Νέα Υόρκη, Δεκέμβριος του 1972 … και ενώ στα 70’s ολόκληρος ο κόσμος χόρευε στους τρελούς ρυθμούς της disco, ή ρόκαρε με soft rock ήχους, ένας νεαρός κιθαρίστας ονόματι Jay Jay French αποφάσισε να πάει κόντρα στη “μόδα” της εποχής και να σχηματίσει τους Silverstar, μια glam metal μπάντα, η οποία μετονομάστηκε λίγο αργότερα σε Twisted Sister.
Με τους Eddie “Fingers” Ojeda στα φωνητικά και την κιθάρα, Kenny Neill στο μπάσο και Mel “Starr” Anderson στα drums, η μπάντα ξεκίνησε να παίζει σε τοπικά clubs χωρίς όμως ιδιαίτερη επιτυχία μέχρι το 1976, χρονιά-ορόσημο κατά την οποία ο “τυφώνας” Dee Snider εισχώρησε στο σχήμα, αλλάζοντας άρδην την πορεία των Twisted Sister.
Αναλαμβάνοντας καθήκοντα τραγουδιστή και αποκλειστικού συνθέτη, ο Snider κατάφερε να αποδώσει στο σχήμα ένα μοναδικό στυλ συνδυάζοντας με επιτυχία μια φανταχτερή glam εμφάνιση και έναν καθαρόαιμο heavy metal ήχο.
Υιοθετώντας το θεατρικό στυλ των KISS και του Alice Cooper (με βαρύ make-up και εκκεντρικά κοστούμια), η μπάντα κατάφερε να ξεχωρίσει από τις υπόλοιπες glam metal μπάντες της εποχής, με κομμάτια που εξέφραζαν την ελευθερία και την αντίσταση σε θεσμούς και κατεστημένα.
Παρόλο που το glam ήταν εντελώς “εκτός” τη συγκεκριμένη περίοδο, οι εξαιρετικές ικανότητες του Snider ως frontman απέφεραν στο σχήμα μια σημαντική επιτυχία σε τοπικό επίπεδο.
Χωρίς ακόμα να έχουν υπογράψει κάποιο συμβόλαιο ή να παίζονται στο ραδιόφωνο, οι Twisted Sister κατάφερναν να πραγματοποιούν μεγάλες sold-out συναυλίες, αλλά και να έχουν συγκεντρώσει μια τεράστια ομάδα φανατικών οπαδών με το όνομα S.M.F.F.O.T.S., (Sick Motherfucking Friends Of Twisted Sister), που αργότερα συντομεύθηκε σε S.M.F. (Sick Mother Fuckers).
Παρόλα αυτά, μέχρι εκείνη τη στιγμή καμιά εταιρεία δεν είχε εκδηλώσει κάποιο ιδιαίτερο ενδιαφέρον για συνεργασία μαζί τους.
Τα δυο πρώτα τους single “I’ll Never Grow Up Now” (1979) και “Bad Boys (Of Rock & Roll)” (1980) κυκλοφόρησαν τελικά μέσω της δικής τους εταιρίας (Twisted Sister Records) και διενεμήθησαν μέσω των ανεξάρτητων δισκοπωλείων της εποχής.
Μέχρι και εκείνη τη στιγμή, οι αλλαγές στη σύνθεση των T.S. διαδέχονταν η μια την άλλη.
Έχοντας ήδη αλλάξει 5 (!) διαφορετικούς drummer (Mel “Starr” Anderson, Kevin John Grace, Tony Petri, Ritchie Teeter, “Fast” Joey Brighton), το 1982 αναλαμβάνει τελικά ο A.J. Pero, και με τον Mark “The Animal” Mendoza στο μπάσο (από το 1978), η μπάντα αποφάσισε να εγκαταλείψει τη Νέα Υόρκη και τα club.
Μια δεκαετία σχεδόν μετά την ίδρυσή τους και χωρίς κάποιο συμβόλαιο στα χέρια τους, οι T.S. επιχειρούν να δοκιμάσουν τη τύχη τους στο Ηνωμένο Βασίλειο, όπου το heavy metal αναβίωνε με το κίνημα του New Wave Of British Heavy Metal να βρίσκεται στα φόρτε του. Εκεί, τον Απρίλιο του 1982, έρχεται επιτέλους το πρώτο δισκογραφικό συμβόλαιο με την Secret Records, μια ανεξάρτητη βρετανική εταιρεία.
Τον Ιούνιο της ίδιας χρονιάς, κυκλοφορεί το “Ruff Cuts”, ένα EP με 4 κομμάτια, τα οποία συμπεριλήφθηκαν και στο ντεμπούτο studio album που ακολούθησε με τον τίτλο “Under the Blade” και παραγωγό τον μεγάλο Pete Way των UFO.
Το album περιλάμβανε τις συνθέσεις που οι T.S. έπαιζαν επί μια δεκαετία σε club της Νέας Υόρκης και, παρά τη μέτρια ποιότητα στην παραγωγή, κατάφερε να γίνει underground επιτυχία.
Το εκκεντρικό φαίνεσθαι και φέρεσθαι του group όμως, άρχισε να αποτελεί μέγα σκάνδαλο για διάφορους συντηρητικούς της εποχής, σε σημείο δε που ο Dee Snider έφτασε να θεωρείται ένας από τους πιο επικίνδυνους τύπους στον πλανήτη!
Παρά τον πόλεμο που δέχονταν, η καριέρα των Twisted Sister πήγαινε από το καλό στο καλύτερο, με την Atlantic Records να τους προτείνει συνεργασία την ίδια χρονιά. Να σημειωθεί ότι η Atlantic ήταν μια από τις εταιρείες που είχε αρχικά απορρίψει την μπάντα.
Το πρώτο τους LP με τη νέα εταιρεία, κυκλοφόρησε το 1983 με τον τίτλο “You Can’t Stop Rock ‘n’ Roll” και παραγωγό τον Stuart Epps.
Με επιτυχίες όπως τα: “The Kids Are Back”, “We‘re Gonna Make It” και “I Am (I’m Me)”, το συγκεκριμένο album κινούταν στο ίδιο metal ύφος με το ντεμπούτο, αλλά ήταν σαφώς καλύτερο από άποψη παραγωγής.
Το video του ομότιτλου κομματιού δε, αποτέλεσε το ντεμπούτο της μπάντας στο MTV και σηματοδότησε την έναρξη μιας σειράς από κωμικά video που θα ακολουθούσαν.
Παρά την επιτυχία των δυο πρώτων album, η διεθνής αναγνώριση για τους Twisted Sister ήρθε το 1984, όταν βγήκε στην αγορά το τρίτο τους LP, με τον τίτλο “Stay Hungry”.
Με παραγωγό τον Tom Werman, ο ήχος του album ήταν πολύ πιο εμπορικός από αυτόν των δυο πρώτων, κάτι που ίσως ξένισε αρχικά τους σκληροπυρηνικούς οπαδούς της μπάντας.
Με κομμάτια όπως: “We’re Not Gonna Take It”, “I Wanna Rock” και την μπαλάντα “The Price”, το συγκρότημα κατάφερε να κερδίσει το mainstream κοινό της εποχής, χωρίς ωστόσο να λείπουν και τα heavy κομμάτια όπως το ομότιτλο, αλλά και τα “Burn in Hell”, “The Beast” και “S.M.F.”.
Εν τέλει, το “Stay Hungry” έγινε αποδεκτό τόσο από τις heavy metal μάζες, όσο και από το MTV/pop κοινό, αποτελώντας μακράν τη μεγαλύτερη εμπορική επιτυχία της μπάντας.
Πολλά από τα τραγούδια των Twisted Sister διαπραγματεύονται τις συγκρούσεις μεταξύ γονέων και παιδιών, αλλά και την κριτική του εκπαιδευτικού συστήματος, κάτι που έβαλε το group στο στόχαστρο των συντηρητικών οργανώσεων της εποχής, συμπεριλαμβανομένης και της P.M.R.C. (Parents Music Resource Center), μιας επιτροπής που ιδρύθηκε το 1985 από την Tipper Gore, προκειμένου να επιστηθεί η προσοχή των γονέων σχετικά με κάποια “επικίνδυνα” μουσικά ακούσματα των παιδιών.
Το κομμάτι “Under the Blade” κατηγορήθηκε ότι αναφέρεται σε σαδομαζοχισμό, ερωτική υποδούλωση και βιασμό ενώ το “We’re Not Gonna Take It” μπήκε στη λίστα των “Filthy Fifteen” (βρώμικων δεκαπέντε), με την κατηγορία ότι προωθούσε τη βία κατά γονιών και δασκάλων.
Ο Dee Snider ήταν ένας από τους λίγους μουσικούς που κατέθεσαν μπροστά στην επιτροπή κατά τη διάρκεια των ακροάσεων, στις 19 Σεπτεμβρίου του 1985.
Ο frontman των T.S. θυμάται από εκείνη την ημέρα:
Ήξερα ότι με βλέπουν υποτιμητικά και με θεωρούν έναν ακόμη ανεγκέφαλο rocker. Με έφεραν εκεί νομίζοντας ότι θα με γελοιοποιήσουν, εξυπηρετώντας τον σκοπό τους. Δεν ήξεραν ότι μπορούσα να συντάξω ορθή πρόταση και να μιλήσω Αγγλικά με ευφράδεια. Έτσι, μπήκα στην αίθουσα με το στενό, σκισμένο τζην μου, τις δερμάτινες μπότες μου, ελαφρά μακιγιαρισμένος και τα φουντωτά μου μαλλιά. Δεν ντύθηκα για κανέναν. Είμαι αλήτης και περήφανος γι’ αυτό. Είχα το κείμενο της υπεράσπισής μου -το οποίο δούλευα επί βδομάδες- στην πίσω τσέπη. Έβγαλα το τσαλακωμένο χαρτί και το άπλωσα στο τραπέζι, σαν κακός μαθητής που φέρνει την εργασία του στο σχολείο (γέλια). Όλοι νόμιζαν ότι είμαι ένα πρόβατο που οδηγείται στη σφαγή.”
Το συνέδριο δεν ήταν προετοιμασμένο για αυτό που ακολούθησε.
Υπερασπιζόμενος τη μουσική του, ο Snider μίλησε με λόγο υψηλού επιπέδου και λογικά επιχειρήματα λέγοντας ότι οι στίχοι ερμηνεύονται σύμφωνα με τη φαντασία, τις εμπειρίες και τις επιθυμίες του ακροατή, υπονοώντας ότι η Gore έχει απλά βρώμικο μυαλό. “Προφανώς η κυρία Gore έψαχνε για σαδομαζοχισμό στους στίχους και τον βρήκε”, δήλωσε ευθέως ο Snider φέρνοντας αμηχανία στην αίθουσα.
Όσο για το “Under the Blade”, ο Snider εξήγησε ότι στην πραγματικότητα είχε αντλήσει το θέμα του από την επέμβαση που είχε κάνει στο λαιμό του ο κιθαρίστας Eddie Ojeda.
Το δικαστήριο δεν είχε παρά να αποσύρει τις κατηγορίες.
Μπορεί ο Snider να κέρδισε τη “μάχη”, ωστόσο η εικόνα του συγκροτήματος είχε δεχθεί ένα σοβαρό πλήγμα, κάτι που φάνηκε άμεσα.
Δυο μήνες αργότερα, (9 Νοεμβρίου, 1985) και με παραγωγό τον Dieter Dierks (Scorpions/Accept), η μπάντα κυκλοφορεί την τέταρτη σε σειρά δουλειά της με τον τίτλο “Come Out and Play”.
Το album κινείται στην ίδια εμπορική/ pop κατεύθυνση της τελευταίας δουλειάς, χωρίς όμως να αποφέρει την αναμενόμενη επιτυχία.
Η σύγκρουση της μπάντας με την Tipper Gore και τη συντηρητική Αμερική της εποχής είχαν ως αποτέλεσμα οι άλλοτε “cool” Twisted Sister να αντιμετωπίζονται πλέον με καχυποψία, χάνοντας ένα μεγάλο μέρος του κοινού τους.
Και ενώ το MTV τους είχε ανοίξει διάπλατα τις πόρτες ένα χρόνο πριν, ξαφνικά -και χωρίς ιδιαίτερο λόγο- απαγόρευσε την προβολή του “Be Chrool to Your Scuel”, θεωρώντας το προσβλητικό και ακραίο.
Όσο για την περιοδεία που ακολούθησε, αποδείχθηκε ένα μεγάλο φιάσκο, με χαμηλή προσέλευση κοινού και πολλές ακυρωμένες ημερομηνίες.
Κάπως έτσι ξεκίνησε η κατιούσα πορεία για τους Twisted Sister.
Το “Come Out and Play” ήταν τελικά ένα από τα πρώτα CD που αποσύρθηκαν από την αγορά.
Μετά την απογοητευτική περιοδεία, η κλασσική σύνθεση της μπάντας διαλύεται, με τον Pero να αποχωρεί και τον Joey Franco (ex-Good Rats) να παίρνει τη θέση του. Ο Franco φέρει το παρατσούκλι “Seven”, λόγω του ότι ήταν ο έβδομος drummer της μπάντας.
Το 1987, ο Snider ξεκινά ένα solo project με σπουδαίους guest μουσικούς (όπως οι Reb Beach, Kip Winger και Steve Whiteman), το οποίο όμως η Atlantic Records δέχτηκε να κυκλοφορήσει μόνο ως album των Twisted Sister.
Έτσι, στις 13 Αυγούστου του 1987, βγαίνει στην αγορά το “Love Is for Suckers”.
Παρόλο που η υπόλοιπη μπάντα δεν είχε συμμετάσχει στις ηχογραφήσεις, αναφέρθηκε στο εξώφυλλο κανονικά.
Με την παραγωγή του γνωστού Beau Hill, ο ήχος του album είναι φανερά επηρεασμένος από το pop metal, που βρισκόταν στις μεγάλες του δόξες τότε, απογοητεύοντας για μια ακόμα φορά πολλούς από τους metal οπαδούς του σχήματος. Επιπλέον, τα μέλη εμφανίστηκαν για πρώτη φορά χωρίς το make-up που τους έκανε γνωστούς από το ξεκίνημά τους.
Εμπορικά, το album ήταν μια πλήρης αποτυχία και οδήγησε στη διάλυση του σχήματος στις 12 Οκτωβρίου του 1987, όταν ο Snider αποχώρησε ακυρώνοντας το συμβόλαιο με τη δισκογραφική εταιρία. Τα νέα ανακοινώθηκαν επισήμως τον Ιανουάριο του 1988.
Σύμφωνα με φήμες, εκείνη την περίοδο ο τραγουδιστής βρέθηκε αντιμέτωπος με τεράστια χρέη, αλλά και μια σοβαρή κατάθλιψη.
Στα χρόνια που ακολούθησαν, τις ένδοξες μέρες του συγκροτήματος έμειναν να μας θυμίζουν τα διάφορα live και best-of album που κυκλοφόρησαν, όπως τα: “Big Hits and Nasty Cuts” (1992), “Live At Hammersmith” (1994), “Club Daze Volume 1 & Volume 2” (1999) και “The Essentials” (2002).
Όσο για τα μέλη, παρέμειναν στον μουσικό χώρο, επενδύοντας το ταλέντο τους σε διάφορα project.
Συγκεκριμένα, ο Dee Snider σχημάτισε τους Desperado (αργότερα: Widowmaker) και τους Dee Snider’s SMFs, χωρίς ιδιαίτερη επιτυχία. Επιπλέον δούλεψε ως ραδιοφωνικός DJ, αλλά και παραγωγός ταινιών. Το 1998 μάλιστα έγραψε και πρωταγωνίστησε στην ταινία τρόμου “Strangeland”, για το soundtrack της οποίας οι Twisted Sister έκαναν μια έκτακτη επανένωση και ηχογράφησαν το κομμάτι “Heroes Are Hard to Find”.
Το 2001, η Koch Records κυκλοφόρησε το tribute album: “Twisted Forever: A Tribute To The Legendary Twisted Sister”, όπου συμμετείχε μια μεγάλη γκάμα καλλιτεχνών (Motörhead, Anthrax, Overkill, Cradle of Filth, Joan Jett, Sebastian Bach κ.ά.), αλλά και οι ίδιοι (!) οι Twisted Sister, διασκευάζοντας το κομμάτι “Sin city” των AC/DC.
Την ίδια χρονιά, οι T.S., με το κλασσικό line-up της εποχής του “Stay Hungry“, ενώνουν τις δυνάμεις τους με γνωστά ονόματα της metal σκηνής (Anthrax, Overkill, Sebastian Bach και Ace Frehley) και πραγματοποιούν μια συναυλία φιλανθρωπικού χαρακτήρα, όπου συγκεντρώνουν το ποσό των 100.000 δολαρίων.
Δεκατέσσερα χρόνια μετά το τελευταίο τους show, η υποδοχή από το κοινό ήταν κάτι παραπάνω από θερμή.
Έκτοτε, οι Twisted Sister, με την κλασσική τους σύνθεση (Snider, Ojeda, French, Mendoza, Pero) και με πλήρες make-up και στολές, συνεχίζουν να περιοδεύουν σε χώρες όλου του κόσμου, συμμετέχοντας στα μεγαλύτερα φεστιβάλ, αλλά και σε πολλά τηλεοπτικά show.
Τον Μάρτιο του 2004, με αφορμή την εικοστή επέτειο από την κυκλοφορία του “Stay Hungry”, μπαίνουν στο studio για την επανηχογράφηση του album, που κυκλοφόρησε με το όνομα “Still Hungry” και περιλάμβανε 7 bonus κομμάτια.
Το 2006, η μπάντα ξαναμπαίνει στο studio για το “A Twisted Christmas”, ένα album με heavy metal χριστουγεννιάτικη μουσική, το οποίο έγινε εμπορική επιτυχία και χαρακτηρίστηκε ως το δεύτερο καλύτερο Χριστουγεννιάτικο album, μετά από εκείνο του Elvis.
Την ίδια χρονιά, οι Snider και French συνεργάζονται με τους Lordi, για τους οποίους έκαναν την παραγωγή και έπαιξαν σε κάποια κομμάτια του “The Arockalypse”.
Στις 15 Οκτωβρίου του 2006, οι Twisted Sister εισήχθησαν στο Long Island Music Hall of Fame.
Κάποτε, κάποιοι θέλησαν να εξαφανίσουν τους T.S. από τον μουσικό χάρτη, θεωρώντας τους επικίνδυνα, προκλητικά σκουπίδια.
Οι ασυμβίβαστοι νεοϋορκέζοι όμως δεν τους έκαναν τη χάρη και συνεχίζουν ακάθεκτοι μέχρι και σήμερα τη live πορεία τους, με τον Dee Snider να αποτελεί μακράν έναν από τους απολαυστικότερους frontmen επί σκηνής.
Όσο για τους Έλληνες “Sick Mo-Fos”, θα έχουν την τύχη να τους απολαύσουν για μια ακόμη φορά σε Αθήνα (12/7) και Θεσσαλονίκη (13/7), μαζί με τους δικούς μας Outloud και George Gakis & The Troublemakers, αντίστοιχα.
Όπως θα έλεγε και ο Dee: “You can’t stop rock ‘n roll!!!”
Και σε δύσκολες εποχές όπως αυτή που διανύουμε, όταν όλα είναι αβέβαια και το μέλλον μοιάζει με θολό τοπίο, μην ξεχνάτε να απαντάτε σε αυτούς που σας ρωτάνε προκλητικά: «What do you wanna do with your life?»… Η απάντηση είναι μια… I WANNA ROCK!!! Και οι Twisted Sister ήταν αυτοί που μας το δίδαξαν!…
Γνωρίζατε ότι:
– Ο Snider είχε δηλώσει στον Johnny Carson (τηλεοπτικό παρουσιαστή) ότι το προτεινόμενο όνομα για την μπάντα ήταν το “This” (=αυτό) αλλά απορρίφθηκε με τον φόβο ότι οι θαυμαστές ίσως να το μετέτρεπαν σε “This sucks” (ελεύθερη μετάφραση: αυτό είναι χάλια).
– Πριν σχηματίσει τους Twisted Sister, ο Jay Jay French (τότε John Segal) έπαιζε σε μια μπάντα με το όνομα Rainbow, μαζί με τους Gene Simmons και Paul Stanley. Η μπάντα αποτέλεσε τις ρίζες του φαινομένου που αργότερα ονομάστηκε Kiss.