OPUS OF A MACHINE: “Stray Fire”

Mια προσωπική αναζήτηση του επαναπροσδιορισμού της μουσικής δημιουργίας του Zachary Greensill , ήταν ένας βασικός λόγος που καθόρισε τον κενό χρόνο στη δράση των Αυστραλών Opus Of A Machine. Μετά το ιδιαίτερα ενδιαφέρον ντεμπούτο του “Simulacra” του 2014, ακολούθησε μια μεγάλη σιωπή και απουσία για το κουαρτέτο από το Brisbane.

Η τελική αποχώρηση του Greensill από τους φίλους και συμπολίτες Caligula’s Horse, αλλά και η ολοκληρωμένη σχηματοποίηση της πεποίθησης πως θέλει να συνεχίσει να κάνει μουσική και να συνδράμει ανανεωμένος στην εξέλιξη της διαδρομής των Opus Of A Machine, έφεραν πίσω τη δράση και τη δημιουργία.

Ο κιθαρίστας/τραγουδιστής Mitchell Legg, ο μπασίστας Dale Prinsse, και ο ντράμερ Trevor Gee, που συνέχισαν να πλαισιώνουν αρμονικά τη συνολική δημιουργική διαδρομή προς το “Stray Fire” είχαν την εύνοια της επανεκκίνησης σε μια στιγμή που η σκηνή του progressive rock/metal στην Αυστραλία απέπνεε μονάχα υγεία και αναγνώριση.

Μετά από αυτά, δεν αποτελεί έκπληξη η επιμονή του Greensill να χαρακτηρίζει το άλμπουμ ιδιαίτερα προσωπικό, μια ωδή σε αυτό που αντιλαμβάνεσαι σαν σπίτι, μια ωδή στους ανθρώπους που τελικά θεωρείς μοναδικούς. Όλη αυτή η εκφραστική πρόθεση των δημιουργών χαρακτηρίζεται τελικά από μια περιεκτική, συμπαγή ευγένεια, περίπου 37 λεπτών.

Δεν μπορώ εύκολα να φανταστώ πιο ιδανικό τρόπο για την έναρξη του “Stray Fire” από την απολογητική αρμονία του “Strength In Stone”. Η οριστική απόρριψη αναμονής βοήθειας από τον ουρανό και η αναγέννηση από τις στάχτες με πίστη στην εσωτερική δύναμη, εξελίσσεται πάνω σε έναν διαυγή, εθιστικό ρυθμό και ιαματικές μελωδίες ανακούφισης. Οι εμβόλιμες διακριτικές fusion φλέβες εμπλουτίζουν τη διάθεση ευδαιμονίας και πίστης να κουβαλήσεις μόνος το βάρος του κόσμου, να βρεις το δρόμο για το “σπίτι”.

Είναι παραπάνω από διακριτό, πως οι Αυστραλοί έχουν δώσει μουσική που μπορεί να φανερώσει αναρίθμητες αποχρώσεις ανάλογα με τη σημασία σου, ή ίσως και τη διάθεσή σου. Με πρωταγωνιστές τις λεπτομερείς και χρωματικές κιθαριστικές φράσεις, ακόμα και σε αμεσότερα τραγούδια όπως το “Up.Out.”, μια παλιότερη ιδέα από την εποχή του “Simulacra”, καθορίζουν τις εναλλαγές με μια ισορροπία που διατηρεί μια ευγένεια κι έναν πνευματισμό. Το “Up.Out.” παράλληλα είναι φανερά ένα από τα πιο άμεσα τραγούδια που θα τραβήξει και τον κλασικό prog metal ακροατή. Οι ενδιαφέρουσες, σύντομες λεπτομέρειες συνεχίζουν να παραμονεύουν και σε αυτό, με ιδανικά samples από τον Greensill.

Tο “Wild/Unknown” από την άλλη, έχει έναν αναδυόμενο, επαναληπτικό post rock χαρακτήρα, που ενισχύεται από τα λίγα φωνητικά του, και θα καταλήξει στα τρία του λεπτά σε ένα ειρηνικό φινάλε. Με περισσότερο ενισχυμένες στιγμές εναλλακτικού rock, θα ανεβάσει τους τόνους το ομότιτλο, χωρίς να ξεχάσει να σεβαστεί κι αυτό τα διαυγή, μελωδικά ξέφωτα των αφηγηματικών μελωδιών: τα φωνητικά του Legg δεν ψάχνουν την έκρηξη, διατηρούν αυτό τον ελεγχόμενο συναισθηματισμό αλλά έχουν τον τρόπο και τη γοητεία να σε προσαρμόσουν γρήγορα στο πεδίο τους.

Αμιγώς ορχηστρικό το “Rudi’s Song (Thirst For Life)”, εξελίσσεται σαν ένας γαλήνιος, ελεγχόμενος, μουσικός, post rock περίπατος που αποφεύγει την εκτροπή και κλείνει ήρεμος τον κύκλο του. Τέλος, το “Beacon” που ξεπερνά σε διάρκεια τα δέκα λεπτά, είναι μια φιλόδοξη απόπειρα με αρκετά ηχητικά ενισχυμένα μέρη, ενώ ακόμα και η φωνή του Legg ακούγεται σε διαστήματα πιο επιτακτική και έντονη. Άλλο ένα πλούσιο και περιπετειώδες τραγούδι που θα κρατήσει περισσότερο τον prog metal ακροατή σε αναμονές.

Η λέξη που σου αφήνει το “Stray Fire” σαν μια εντύπωση μετά τα 37 λεπτά του, είναι “ισορροπία”. Με μια λειτουργική ευρηματικότητα που έχει αλιεύσει από το post, το alternative, αλλά και το fusion, μια ικανότητα εμπλουτισμού των τραγουδιών και με έναν εξαιρετικά ενδιαφέροντα και διαυγή ήχο (σε παραγωγή του Greensill) που παραδίδει το τελικό αποτέλεσμα στη χώρα του σύγχρονου prog rock, οι Αυστραλοί επέστρεψαν με εμφανή μουσική εξέλιξη και ευγενικοί νικητές.
Σε ένα άλμπουμ βαθιά ανθρώπινο και μουσικά ευαίσθητο, θα σου ζητήσουν μόνο να κλείσεις την πόρτα πίσω σου.

668
About Γιώργος Γεωργίου 540 Articles
Συνηθίζουν να λένε, «δείξε μου τους φίλους σου να σου πω ποιος είσαι»… Αν μπορούσε λοιπόν να ιδρύσει το δικό του “Cabaret Voltaire”, στους τοίχους του θα είχε κορνίζες με φωτογραφίες του Τάκη Τλούπα και πίνακες των David Bomberg και Edward Hopper. Πάνω στο πατάρι θα είχε τις δύσκολες περιπτώσεις, αυτούς που αν τελικά μάλωναν μεταξύ τους, θα έπρεπε να γίνει σε απομόνωση. Σε ειδικό “triryche design” τραπεζάκι ο Tate με τον De Garmo, και ακριβώς απέναντι σε ευρύχωρο καναπέ ο Fish με τον Steve Hogarth. Μοναχικό τραπέζι με κηροπήγιο και θέα από μικρό παράθυρο στην ομίχλη της πίσω αυλής ο Simon Jones. Φθαρμένο ημίψηλο σκαμπό και μίνι μπαρ δίπλα του για τον Nick Cave. Σκαλιστή πολυθρόνα για τον Ronnie James Dio, και κάθισμα VIP από το Villa Park για τον μουστάκια άρχοντα των ριφ. Φουτουριστικό κουπέ για τρεις σεβάσμιους κυρίους από τον Καναδά, μην τον ρωτήσεις ποιους. Κάτω σε περίοπτη θέση στο μπαρ, τον μορφονιό Joakim Larsson, για να τραβά τις ωραίες γυναίκες, και δίπλα του τον Jim Matheos να τον συμμαζεύει με την ψυχραιμία του όταν χρειάζεται. Σε ένα μικρό τραπέζι στην πιο σκοτεινή γωνιά, η περίεργη παρέα του David Sylvian, του Neil Hannon και του Paddy McAloon. Όταν κάθονται στο μπαρ και οι νεότεροι Einar Solberg, Daniel Tompkins και Daniel Estrin, η χημεία είναι πια ιδανική. Καθόλου άσχημα κι απόψε…