Ελβετία, Ζυρίχη, 1983.
Ο drummer Markus Edelmann (από εδώ και πέρα ως Marky) προσπαθεί να σχηματίσει μια μπάντα για να επιδοθεί στο αγαπημένο του “σπορ”, το heavy metal. Βρίσκει βοήθεια από τον φίλο του Oliver Amberg που αναλαμβάνει τα φωνητικά, το μπάσο και τις κιθάρες και ηχογραφούν το demo “Depth of Hell” με υλικό που προσέγγιζε το ύφος των Motley Crue, δίνοντας παράλληλα τοπικά live με τη βοήθεια φίλων που συμπλήρωναν το line up. Αυτή είναι η πρώιμη μορφή των Coroner, ενός ονόματος που στη συνέχεια έμελλε να παίξει καθοριστικό ρόλο στην ευρωπαϊκή extreme metal τεχνοτροπία.
Η συγκεκριμένη μορφή των Coroner αποδείχτηκε θνησιγενής και το σχήμα στις αρχές του 1985 διαλύεται, για να ανασυσταθεί μερικούς μήνες αργότερα από τον Marky με αλλαγή στη μουσική κατεύθυνση σε πιο βάρβαρα πεδία, όπως στο νεοφερμένο εξ Αμερικής φρούτο και τότε έφηβο thrash metal. Η σύνθεση ολοκληρώνεται (και θα παραμείνει ίδια ως την διάλυση του σχήματος) με τους Tommy Vetterli στην κιθάρα και τον μπασίστα Ronald Broder -οι οποίοι χρησιμοποιούν τα ψευδώνυμα Tommy T. Baron και Ron Royce αντίστοιχα- και μπαίνουν στο studio για να ηχογραφήσουν το πρώτο demo με τη νέα σύνθεση, το θρυλικό “Death Cult”. Μιας που οι Marky και Tommy είχαν ήδη δουλέψει ως roadies των Celtic Frost στην “Tragic Serenades” περιοδεία τους, πείθουν τον Tom G. Warrior (Hellhammer, Celtic Frost, Apollyon Sun και πρόσφατα Triptykon) να αναλάβει τα φωνητικά του demo, το οποίο και κυκλοφορεί ανεξάρτητα.
Οι Coroner αποκτούν έναν πρώτο πυρήνα οπαδών και, με τον Ron να αναλαμβάνει πλέον τα φωνητικά, ξαναμπαίνουν στο studio το 1987 για να ηχογραφήσουν το “R.I.P.”, ένα ακόμη demo – προπαραγωγή ουσιαστικά του πρώτου τους album. Παράλληλα διαπραγματεύονται με εταιρίες για υπογραφή ενός συμβολαίου που θα τους εξασφαλίσει την προώθηση και τη διανομή της δουλειάς τους. Η εταιρία που θα τους εντάξει τελικά στους κόλπους της είναι η τότε κραταιά γερμανική Noise records, σπίτι για πολλές μπάντες που έκαναν μεγάλο όνομα (Helloween και Running Wild μεταξύ άλλων). Το συγκρότημα μεταβαίνει στο Βερολίνο και με παραγωγούς τους ίδιους ηχογραφεί εκ νέου το “R.I.P.” το οποίο κυκλοφορεί σαν debut full length στα τέλη της χρονιάς.
Το “R.I.P.” παρουσιάζει μια μπάντα που ναι μεν ανήκει στο χώρο του thrash metal αλλά με τόσο ιδιαίτερο υλικό που αυτομάτως διαχωρίζει το στυλ της σε σχέση με τις υπόλοιπες κυκλοφορίες που έφεραν την thrash σφραγίδα. Η βάση της μουσικής τους εμπεριείχε την ακρότητα των Celtic Frost και τις ταχύτητες που χαρακτηρίζουν το προαναφερθέν ιδίωμα, αλλά οι τεχνικές ικανότητες των μελών που απαρτίζουν το σχήμα δεν μένουν απαρατήρητες. Φρενήρες και τεχνικότατο το riffing του Vetterli, με solos που αποστασιοποιούνται των συνηθειών της εποχής -δηλαδή της Hanneman-ικής “κουλαμάρας” και της ρυθμικής ανεξέλεγκτης φύσης. Οι δε στίχοι του Marky δείχνουν να εστιάζουν σε συνήθη “θανατολογικά” θέματα, αλλά με πολιτικές και κοινωνικές προεκτάσεις. Οι Coroner δομούν τη μουσική τους με μια ξεχωριστή τεχνική, θέτοντας τις βάσεις μιας ολόδικής τους τεχνοτροπίας, κάτι που παρουσιάζεται μέσω των πολλών instrumental θεμάτων που λειτουργούν κυρίως ως intros των εξαιρετικών “Nosferatu”, “Totentanz”, “Spiral Dream” (με στίχους από τον Tom G. Warrior, εμφανίστηκε μόνο στη CD version του album), “Reborn Through Hate”, “Suicide Command”, “When Angels Die” και “Fried Alive”. Πολύ καλή δουλειά, και σίγουρα το remaster που υπέστη αναδεικνύει το υλικό του δίσκου σε σχέση με το original, το οποίο σαν πρωτόλεια προσπάθεια και με δεδομένο ότι βρισκόμαστε στην “Ιουράσια” περίοδο του ευρωπαϊκού extreme ήχου είχε εμφανείς ηχητικές αδυναμίες – κάτι καθόλου αφύσικο καθώς το 90% των παραγωγών κάπως έτσι ακουγόταν. Κάνε μια σύγκριση, φίλε αναγνώστη, π.χ. με το “Scream Bloody Gore” των Death από την άλλη πλευρά του Ατλαντικού.
Η thrash κοινότητα βρέθηκε απροετοίμαστη μπροστά στην αποστεγανοποίηση από τα κλισέ του ρεύματος που είχε συνηθίσει στις “ορθόδοξες” πρακτικές της εποχής, αλλά οι Coroner αποφάσισαν να εξελίξουν τις μοναδικότητες που παρουσίασαν στο debut τους. Έτσι, μόλις έναν χρόνο μετά, ξαναμπαίνουν σε (διαφορετικό αυτή τη φορά) studio του Βερολίνου και το καλοκαίρι του 1988 βγάζουν στο φως τη δεύτερη full length δημιουργία τους, το “Punishment for Decadence”. Η μουσική της μπάντας δεν παρεκκλίνει σε πολλά από τον προκάτοχό του αλλά συνολικά η δουλειά αυτή είναι ανώτερη σε όλους τους τομείς αποτελώντας ένα μικρό μεν αλλά σίγουρα εξελικτικό βήμα. Καλύτερη, πιο αμβλυμμένη παραγωγή, αυξημένη τεχνική παρουσίαση με πολλές φορές στριφνά riffs που ρέπουν προς το νεογέννητο τότε death metal, φουριόζικο rhythm section και παγίωση των φωνητικών γραμμών που απέχουν από τα συνηθισμένα, με τον Ron να παραμένει σε προσγειωμένα επίπεδα και τη φωνή του να αναδεικνύει σε ενισχυμένες δόσεις μια μοχθηρία που δρα αντιθετικά ως προς το background, προσδίδοντας ένα ενδιαφέρον αποτέλεσμα, μια μίξη εκλογικευμένης τρέλας. Η παραγωγή, βελτιωμένη συγκριτικά με το “R.I.P.”, συνεχίζει να μειονεκτεί σε σχέση με τη συνολική εικόνα του album αλλά πλέον είναι φανερό ότι η συνθετική δύναμη των Coroner είναι ικανή να παρακάμψει αυτήν την αδυναμία, κάτι που ακούγεται στα “Masked Jackal” (το οποίο οπτικοποιήθηκε και ως – το πρώτο τους– video clip), “Arc-Lite” (τρομερό instrumental), “Skeleton on Your Shoulder”, “The New Breed’ και στην “αλλού” διασκευή του “Purple Haze” του μεγάλου Jimi Hendrix. Εξαιρετικός δίσκος αλλά τελικά πολύ λίγος σε σχέση με το έπος που ακολούθησε έναν μόλις χρόνο μετά…
…“No More Color” ! Ένα κολοσσιαίο album το οποίο για τον γράφοντα απετέλεσε το σημείο που από πιτσιρικάς hard rocker έγινε συνειδητοποιημένος metaller, σφραγισμένος σαν τα μοσχαράκια του Φαρ Ουέστ και αλλάζοντας διά παντός την γενικότερη αντίληψή του πάνω στην Τέχνη. Μακράν το μεγαλύτερο πολιτισμικό shock που υπέστη! Η επιτομή της συνουσιαζόμενης τεχνοκρατικής προοδευτικότητας με την ηδονή που προσφέρουν τα αμιγώς thrash στοιχεία. Μελωδικότητα, υψηλές ταχύτητες και δοκιμιακή στιχουργία συμπλέκονται για να παράγουν ίσως το πληρέστερο album θεωρητικού μίσους. Καταπληκτικές riffοσειρές από τον Vetterli που δείχνει (απολύτως δίκαια) να διεκδικεί τον τίτλο του guitar hero, φοβερές ερμηνείες από τον Ron με την απόγνωση των σύγχρονων καιρών να μεταφέρεται στο ακέραιο, εκπληκτική συνθετική αμεσότητα με σαφείς στιλιστικές κατευθύνσεις και οικειότητα με το thrash παρελθόν της μπάντας. Το αποτέλεσμα; Ένα ολοκληρωμένο έργο Τέχνης που τέθηκε αυτομάτως στο Πάνθεον και εξασφάλισε στους Coroner την metal αθανασία μέσω των αριστουργηματικών “Die By My Hand”, “No Need to Be Human”, “Read My Scars”, ”D.O.A.”, “Mistress of Deception”, “Tunnel of Pain”, “Why It Hurts” και του εκπληκτικού επίλογου του “Last Entertainment”. Όσο για τον ήχο, θα έλεγα ότι το remaster είναι αχρείαστο γιατί ο original ήχος συνέβαλλε επί τοις ουσίας στη συνολική αξία του album. Η βρωμιά του είναι βασικό στοιχείο που εξυψώνει το άκουσμα και η προσωπική μου γνώμη είναι ότι η “γυαλάδα” ναι μεν καθαρίζει τα κομμάτια αλλά μάλλον μειώνει – έστω και σε πολύ μικρό βαθμό – το θηριώδες primitive συναίσθημα και την οργισμένη φύση του (χωρίς βέβαια να αλλοιώνεται η κορυφαία συνθετική αισθητική που παρουσίασαν οι Coroner). Θρυλικό album, μέσα στα καλύτερα που κυκλοφόρησαν υπό τον όρο “metal” από καταβολής του και απόλυτο must για τη νέα thrashing γενιά.
Ως επανακυκλοφορίες, η αγορά των τριών πρώτων album των Coroner, αυτού του θαυμαστού trio, δεν είναι απαραίτητη για κάποιον που κατέχει την original δισκογραφία τους. Για αυτούς όμως που δεν έχουν επαφή θα έλεγα να τρέξουν αμέσως στο δισκάδικο και να αποκτήσουν τα τεκμήρια μιας από τις πιο ριζοσπαστικές μπάντες που εμφανίστηκαν στον ακραίο χώρο. Με σπουδαία μουσική από σπουδαίους μουσικούς. Εύχομαι μετά την επανασύνδεση του 2010 (αφού διέλυσαν αμέσως μετά από το καταπληκτικό “Grin” του 1993 – αλλά αυτά θα τα πούμε άλλη φορά) και πλέον με τον Diego Rapacchietti πίσω από το drum kit, να επανέλθουν με ένα νέο album και να με επανακαθορίσουν. Πραγματικά, αυτό το εύχομαι ολόψυχα! I know why it hurts!
741