Πτολεμαΐδα, ντάλα καλοκαίρι αλλά και ντάλα χαράματα.
Ο γράφων απολαμβάνει λαρυγγικώς τα “απογαμήδια μιας μέρας” εν ησυχία (σχετική, διακόπτει η Αποπάνωγλου και δύσκολα διακρίνω αν σεξουαλίζεται ή τη σφάζει ο Γιαννάκης, έχουν κέφια και τα αδέσποτα απόψε και γαβγίζουν ίνα αεριστεί ο κώνωψ) και peace of mind.
Το αλκοόλ κάνει καλό ως γνωστόν αν η χρήση είναι επί μέτρου και ένλογη, από την άλλη το πολύ αλκοόλ κάνει πιο πολύ καλό γιατί η άμετρη και αλόγιστη χρήση του οδηγεί σε μεταλλικούς παροξυσμούς που οδηγούν κάποιους να χοροπηδούν εν μέσω της νυκτός. Αιτίες; Πολλές, αλλά εν προκειμένω, το αντικείμενο του ενθουσιασμού κατέχει την ιδιότητα του “αθάνατου”.
Στο ψητό. Πριν 33 χρονάκια (που θυμάμαι σαν χθες τα πάντα), μια νέα καλιφορνέζικη μπάντα κάνει τη δισκογραφική εκκίνησή της. Μια ομάδα μουσικών που έμελλε να καθορίσει μέτρα και σταθμά στο χώρο του metal με τις δουλειές της και η οποία έγινε δημοφιλέστατη, αποτελώντας μέλος της μεγάλης thrash τετράδας που όρισε το είδος στα ’80s. Οι Megadeth του εντελώς τρελαμένου Dave Mustaine.
Εκδιωγμένος από τους Metallica ο Mustaine, σχηματίζει ένα line up μέσω του οποίου έχει σκοπό να πάρει το αίμα του πίσω, εκτοξεύοντας κατηγορίες για τα συνθετικά δικαιώματα του debut album “Kill ’em All”. Έχει ήδη κυκλοφορήσει το demo “Last Rites” με τον Dave Ellefson στο μπάσο, οι Megadeth έχουν υπογράψει συμβόλαιο με την Combat Records και ο Mustaine προσλαμβάνει τον drummer Gar Samuelson (έφυγε στις 14 Ιουλίου του 1999 από κίρρωση ήπατος) και τον κιθαρίστα και φίλο του Samuelson, Chris Poland και τα πράγματα παίρνουν το δρόμο τους.
Ιούνιος του 1985 και κυκλοφορεί το debut των Megadeth, το πρωτογενές για το thrash metal ρεύμα “Killing Is My Business… and Business Is Good!”. Πολύ επιθετικό thrash, βάρβαρο και γρήγορο metal, με παραγωγή απλά με μια λέξη απαίσια. Αυτό δεν έχει και τόση σημασία αν αναλογιστεί κάποιος την εποχή και τις συνθήκες ηχογράφησης. Συνθετικά ορίζει μια άλλη πτυχή του heavy metal που μετουσιώνεται στη “δήλωση αδικίας” που υπέστη ο ιθύνων νους της μπάντας.
Τεχνικότατο riffing, εντελώς jazzεμένο ρυθμικό δίδυμο (στην κυριολεξία, οι Samuelson και Poland ήταν σπουδαγμένοι μουσικοί), ορισμός των ένρινων φωνητικών του leader που τον χαρακτήρισαν μια για πάντα και στο σύνολο, μια από τις σπουδαιότερες στιγμές της metal life. Ένα καταπληκτικό ντεμπούτο που δημιούργησε ορδές από thrashers που ακολούθησαν το μονοπάτι τους.
Το remastering που υπέστη για την εν λόγω επανέκδοση θεωρώ ότι ισχυροποιεί τη θέση του album (και φυσικά χωρίς να παραβλέπω ότι το original είναι ΠΑΝΤΑ καλύτερο). Ο ήχος απέχει από την προ 32 ετών ημιτενεκεδίλα και το debut ακούγεται απολαυστικότατο.
Πέρα από το πολυσυζητημένο“These Boots” της Nancy Sinatra (με στίχους αλλαγμένους από τον Mustaine και τον original συνθέτη Lee Hazlewood, να απαιτεί να μην περιληφθεί το κομμάτι στο album), το “Killing Is My Business… And Business Is Good – The Final Kill” αποτελεί ένα σύνολο κορυφών για την ακραία μουσική της εποχής, κομμάτια – αξιώματα για το πιο τσατισμένο εικαστικό ρεύμα που εμφανίσθηκε στον πλανήτη μας.
Η επανέκδοση έρχεται με bonus καλούδια όλο το “Last Rites” demo καθώς και live εκτελέσεις κομματιών σε shows που έλαβαν χώρα στο Λονδίνο, στο Denver και στο Bochum της Γερμανίας την εποχή της κυκλοφορίας του δίσκου . Καλό υλικό αλλά σίγουρα δεν υποσκελίζει την αυτόνομη αξία του album.
Οι παλαιοί metallers έχουν να λαμβάνουν από την αγορά της επανέκδοσης, με τη λογική ότι θα ακούσουν ένα καλό album με “ορθολογισμένο”, γλυκό ήχο από τους Mark Lewis και Ted Jensen. Ο γράφων ο οποίος και είναι ολίγον primitive (γαϊδούρι ξεσαμάρωτο κατά κάποιους / -ες), θα εξακολουθεί να ακούει το original album του γιατί…γιατί οι ήχοι του συνδέθηκαν με μνήμες και βιώματα. Αλλά για τους νέους, θα το πρότεινα ασυζητητί, ο ήχος θα βοηθήσει κάποιον νέο ακροατή να “νιώσει” τη σπιρτάδα ενός από τα debut που θα μείνουν για πάντα στην μεταλλική ιστορία. Rattlehead ρε μουϊά (μνημονιακή περικοπή του “νι” κορίτσια).
” (για τον φίλο μου τον Dahmer. Επειδή από κάτι τέτοιο ξεκίνησαν οι γκαύλες) “
691