Πάνε περίπου 10 χρόνια που ο Jerry Cantrell πλασάρισε τη νέα σύνθεση των Alice in Chains, ποντάροντας στον William DuVall για τον νευραλγικό ρόλο του αντικαταστάτη του αναντικατάστατου Layne Staley, του μοναδικά προικισμένου τραγουδιστή που μας άφησε το 2002.
Ο τρίτος δίσκος της νέας σύνθεσης που έχει πια παγιωθεί, πείθοντας και τους πιο δύσπιστους ότι η μπάντα έχει ακόμα πολλά να δώσει και συνθετικά και εκτελεστικά, κοιτώντας με ίδια άνεση και το παρελθόν και το μέλλον, περιστρέφεται πιο πολύ από τους προηγούμενους στην πόλη του Seattle, η οποία γέννησε το κίνημα του grunge και τους AIC, εάν βέβαια μπορούν να χαρακτηριστούν τόσο μονοποικιλιακά. Ο τίτλος του άλμπουμ παραπέμπει σε ένα ηφαίστειο της περιοχής, το Mount Rainier, εισάγοντας παράλληλα την ξακουστή ομίχλη του Seattle, της πιο βροχερής πόλης των ΗΠΑ. H ηχογράφηση έγινε ως επί το πλείστον στο στούντιο που ηχογραφήθηκε το ομώνυμο άλμπουμ της μπάντας το 1995, και το εγχείρημα περιγράφεται από τον Cantrell ως επιστροφή στις ρίζες για τους AIC, και ένα είδος tribute για όλους αυτούς που βγήκαν από την ομίχλη της πολιτείας στο μουσικό προσκήνιο κάπου στα τέλη της δεκαετίας του 80/αρχές 90, και για αυτούς που ξαναχάθηκαν μέσα της.
Αν το “Black Gives Way to Blue” του 2009 ήτανε μια αναπάντεχα δυνατή επιστροφή στα πράγματα και εξόρκισε τα φαντάσματα του παρελθόντος, αν το “The devil put dinosaurs here” κινήθηκε σε πιο πειραματικά και δυσπρόσιτα, σχεδόν προοδευτικά μονοπάτια, το “Rainier Fog” φαντάζει πιο προσιτό και άμεσο, μα ίσως και πιο ισορροπημένο, προσφέροντας ένα πραγματικά υπερ-πλήρες μενού.
Η παραγωγή πάλι στα χέρια του Nick Raskulinecz (Rush, among others…) που είναι μαζί τους από την αναγέννηση της μπάντας το 2009, συνεισφέρει όπως πάντα τα μάλα και θέτει τα πάντα στη σωστή τους διάσταση. Τα trademark της μπάντας είναι πάντα εδώ: Ο riff generator Cantrell πάλι παράγει μουσικά θέματα πορωτικά, έξυπνα, και to the point, ενώ οι φωνητικές γραμμές και ερμηνείες στα ντουέτα Cantrell/Du Vall, όπως παλιότερα Cantrell/Staley, συνέρχονται συνεχώς “εις σάρκαν μίαν”, και αλληλοσυμπληρώνονται.
Η αρχή του δίσκου είναι όσο ψαρωτική και θελκτική γίνεται με το πρώτο single “The one you know” και συνεχίζει στο κομμάτι που χάρισε τον τίτλο του στο δίσκο, που συνδυάζει αρμονικά το ξεσηκωτικό ρεφραίν και ένα πανέμορφο break στη μέση, που σε κάνει να αναρωτιέσαι πόσες μπάντες μπορούν να γράψουν αυτής της ποιότητας φωνητικές αρμονίες. Το “Red Giant” είναι ένα κομμάτι που θυμίζει τις σκληρές στιγμές από το άλμπουμ του 1995, ίσως ακόμα και τους Tool, με προφανείς πολιτικές αναφορές, κάτι που οι AIC δεν κάνουν συχνά, όντας πιο ενδοσκοπικοί από π.χ. τους συμπολίτες τους Pearl Jam, με τους οποίους στο κάτω κάτω δε μοιράστηκαν ποτέ και την ίδια μουσική άποψη. Το δεύτερο single “So far under”, γραμμένο από τον Du Vall είναι πιο βρώμικο και σαφώς θυμίζει την παρακαταθήκη του Staley.
Όπως πάντα η έφεση στα ρεφραίν είναι εδώ, με απόλυτα κολλητικές φωνητικές γραμμές, με τα πιο ραδιοφωνικά “Maybe” και “Never Fade” να είναι τα πιο χτυπητά παραδείγματα. Το συγκλονιστικό τέλος με το “All I am” συνιστά ίσως τον αντικατοπτρισμό στην ομίχλη και συνάδει απόλυτα με το σκοτεινό, κλειστοφοβικό εξώφυλλο. Σε πλήρη αντιδιαστολή με τους στίχους όμως, οι AIC ξέρουν πολύ καλά που οδεύουν και τι ζητούν.
Στους αστερίσκους, η επανεμφάνιση του Chris DeGarmo, πάλαι ποτέ συνθετικής ψυχής των Queensryche, που εκτός από συμπολίτης είναι και παλιόφιλος της μπάντας, με αρκετές συνεργασίες με τα μέλη της. Αν είχα να μαντέψω τη συνεισφορά θα πόνταρα στο Ryche-ικό κλείσιμο του “Fly”, αλλά η συμμετοχή είναι ακουστική στο δυστοπικό “Drone”.
Το παρελθόν της μπάντας που έμπλεξε με τρόπο μοναδικό το grunge και το metal είναι αρκετά μακριά πια, οι AIC μεγάλωσαν, άλλαξαν και ωρίμασαν, και μαζί τους και όλοι εμείς. Πορεύονται όμως με χτυπητή τιμιότητα πέρα από genres και κολλήματα σε ετικέτες/στάμπες, και μας δίνουν ένα δίσκο που ρουφάει σαν μαύρη τρύπα, έναν από τους δίσκους της χρονιάς. Καπέλο τους.
771