Μια ορχηστρική, βιβλική εισαγωγή με τον τίτλο “The Genesis” είναι αρκετή να γεννήσει υποψίες πως έχεις να κάνεις με μια χριστιανική metal μπάντα. Κι όταν οι πληροφορίες λένε πως έχουν περιοδεύσει με τους Stryper και τους Theocracy, οι αμφιβολίες χάνονται γρήγορα.
Οι τεξανοί power metallers, όπως αυτοχαρακτηρίζονται, ιδρύθηκαν το 2010, και πριν το φρέσκο φρούτο “The Great Divide”, έχουν κυκλοφορήσει το ομότιτλο πρώτο άλμπουμ το 2012, και το “Carry The Fire” το 2015. Από τότε άλλωστε έχουν βρει καταφύγιο στην σουηδική εταιρία Ulterium Records, η οποία τρέφει μια αδυναμία για πιστούς metal μουσικούς.
Το τρίτο άλμπουμ αποτελεί ουσιαστικά μια νέα αφετηρία για το γκρουπ, καθώς ο κιθαρίστας και αρχηγός Dave Harvey έχει αλλάξει ολοκληρωτικά τη σύνθεση, φέρνοντας τον Neil Bertrand στο μπάσο, τον Steve Nichols στα ντραμς, ενώ ποντάρει πολλά και στο νέο τραγουδιστή Travis Wills.
Στην πραγματικότητα ο ήχος τους συνοδεύεται πολύ συχνά από synths, κάνοντας το αποτέλεσμα να ακούγεται περισσότερο συμφωνικό, παρά αμιγώς power metal. H φωνή του Wills είναι καθαρή, με έκταση και δυνατότητες και ουσιαστικά οδηγεί τα τραγούδια με την παρουσία της, κοντά στην παράδοση των υψίφωνων τραγουδιστών του είδους.
Συνθετικά ο δίσκος χαρακτηρίζεται από μια γενική συμπάθεια που έχει να κάνει με καλογραμμένες, δουλεμένες συνθέσεις και, εμφανώς καλύτερα από το παρελθόν τους, φωνητικά. Ταυτόχρονα όμως λείπει η διαφοροποίηση μεταξύ των τραγουδιών, που θα τα κάνει πιο διακριτά και θα δώσει βάθος στο δίσκο. Και η τακτική στην εξέλιξη των τραγουδιών είναι παρόμοια, όπως και οι ταχύτητες αλλά και οι μελωδίες αρκετά συγγενικές. Η γενική συνταγή είναι επίσης κάπως παλιομοδίτικη, λοξοκοιτώντας στα 90’s, ενώ και ο ήχος, κυρίως στα πλήκτρα, παραπέμπει περισσότερο στο παρελθόν.
Φυσικά υπάρχουν και οι στιγμές που ξεχωρίζουν περισσότερο, καθώς το άλμπουμ ανοίγει και κλείνει με δύο πολύ καλές συνθέσεις, όπως το πρώτο, ουσιαστικά μετά την εισαγωγή, “Break the Tide”, και το ομότιτλο “The Great Divide” στο τέλος. Στη μέση του, εντύπωση κάνουν το επικό “Till the End”, και η power ballad “In your Silence”, ενώ το “Behind the Time” είναι ξεκάθαρα από τα πιο χαρακτηριστικά τραγούδια με εξαιρετικά φωνητικά.
Χωρίς να είναι άσχημο, το τρίτο άλμπουμ των Millennial Reign δύσκολα θα κάνει τη διαφορά. Οι νοσταλγοί ακροατές του συγκεκριμένου ιδιώματος θα εκτιμήσουν ευκολότερα και γρηγορότερα τα θετικά του και ίσως ανακαλύψουν και περισσότερα, οι υπόλοιποι όμως θα το προσπεράσουν γρήγορα.