O ROBERT ΚΙ Ο “ΘΕΟΣ”

Για περίπου 43 χρόνια, εκείνο το ξεχωριστό αγόρι που γεννήθηκε στο Sutton Coldfield, και μεγάλωσε στο Beechdale του Walsall, στα βόρεια του Birmingham με τις φωνές της Joplin και του Plant στο κεφάλι του, ζει μέσα στον χαρακτήρα που οικοδόμησε μέρα με τη μέρα σε μια καριέρα που είχε τα πάντα. Συνεχίζει να ακούει στο όνομα “Robert John Arthur Halford”, αλλά είναι μάλλον πια αργά να αποποιηθεί τον χαρακτηρισμό “Metal God”.

Η εξελικτική του διαδρομή στην εμφάνιση επί σκηνής συνόδεψε με συνέπεια και τη διαδρομή στον ήχο των Judas Priest. Ο πρώιμος μακρυμάλλης ερμηνευτής με τα φαρδιά ρούχα, εισήγαγε σταδιακά τα δερμάτινα με τα καρφιά, υποστηρίζοντας οπτικά μια ηχητική εξέλιξη που στις αρχές των 80’s έφερε τους Priest στην πρώτη γραμμή του heavy metal. Ταυτόχρονα, με νέο κούρεμα, δερμάτινο καπέλο και διάφορα φετίχ, είχε αρχίσει να στέλνει τα πρώτα έμμεσα μηνύματα της διαφορετικότητάς του στον έρωτα.

Μπροστά φυσικά από οτιδήποτε άλλο ήταν και είναι πάντα μια ξεχωριστή φωνή. Ο Halford, κρύβοντας μέσα στο βαθιά προσωπικό του ύφος ετερόκλητες επιδράσεις, και θαυμάζοντας τεράστιες φωνές από μοναδικές προσωπικότητες, όπως ο Bowie και ο Mercury, οικοδόμησε ένα στυλ που χαρακτήρισε τη γοητεία του heavy metal να νομιμοποιεί ηχητικά την ακρότητα και να ανακαλύπτει νέα πεδία έκφρασης. 

Η φωνή του Halford είναι τόσα πολλά πράγματα μαζί, γι’ αυτό άλλωστε τα τραγούδια που πρέπει να μαζέψεις για να την περιγράψεις με επάρκεια, είναι τόσο διαφορετικά μεταξύ τους. Αυτό που κατάφερε η φωνή του, μαζί με άλλες 3-4 το πολύ, είναι να αποτελεί αν όχι τον ορισμό, σίγουρα έναν απόλυτα εύστοχο προσδιορισμό του metal. Η ορμή, η έκρηξη, η επιθετικότητα, η ένταση, το πάθος, η υπέρβαση, το χρώμα, η ευαισθησία, όλα μαζί χαστουκίζουν τον ακροατή με μια αίσθηση αιωνιότητας. Όταν αυτό μεταφέρεται στη σκηνή, τότε το τελετουργικό του απογειώνει τη συνολική εντύπωση. 

Ο θρύλος των Priest στηρίχτηκε για χρόνια άλλωστε σε απίστευτα πετυχημένες περιοδείες, ακόμα και σε περιόδους που τα αντίστοιχα στούντιο άλμπουμ αμφισβητήθηκαν. Η αιχμή του δόρατος σε αυτό το υπερβατικό τελετουργικό, ο Halford, με τα κοστούμια του, τη μηχανή επί σκηνής και τους συντονισμένους σχηματισμούς με το κιθαριστικό δίδυμο, έχτισε τον χαρακτήρα του “Metal God”. 

Το 1990, όταν οι Priest επιστρέφουν σαν καταιγίδα στη μεταλλική λεωφόρο, ο Halford σηματοδοτεί τη νέα περίοδο με νέο look, ξυρίζοντας το κεφάλι του και γεμάτος από τατουάζ. Στην περιοδεία του “Painkiller”, στην εμφάνιση στο Toronto, πέφτει από τη μηχανή, τραυματίζεται και χάνει τις αισθήσεις του. Πριν μεταφερθεί στο νοσοκομείο, και αφού έχει ανακτήσει τις αισθήσεις του, επιστρέφει και ολοκληρώνει την εμφάνιση.

Στα δέκα, περίπου, χρόνια της απουσίας του από το γκρουπ, σχηματίζει τους Fight και το προσωπικό του σχήμα, αντικαθιστά το 1992 για δύο εμφανίσεις τον Ronnie James Dio στους Black Sabbath ( όπως έκανε και με τον Ozzy το 2004). Όπως κάθε θεός που σέβεται τον εαυτό του, υπέκυψε σε ηχητικές αποκλίσεις και πειραματισμούς, δοκιμάζοντας τους οπαδούς του που όμως έδειξαν να έχουν τεράστιο χώρο στο μυαλό και την καρδιά τους. Βέβαια ο “Metal God” όφειλε να επιστρέψει στο φυσικό του οχυρό. Μέχρι σήμερα, είδε δυστυχώς το δίδυμο των μόνιμων συνεργατών του να αλλάζουν: το 2011, ο KK Downing αποχώρησε, και φέτος ο Glenn Tipton εγκατέλειψε τις περιοδείες λόγω της νόσου Parkinson που τον ταλαιπωρεί τα τελευταία χρόνια, για να τον αντικαταστήσει ο Andy Sneap. Στο μεταξύ, το 1998 αποκαλύπτει την ομοφυλοφιλία του σε συνέντευξη, μια θαρραλέα πράξη που δεν κόστισε το παραμικρό στο μέγεθος και τη λάμψη αυτού του ζωντανού θρύλου.

Το 2013 εμφανίστηκε στη σκηνή με μπαστούνι, έχοντας εμφανές πρόβλημα να περπατήσει. Ένα χρόνο αργότερα κάνει εγχείρηση κήλης και δεν διστάζει για ακόμα μια φορά να μιλήσει ανοιχτά για το πρόβλημα. Έκανε λόγο για προκλήσεις της ζωής, για τη δύναμη της μουσικής, για την αγάπη των οπαδών, για τις αναγκαστικές μετακινήσεις του με αναπηρικό καροτσάκι, λόγω του προβλήματος στην πλάτη, κι ευχαριστώντας το νευροχειρουργό του που τον είχε αναλάβει στο Ηνωμένο Βασίλειο, δήλωσε με πείσμα “θα πρέπει να με κατεβάσουν από τη σκηνή, η σύνταξη δεν ανήκει στο λεξιλόγιό μου”… 

Φέτος, στην εμφάνιση της Μαλακάσας, ξαναείδαμε τους Priest, μετά από 7 χρόνια. Η νέα απώλεια του Tipton απομάκρυνε την παραδοσιακή εικόνα λίγο περισσότερο. Με ένα θαρραλέο αλλά και επίπονο setlist, ο “Metal God” που μοιάζει να αρέσκεται στα δύσκολα, διαχειρίζεται με μαεστρία τις περιοχές της φωνής του που κατέχει ακόμα με δύναμη, και με όπλο το αιώνιο χρώμα του, τα καταφέρνει ξανά να μας γεμίσει ανατριχίλες. 

Μαζί με την ένταση της συγκίνησης, υπάρχει και μια περίεργη αγωνία που μου μεταφέρει η εικόνα του. Η αλλαγμένη του χορογραφία, η κινητική του μετάλλαξη, η διαφορετική συμπεριφορά στη σκηνή μεταφέρουν , έστω έμμεσα, τις δυσκολίες που έχει, συγκριτικά με την εικόνα του ’11. Έχει φτάσει πια τα 66 χρόνια, και κάθε νέο έτος μετράει ακόμα βαρύτερο από τα προηγούμενα. Συνεχίζει να αποσύρεται και να εμφανίζεται συνεχώς με νέα κοστούμια. Κάποια στιγμή, έρχεται και η μηχανή. Είναι ο “Metal God”. Για έναν περίεργο λόγο, συχνά παρακολουθώ το πρόσωπο του και τους μορφασμούς από τις δύο γιγαντοοθόνες. Αυτές οι εικόνες, συνειρμικά για κάποιο περίεργο λόγο, μου φέρνουν στο μυαλό μια εικόνα από το παρελθόν, όταν κάναμε κάποιες επισκευές με τον πατέρα μου και παρατηρώντας τον ιδρωμένο, κόκκινο, πιεσμένο με ρυτίδες λαιμό του, «συνειδητοποίησα» πως είχε γεράσει.

Όλοι οι μεγάλοι ήρωες της εφηβείας, για μας που ζήσαμε την περίεργη εποχή των 80’s στην Ελλάδα, συνεχίζουν τη διαδρομή ως το τέρμα, σα να μην υπάρχει αύριο. Είναι πελώριος και απροσπέλαστος ο μύθος που έχει χτίσει ο Halford, για να μπορέσει σήμερα να βγει εύκολα από αυτόν. Ο “Metal God” μοιάζει να έχει τον “Robert John Arthur Halford” αιώνια αιχμάλωτο. Τα χαρακτηριστικά του σκηνικά κοστούμια περιχαρακώνουν τη διαδρομή του, η μηχανή του κλείνει το δρόμο της εξόδου, τα πλήθη τον γυρίζουν ξανά πίσω. 

Κάποιοι κυνικά θα πουν “είναι πολλά τα λεφτά”, αλλά είναι ήδη πολλά. Χωρίς φυσικά να μου πέφτει λόγος, θα προτιμούσα ο “Robert John Arthur Halford” να καταφέρει να επιπλεύσει, περνώντας όσα χρόνια του απομένουν με ηρεμία και ειρήνη, αφήνοντας τον “Metal God” στον αιώνιο άτλαντα του metal, ένα ανεκτίμητο, αναλλοίωτο σημάδι υπεροχής και ιστορικής αξίας, χωρίς να έρθουν κι άλλες εκπτώσεις του ανελέητου χρόνου που θα τον φθείρουν.

Με τη σκιά του χαμού του Shelton και τις συνθήκες της να επηρεάζουν αυτές τις γραμμές, θα ήθελα πραγματικά να είχα τη δυνατότητα να του στείλω ένα μήνυμα, και πέρα από τη διαβεβαίωση πως η σημασία του για τις μνήμες μου αλλά και κάθε νέα μου εμπειρία θα μείνει για πάντα ανεκτίμητη, να του πω : “πατέρα, ξεκουράσου…” 

674
About Γιώργος Γεωργίου 540 Articles
Συνηθίζουν να λένε, «δείξε μου τους φίλους σου να σου πω ποιος είσαι»… Αν μπορούσε λοιπόν να ιδρύσει το δικό του “Cabaret Voltaire”, στους τοίχους του θα είχε κορνίζες με φωτογραφίες του Τάκη Τλούπα και πίνακες των David Bomberg και Edward Hopper. Πάνω στο πατάρι θα είχε τις δύσκολες περιπτώσεις, αυτούς που αν τελικά μάλωναν μεταξύ τους, θα έπρεπε να γίνει σε απομόνωση. Σε ειδικό “triryche design” τραπεζάκι ο Tate με τον De Garmo, και ακριβώς απέναντι σε ευρύχωρο καναπέ ο Fish με τον Steve Hogarth. Μοναχικό τραπέζι με κηροπήγιο και θέα από μικρό παράθυρο στην ομίχλη της πίσω αυλής ο Simon Jones. Φθαρμένο ημίψηλο σκαμπό και μίνι μπαρ δίπλα του για τον Nick Cave. Σκαλιστή πολυθρόνα για τον Ronnie James Dio, και κάθισμα VIP από το Villa Park για τον μουστάκια άρχοντα των ριφ. Φουτουριστικό κουπέ για τρεις σεβάσμιους κυρίους από τον Καναδά, μην τον ρωτήσεις ποιους. Κάτω σε περίοπτη θέση στο μπαρ, τον μορφονιό Joakim Larsson, για να τραβά τις ωραίες γυναίκες, και δίπλα του τον Jim Matheos να τον συμμαζεύει με την ψυχραιμία του όταν χρειάζεται. Σε ένα μικρό τραπέζι στην πιο σκοτεινή γωνιά, η περίεργη παρέα του David Sylvian, του Neil Hannon και του Paddy McAloon. Όταν κάθονται στο μπαρ και οι νεότεροι Einar Solberg, Daniel Tompkins και Daniel Estrin, η χημεία είναι πια ιδανική. Καθόλου άσχημα κι απόψε…