισμό, που σε κάνει να νιώθεις πως όλο το υπόλοιπο άλμπουμ δημιουργήθηκε για να φτάσεις εδώ. Εκείνο λοιπόν το παραμελημένο, λόγω χρόνου, παράταιρο, τότε, κομματάκι μουσικής είναι πια σήμερα ένα πραγματικό άνθος: μια εσωτερική, προσωπική μάχη για πίστη και απελευθέρωση από τους φόβους και τις ανασφάλειες, που ζωντανεύει ηχητικά με μια εκπληκτική ελεγεία γεμάτη ομορφιά και νοσταλγία, ένα κομμάτι σπάνιας αναπλαστικής τελειότητας.
Αν λοιπόν ο Dhar ήθελε να σπρώξει τα όρια των ακροατών και τα δικά του μακρύτερα, τότε το «γλυπτό» του ολοκληρώθηκε πια πετυχημένα. Όσο κι αν έχουν τυλίξει τη μουσική τους με την δεκτικότητα των φωνητικών μελωδιών, παραμένουν απαιτητικοί, άξιοι εξερεύνησης, περιπετειώδεις και με απίστευτη αντοχή σε ακροάσεις. Φρέσκοι συνολικά σαν πρόταση, θα υποστούν τις ενστάσεις των παραδοσιακών ή την περιφρόνηση των συντηρητικών.
Αν η πολυμήχανη μουσική με προσιτές μελωδίες είναι κάτι σαν τα καρτούν για ενήλικες, τότε έρχεται τόσο βολικά η φράση από το δεύτερο επεισόδιο του “Salad Fingers”: “Marjorie Stewart-Baxter you taste like sunshine dust”…
Αδιαπραγμάτευτα, από τους δίσκους της χρονιάς.