BLACK BOOK LODGE: “Steeple and Spire”

Περίεργη περίπτωση το κουαρτέτο των Δανών μουσικών από την Κοπεγχάγη. Ο μουσικός τύπος, προσπαθώντας να καλύψει με ευστοχία την ικανότητά τους να συνδυάζουν στοιχεία από διάφορους χώρους, τους έχει περιγράψει με τη φράση “αν οι Mastodon και οι Muse είχαν ένα μωρό στη Δανία, αυτό θα ήταν οι BBL”.

Όσο παράξενο κι αν διαβάζεται αυτό, πάλι δεν είμαι σίγουρος πως μπορεί να δώσει μια σεβαστή προσέγγιση στη μουσική τους. Ενεργοί από το 2011, έχουν κυκλοφορήσει σαν τρίο τα δύο πρώτα τους άλμπουμ. Όποιος έχει δοκιμάσει να ακούσει, εύκολα διαπίστωσε πως αποτελούν ένα γκρουπ που δεν φοβάται να κινηθεί, να εξελιχτεί, να καταφέρει να μορφοποιήσει πετυχημένα διαφορετικές επιδράσεις στο βασικό του ύφος.

Προσπαθώντας να περιγράψουμε στον ξένο με το γκρουπ ακροατή, τη μουσική τους, οι περισσότεροι αναφέρονται σε μια stoner/sludge ηχητική βάση, που φυσικά εμπλουτίζεται και μεταμορφώνεται μέσα από το πλούσιο φίλτρο τους σε ένα σύγχρονο, μοντέρνο, ενδιαφέρον, έξυπνα παιγμένο και προοδευτικό, με την ευρεία έννοια του όρου, heavy rock.

Είναι γεγονός πως οι BBL είναι ιδιαίτερα πολύπλευροι και έξυπνοι για να περιοριστούν, και αγαπούν αρκετά τη λεπτομέρεια για να καταλήξουν άμεσα αναλώσιμοι. Από τον πυκνό και επιθετικό ήχο του “Tundra” του 2014, που έτυχε ζεστής υποδοχής στη χώρα τους, περνούν σε ευρύτερες ηχητικές περιπλανήσεις στο “Entering Another Measure” του 2015.

Φέτος, σύμφωνα με τα λεγόμενα του σπουδαίου τραγουδιστή/κιθαρίστα Ronny Jonsson, η γενική κατεύθυνση είχε τον σκοπό να συγκεντρώσει, παρά να αποξενώσει τον ακροατή, έμοιαζε σαν τα χιόνια στα βουνά των δύο πρώτων άλμπουμ να έλιωσαν από τον ήλιο και το φως της ζωής. Τα εννέα φρέσκα τραγούδια των Δανών έχουν την αποστολή αυτή.

Η επιβλητική εισαγωγή των τυμπάνων του Jacob Gundel καρφώνει τον ήχο του “Weightless Now-Pt 1”, που μεταφέρει έναν περίεργο και ύποπτο δυναμισμό και σε κρατά σε μια ευδαιμονική αναμονή, με έξυπνη δομή, σπουδαίο drumming, και μια –ως συνήθως- σπουδαία ερμηνεία από τον Jonsson. Ο τύπος είναι ίσως ο πιο σπουδαίος άγνωστος τραγουδιστής στην Ευρώπη, έχει μια δυνατή δόση από Chris Cornell στις φωνητικές αποθήκες του, και πέρα από το προφανές χάρισμα, χειρίζεται με ευφυΐα το χρώμα του στις διαθέσεις των τραγουδιών.

Από το ξέφωτο του “Weightless Now-Pt 2”, κι ακόμα περισσότερο το “The Tower Bell”, αρχίζει να ανοίγει περισσότερο το ηχοτοπίο, με έξυπνες συμπαγείς μεταστροφές και μελωδίες που σκιαγραφούν πιο φωτεινές και κοντινές διαθέσεις ή για την ακρίβεια μια περισσότερο θεραπευτική εντύπωση. Με μια υποδειγματική συνύπαρξη post rock, stoner αλλά και πιο ντελικάτων, ατμοσφαιρικών περασμάτων που δένονται όλα με ροή, οι Δανοί δίνουν μαθήματα σύνθεσης και με τη φωνή του Jonsson μόνιμα πρωταγωνιστικά εύστοχη, μάλλον μας δίνουν το πιο φιλόδοξο άλμπουμ τους.

Το ομότιτλο τραγούδι είναι από τα πληρέστερα μοντέρνα heavy rock τραγούδια των τελευταίων χρόνων με φρεσκάδα και ευαίσθητες μελωδίες. Το ευγενικό “Walls” μοιάζει ν’ απαντά στο ρυθμό του  “In Halves”, και το “Teething” είναι από τα πιο ιδιαίτερα μέρη του δίσκου, με φωνητικές μελωδίες που θα σε κυνηγήσουν γρήγορα με το μικρό τους δράμα.

Το έγραψα από την αρχή πως είναι περίεργοι αυτοί οι Δανοί, αρκετά περίεργοι. Τόσο, που πριν μπουν στο στούντιο για να ηχογραφήσουν το “Steeple And Spire”, αποφάσισαν να το διαλύσουν αμέσως μετά το άλμπουμ, πριν αρχίσουν να επαναλαμβάνουν τους εαυτούς τους… Ακόμα  κι αν είναι μια επιτηδευμένη δήλωση εντυπωσιασμού, ποτέ δεν μπορείς να είσαι σίγουρος με τις αβυσσαλέες ψυχές των καλλιτεχνών.

Μέχρι να χαρούμε υπερβολικά για την προοπτική του τέταρτου άλμπουμ (όπως ευχόμαστε), έχουμε ήδη να εξερευνήσουμε έναν σημαντικό πλούτο προσφοράς και μια ενδιαφέρουσα διαδρομή στα τρία άλμπουμ των BBL, ενός από τα πολυτιμότερα μυστικά του ευρωπαϊκού underground.

630
About Γιώργος Γεωργίου 540 Articles
Συνηθίζουν να λένε, «δείξε μου τους φίλους σου να σου πω ποιος είσαι»… Αν μπορούσε λοιπόν να ιδρύσει το δικό του “Cabaret Voltaire”, στους τοίχους του θα είχε κορνίζες με φωτογραφίες του Τάκη Τλούπα και πίνακες των David Bomberg και Edward Hopper. Πάνω στο πατάρι θα είχε τις δύσκολες περιπτώσεις, αυτούς που αν τελικά μάλωναν μεταξύ τους, θα έπρεπε να γίνει σε απομόνωση. Σε ειδικό “triryche design” τραπεζάκι ο Tate με τον De Garmo, και ακριβώς απέναντι σε ευρύχωρο καναπέ ο Fish με τον Steve Hogarth. Μοναχικό τραπέζι με κηροπήγιο και θέα από μικρό παράθυρο στην ομίχλη της πίσω αυλής ο Simon Jones. Φθαρμένο ημίψηλο σκαμπό και μίνι μπαρ δίπλα του για τον Nick Cave. Σκαλιστή πολυθρόνα για τον Ronnie James Dio, και κάθισμα VIP από το Villa Park για τον μουστάκια άρχοντα των ριφ. Φουτουριστικό κουπέ για τρεις σεβάσμιους κυρίους από τον Καναδά, μην τον ρωτήσεις ποιους. Κάτω σε περίοπτη θέση στο μπαρ, τον μορφονιό Joakim Larsson, για να τραβά τις ωραίες γυναίκες, και δίπλα του τον Jim Matheos να τον συμμαζεύει με την ψυχραιμία του όταν χρειάζεται. Σε ένα μικρό τραπέζι στην πιο σκοτεινή γωνιά, η περίεργη παρέα του David Sylvian, του Neil Hannon και του Paddy McAloon. Όταν κάθονται στο μπαρ και οι νεότεροι Einar Solberg, Daniel Tompkins και Daniel Estrin, η χημεία είναι πια ιδανική. Καθόλου άσχημα κι απόψε…