Η ευτυχία και το προνόμιο να έχει πια μόνιμο μέλος στο γκρουπ τον Gavin Harrison (King Crimson, Porcupine Tree), και η δυστυχία και απομόνωση, η κατάρρευση των αληθινών σχέσεων που έφερε η τεχνολογία με τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, είναι οι δύο πόλοι που περιβάλλουν τον Bruce Soord, και μοιάζουν να χαρακτηρίζουν σοβαρά το 12ο άλμπουμ των Pineapple Thief.
Με τη σταδιακή απομάκρυνση της ασφάλειας των προηγούμενων άλμπουμ στο “Your Wilderness” και τη συνδρομή του Harrison στις ζωντανές τους εμφανίσεις, καλλιεργήθηκε μία ευδαιμονία γιγάντωσης των προσδοκιών και αντίστοιχα της απήχησης του γκρουπ από την KScope. Ακολούθησε η ανάθεση του artwork του άλμπουμ στην εταιρία σχεδιασμού “Stylorouge”, γνωστή από τη συνεργασία της με ονόματα όπως οι Pink Floyd, David Bowie, Blur ή και από τη δουλειά της στο φιλμ “Trainspotting”.
O Soord δεν υπήρξε καθόλου φειδωλός για την επίδραση της παρουσίας του Harrison (και όχι απλά στα ντραμς), δηλώνοντας πως με αυτόν είναι πια ένα εντελώς διαφορετικό γκρουπ. Άλλωστε η μετακίνηση σε πιο απλωμένες και ανοιχτές φόρμες έγινε άμεσα ευπρόσδεκτη από τους prog rock ακροατές στο “Your Wilderness”. Με παράλληλους σταθερούς πυλώνες για περισσότερο από μία δεκαετία τον μπασίστα Jon Sykes και τον κιμπορντίστα Steve Kitch, οι “Κλέφτες” μοιάζουν έτοιμοι για το μεγάλο στοίχημα.
Με ένα θέμα σκοτεινό και δυσάρεστο να στήνει στο μυαλό και την καρδιά του τα θεμέλια του “Dissolution” και με δεδομένη την προσωπική του απέχθεια και δυστυχία για την ψηφιακή επικοινωνία, κανείς δεν μπορεί να γνωρίσει πόση σκοπιμότητα και διπλωματία άφησε να περάσουν από τις χαραμάδες των ορίων του ο Soord, επιλέγοντας τον τελικό του ήχο.
Με μία κατεύθυνση που μοιάζει να παίρνει την πρόταση του προηγούμενου άλμπουμ και να την σπρώχνει πιο μακριά, υπάρχει τελικά ένα σύνολο εννιά τραγουδιών που χαρακτηρίζεται από έναν πιο ηλεκτρικό ήχο και περισσότερα ενισχυμένα μέρη, συγκριτικά με το πρόσφατο παρελθόν. Παράλληλα με αυτό, υπάρχει παντού αυτή η απαράμιλλη, συγκροτημένη, συνθετική ευστοχία του Soord, που κουμπώνει τις άμεσες μελωδίες του με έξυπνους ρυθμούς και μεταστροφές στις διαθέσεις. Η σκέπη σε όλα αυτά είναι ένας υποδειγματικός ήχος (ο Soord με τον Harrison έκαναν την μίξη του άλμπουμ, και ο Kitch έκανε το mastering).
Δεν είναι μεγάλη έκπληξη για το δυσάρεστο θέμα του, η επιλογή να ανοίγει το άλμπουμ το σχεδόν απογυμνωμένο, γκρίζο “Not Naming Any Names” ( μαζί με το “Pillar Of Salt” είναι τα πιο μινιμαλιστικά και σύντομα σε διάρκεια τραγούδια). Με το γκρουπ σε πλήρη δράση και εξαιρετικές μουσικές διαδοχές, τα “Try As I Might” και “Threatening War” ξεδιπλώνουν μία ελεγχόμενη πίκρα με ένα πλήθος στιγμιαίων, μουσικών συγγενικών διαθέσεων, με το δεύτερο ειδικά να είναι ένα από τα πληρέστερα τραγούδια του δίσκου.
Το “Uncovering Your Tracks” από την άλλη, ακούγεται πιο στριφνό και σκοτεινό, ελαφρά πιο περίεργο και τολμηρό μουσικά, σαν τα συμπτώματα των σκέψεων να αποκτούν μία απειλητική σοβαρότητα. Δύο από τα πιο εθιστικά τραγούδια είναι το “All That You ‘ve Got”, με τον ψυχρό του επίμονο ρυθμό, που κουβαλά τις φωνητικές μελωδίες του Soord και το σπουδαίο single “Far Below”, το οποίο πέρα από τη ρυθμική, μελωδική του αμεσότητα, αλληθωρίζει έξυπνα στο μέσο και σε άλλες διαθέσεις, για να σκαρφαλώσει τελικά υπέροχα στην κορύφωση.
Τι σημαίνει το “White Mist” για το άλμπουμ, το αντιλαμβάνεται κανείς εύκολα αν αναλογιστεί πως τα 11 από τα περίπου 44 λεπτά του “Dissolution” είναι δικά του. Χωρίς να διεκδικεί τη διαδοχή του “The Final Thing On My Mind” που αγαπήθηκε πολύ, εμπεριέχει πολύ περισσότερη ένταση, περιπέτεια στη διαδρομή, μεταστροφές που όλες πειθαρχούν πάντα στη ροή της συνθετικής ικανότητας του Soord, έναν Harrison απελευθερωμένο και συνδρομές στην κιθάρα από τον σπουδαίο David Torn (David Bowie, David Sylvian, Tori Amos, Madonna κι ένα σωρό άλλοι συνεργάστηκαν μαζί του).
Το φινάλε αφήνει λίγο φως να μπει λυτρωτικά από τα μικρά κενά της απογοήτευσης. Κι αυτό γίνεται με ιδανικό τρόπο: το θεραπευτικά μελαγχολικό “Shed A Light” είναι πρώτα απ’ όλα εμπνευσμένο, με πρώτης τάξης πολιορκητικές μελωδίες, αλλά έχει και τη δική του εξελικτική διαδρομή, όπως όλα σχεδόν τα τραγούδια στο άλμπουμ, με πρόσθετους ρυθμούς και στοιχεία.
Είναι νωρίς να διαβλέψει κανείς αν η υψωμένη μύτη της KScope θα δικαιωθεί και αν το “Dissolution” θα ψηλώσει μουσικά το ανάστημα των Thief στον ευρύτερο μουσικό πλανήτη ή αν θα συνεχίσουν απλά να διχάζουν τους alt prog θιασώτες και τους ακραίους prog ακροατές, με ενστάσεις εκατέρωθεν για τις “κουταλιές” προοδευτισμού που ρίχνει κάθε φορά ο Soord.
Το βέβαιο είναι πως η ομάδα απέδωσε με συνέπεια και καρδιά, και οι “Κλέφτες” μας άφησαν έναν από τους ομορφότερους δίσκους της διαδρομής τους.