TNT: “XIII”

Από τη στιγμή που ένας Νορβηγός που τους ήξερε προσωπικά, μου εκμυστηρεύτηκε πως όταν περιόδευαν, ο Harnell κι ο Le Tekro ταξίδευαν σε διαφορετικά αυτοκίνητα, έπαψε να με ξαφνιάζει το συνεχές “μπες-βγες” του χαρισματικού τραγουδιστή από την California.

Η τελευταία του έξοδος έφερε στο γκρουπ τον Ισπανό τραγουδιστή Baol Bardot Bulsara, που είχε την επικίνδυνη αποστολή να υπερασπιστεί το 13ο προληπτικό άλμπουμ των Νορβηγών.

Ξεκινώντας από τα καλά νέα, και κόντρα στην τεράστια δυσπιστία για τον άγνωστο διάδοχο του μικροφώνου, ο  Baol είναι ένας άριστος μαθητής του Harnell: με πεντακάθαρη χροιά προσαρμοσμένη στα καλύτερα χρόνια του δασκάλου του (όντας ο ίδιος οπαδός των ΤΝΤ από την εφηβεία του), με ζηλευτή έκταση και συναίσθημα, προσπερνά με συνοπτικές διαδικασίες την πιθανότητα να υπάρχει φωνητικό ζήτημα στο άλμπουμ. Μέσα από 35 υποψήφιους διαδόχους από όλο τον κόσμο, μάλλον ακούγονται  άμεσα και εύκολα οι βασικοί λόγοι της επιλογής του.

Με την πραγματικότητα του κενού 8 χρόνων από την κυκλοφορία του “A Farewell To Arms”, και έχοντας ακούσει και διαβάσει τις δηλώσεις του Le Tekro για το “13”, βρίσκω τον ηγέτη και βασικό συνθέτη τους κάπως εκτός πραγματικότητας. Με αφετηρία τους πρώιμους Queen (;), και με την ανάγκη για διαφοροποίηση, το βασικό και προφανές νέο στοιχείο είναι μια περισσότερο pop προσέγγιση, τόσο στον ήχο και τις μικρές του προσθήκες και λεπτομέρειες, όσο και στο συνολικό ύφος. Βέβαια, οι ΤΝΤ, ήδη μετά το “Knights Of The New Thunder” είχαν ακολουθήσει περισσότερο ραδιοφωνικούς δρόμους, όμως με μια άλλη ηχητική προσέγγιση και διατηρώντας και κάποια στοιχεία ελεγχόμενης επιθετικότητας.

Όμως το κυρίαρχο ελάττωμα του άλμπουμ δεν είναι το γυαλισμένο ηχητικό περιτύλιγμα, είναι μάλλον το περιεχόμενο. Η πρώτη αίσθηση είναι αυτής μιας περίεργης ανομοιογένειας, κι αυτό δεν είναι και πολύ παράξενο, αν σκεφτεί κανείς πως 2-3 τραγούδια είχαν ολοκληρωθεί συνθετικά με τον Harnell, ενώ το υπόλοιπο άλμπουμ δουλεύτηκε στη διάρκεια συνθηκών αλλαγών. Ακόμα κι έτσι όμως, τα περισσότερα τραγούδια ακούγονται ημιτελή, αδούλευτα, απλοϊκά. Κάποια είναι τόσο απογοητευτικά που αγγίζουν σχεδόν τον αυτοσαρκασμό και είναι βέβαιο πως γρήγορα θα ξεχαστούν κι από τους ίδιους…

Η πρώτη επιλογή “κράχτη” στο “Get Ready For Some Hard Rock”, ένα ξέπλυμα των Leppard της εποχής του “Hysteria”, ήταν ενδεικτική της υπερβολικής δόσης ελαφρότητας που πνίγει το άλμπουμ. Κι αν ο Le Tekro προσπαθεί να πολλαπλασιάσει τις διαθέσεις και τις διαδρομές στο άλμπουμ, τις περισσότερες φορές καταλήγει σε μάλλον ανέμπνευστες ασκήσεις ύφους και ήχων.

Μέσα σε αυτή την αστοχία πρόθεσης και κατάληξης, θα επιστρέψει κανείς στο νοσταλγικό “Where You Belong”, στο ρυθμικό AOR δόλωμα “Can’t Breathe Anymore”, την αντήχηση του παρελθόντος τους στο “Tears In My Eyes” και στο υπέροχο “Sunshine”, σίγουρα το κορυφαίο τραγούδι του άλμπουμ, με πολλά ηχοχρώματα και την αίσθηση της περιπέτειας στην εξέλιξή του.

Ο Ισπανός ήρωας της ελεύθερης πτώσης του “13” τραγουδά “We ‘re Gonna Make It”, σε ένα single που σχεδόν αγγίζει τη σοφή, εθιστική αφέλεια της “Harnell-era” και σου αφήνει μια αμφίσημη γεύση. Αυτή τη φορά, είμαστε υποχρεωμένοι να απαντήσουμε “όχι”…

618
About Γιώργος Γεωργίου 540 Articles
Συνηθίζουν να λένε, «δείξε μου τους φίλους σου να σου πω ποιος είσαι»… Αν μπορούσε λοιπόν να ιδρύσει το δικό του “Cabaret Voltaire”, στους τοίχους του θα είχε κορνίζες με φωτογραφίες του Τάκη Τλούπα και πίνακες των David Bomberg και Edward Hopper. Πάνω στο πατάρι θα είχε τις δύσκολες περιπτώσεις, αυτούς που αν τελικά μάλωναν μεταξύ τους, θα έπρεπε να γίνει σε απομόνωση. Σε ειδικό “triryche design” τραπεζάκι ο Tate με τον De Garmo, και ακριβώς απέναντι σε ευρύχωρο καναπέ ο Fish με τον Steve Hogarth. Μοναχικό τραπέζι με κηροπήγιο και θέα από μικρό παράθυρο στην ομίχλη της πίσω αυλής ο Simon Jones. Φθαρμένο ημίψηλο σκαμπό και μίνι μπαρ δίπλα του για τον Nick Cave. Σκαλιστή πολυθρόνα για τον Ronnie James Dio, και κάθισμα VIP από το Villa Park για τον μουστάκια άρχοντα των ριφ. Φουτουριστικό κουπέ για τρεις σεβάσμιους κυρίους από τον Καναδά, μην τον ρωτήσεις ποιους. Κάτω σε περίοπτη θέση στο μπαρ, τον μορφονιό Joakim Larsson, για να τραβά τις ωραίες γυναίκες, και δίπλα του τον Jim Matheos να τον συμμαζεύει με την ψυχραιμία του όταν χρειάζεται. Σε ένα μικρό τραπέζι στην πιο σκοτεινή γωνιά, η περίεργη παρέα του David Sylvian, του Neil Hannon και του Paddy McAloon. Όταν κάθονται στο μπαρ και οι νεότεροι Einar Solberg, Daniel Tompkins και Daniel Estrin, η χημεία είναι πια ιδανική. Καθόλου άσχημα κι απόψε…