LIZZY BORDEN: “My Midnight Things”

Το αλλόκοτο πλουσιόπαιδο από το Los Angeles με τη χαρισματική φωνή, που αποφάσισε στο όνομα του αμερικάνικου metal να ζήσει την υπόλοιπη ζωή του με το όνομα μιας διάσημης γυναίκας δολοφόνου, επιστρέφει.

Περίπου έντεκα χρόνια μετά το τελευταίο δισκογραφικό χτύπημα του “Appointment With Death” και με ορμητήριο το μόνιμο καταφύγιο της Metal Blade, το ιδρυτικό δίδυμο του εκκεντρικού τραγουδιστή με τον ντράμερ Joey Scott γράφει το νέο, έβδομο κεφάλαιο στην ιστορία των Lizzy Borden. Με τη μόνιμη πια από το 1992 συνοδεία του μπασίστα Marten Andersson, και τον δραστήριο και με Metal Church, Vicious Rumors, Heathen, Dokken, κιθαρίστα Ira Black, ακούγονται να έχουν βασική προτεραιότητα μια σύγχρονη προσέγγιση.

Αυτό ξεκινά αρχικά από την παραγωγή των Borden/Scott που βασίζεται σε πρότυπα μοντέρνου stadium rock και σε συνδυασμό με την παράδοση του γκρουπ ακροβατεί σε ένα αποτέλεσμα που βολεύει τις χαρακτηριστικές φωνητικές μελωδίες και τακτικές του Lizzy, αλλά ταυτόχρονα επιτρέπει και μικρούς νεωτερισμούς. Άλλωστε στην πραγματικότητα το “My Midnight Things” είναι ένα σύνολο καλογραμμένων, ευκολομνημόνευτων, μελωδικών heavy τραγουδιών με αρκετά pop στοιχεία. 

Ας μην ξεχνάμε πως αυτό δεν είναι ολοκληρωτικά άγνωστο στη διαδρομή του γκρουπ ως σήμερα, απλά στον έβδομο δίσκο δεν υπάρχουν έντονες διαφοροποιήσεις μεταξύ των τραγουδιών. Η κατεύθυνση είναι συμπαγής, προφανής και συγκεκριμένη, όσο κι αν η έναρξη με το ομώνυμο εξαιρετικό “My Midnight Things” είναι ίσως ο πιο προφανής αλληθωρισμός στο παρελθόν. Μαζί με τα επόμενα τρία τραγούδια, όλα επιδέξια φινιρισμένα δείγματα ραδιοφωνικού heavy rock, συμπληρώνεται μια ομοιογενής ακολουθία τραγουδιών που πιθανά θα φέρει στο μυαλό και κάποιες αντηχήσεις από την εποχή του “Visual Lies”, μόνο σαν ύφος.

Όσο προχωράμε βαθύτερα στο άλμπουμ, οι μικρές δοκιμές ηχητικών αποκλίσεων πληθαίνουν. Με το “Perfect Poison” να είναι το πιο ασυνήθιστο-συγκριτικά- τραγούδι του δίσκου, οι στιγμιαίες εντυπώσεις επιδράσεων περνούν από Cheap Trick, 30 Seconds To Mars και φτάνουν μέχρι τους πρώιμους…Killers και British Sea Power (“Run Away With Me”). 

Το “Our Love Is God” είναι μάλλον το πιο προφανές filler του δίσκου, ενώ το μελωδικό, ατμοσφαιρικό  reprise του ομώνυμου είναι παραπάνω από ευπρόσδεκτο. Το ανθεμικό “We Belong To The Shadows” κλείνει την ακρόαση κάνοντας τη stadium rock εντύπωση αδιαπραγμάτευτη.

Η επιστροφή των Lizzy Borden έχει το θάρρος να ψάχνει την εξέλιξη και τη θέση της στη σύγχρονη μουσική πραγματικότητα. Με στόχο τη μελωδία και σύμμαχο έναν ήχο πιο μοντέρνο, η αειθαλής και αναγνωρίσιμη φωνή του Lizzy είναι τελικά αυτή που φιλτράρει το αποτέλεσμα και μειώνει την απόσταση. Σίγουρα δεν θα βρεις μέσα τον απόγονο του “Rod of Iron” ή του “Visions”, αλλά θα έχεις τα γνωστά, εθιστικά, ψυχαγωγικά τερτίπια τους που μεγαλώνουν και γρήγορα με κάθε νέα ακρόαση.

Ναι για όσους τους ακολούθησαν σε όλες τις μεταστροφές και μεταμφιέσεις του Lizzy μέσα στα χρόνια, όχι γι’  αυτούς που θα ψάξουν απεγνωσμένα τον παλιό σημαιοφόρο του U.S. Metal…

708
About Γιώργος Γεωργίου 540 Articles
Συνηθίζουν να λένε, «δείξε μου τους φίλους σου να σου πω ποιος είσαι»… Αν μπορούσε λοιπόν να ιδρύσει το δικό του “Cabaret Voltaire”, στους τοίχους του θα είχε κορνίζες με φωτογραφίες του Τάκη Τλούπα και πίνακες των David Bomberg και Edward Hopper. Πάνω στο πατάρι θα είχε τις δύσκολες περιπτώσεις, αυτούς που αν τελικά μάλωναν μεταξύ τους, θα έπρεπε να γίνει σε απομόνωση. Σε ειδικό “triryche design” τραπεζάκι ο Tate με τον De Garmo, και ακριβώς απέναντι σε ευρύχωρο καναπέ ο Fish με τον Steve Hogarth. Μοναχικό τραπέζι με κηροπήγιο και θέα από μικρό παράθυρο στην ομίχλη της πίσω αυλής ο Simon Jones. Φθαρμένο ημίψηλο σκαμπό και μίνι μπαρ δίπλα του για τον Nick Cave. Σκαλιστή πολυθρόνα για τον Ronnie James Dio, και κάθισμα VIP από το Villa Park για τον μουστάκια άρχοντα των ριφ. Φουτουριστικό κουπέ για τρεις σεβάσμιους κυρίους από τον Καναδά, μην τον ρωτήσεις ποιους. Κάτω σε περίοπτη θέση στο μπαρ, τον μορφονιό Joakim Larsson, για να τραβά τις ωραίες γυναίκες, και δίπλα του τον Jim Matheos να τον συμμαζεύει με την ψυχραιμία του όταν χρειάζεται. Σε ένα μικρό τραπέζι στην πιο σκοτεινή γωνιά, η περίεργη παρέα του David Sylvian, του Neil Hannon και του Paddy McAloon. Όταν κάθονται στο μπαρ και οι νεότεροι Einar Solberg, Daniel Tompkins και Daniel Estrin, η χημεία είναι πια ιδανική. Καθόλου άσχημα κι απόψε…