LORDS OF BLACK: “Icons Of The New Days”

Τρεις Ισπανοί κι ένας, διάσημος πλέον, Χιλιανός αποτελούν τους Lords Of Black. Το 2014 ο γνωστός στη σκηνή της χώρας του κιθαρίστας Tony Hernando (σόλο καλλιτέχνης αλλά και πρώην μέλος των Saratoga) μαζί με τον drummer Andy C και τον τραγουδιστή Ronnie Romero ξεκίνησαν τη διαδρομή τους, για να προστεθεί σύντομα και ο μπασίστας Dani Criado. Μετά το ομότιτλο ντεμπούτο του 2014 και το “II” του 2016, επιστρέφουν με τον τρίτο δίσκο τους.

Όλα τα φώτα στράφηκαν πάνω τους μετά τη στρατολόγηση του Ronnie Romero από τον Ritchie Blackmore για την αρχικά συναυλιακή αναβίωση των Rainbow αλλά και την ηχογράφηση νέας μουσικής, καθώς ήδη κυκλοφόρησε το single “Waiting For a Sign”. O Romero έχει αποδειχθεί εξαιρετικά περιζήτητος και δραστήριος, με αρκετές studio ηχογραφήσεις σε projects και έκτακτες συμμετοχές.

Κάνοντας μια πρώτη επίσκεψη στα δώδεκα νέα τραγούδια τους δεν μένει καμιά αμφιβολία πώς από την πρώτη τους ηχογράφηση οι Lords Of Black είχαν μια πολύ συγκεκριμένη μουσική χώρα να χαρτογραφήσουν και είναι προσηλωμένοι μέχρι σήμερα σε αυτό. Το μοντέρνο metal τους, γεννημένο από την ψυχή του κλασικού, βασισμένο σε επιβλητικά riff και μελωδικά φωνητικά, ενισχύεται από μια πιο σύγχρονη ηχητικά προσέγγιση, κάποια διακριτικά prog στοιχεία (δύσκολο να αγνοήσεις τα παράλληλα -σε στιγμές- θέματα με τα riff του Tore Ostby), κι ένα πιο εξεζητημένο performing, προσαρμοσμένο στα δεδομένα της εποχής.

Το συνθετικό ξεκίνημα, μάλιστα, είναι ιδανικό, καθώς τα “World Gone Mad” και “Icons of the New Days” είναι εξαιρετικά καλογραμμένα, με όμορφες διαδοχές και παράλληλα δίνουν απόλυτα το στίγμα τους σε κάποιον που θα τους ακούσει για πρώτη φορά. Το βασικό συνθετικό δίδυμο των Romero/Hernando είναι ξεκάθαρα οι πρωταγωνιστές του group. Η ερμηνεία του Χιλιανού, (ο Blackmore τον έχει περιγράψει σαν ένα συνδυασμό Dio και Mercury) είναι το βαρύ πυροβολικό που μεταμορφώνει τις συνθέσεις σε φορτισμένους, δραματικούς ύμνους, και η φωνή του, χαρακτηριστικά ελεύθερη ανάμεσα στο γρέζι και το χρώμα, ανεβάζει επίπεδο σε όποια γραμμή ακουμπά.

Όσο κι αν δώδεκα νέα τραγούδια με γεμάτες διάρκειες είναι πολλά, το album δεν μοιάζει να χωλαίνει σε καμιά στιγμή της διαδρομής. Η δυναμική τους μοιάζει κατασταλαγμένη και δεν πέφτει χαμηλότερα, αν εξαιρέσει κανείς μια-δυο συνθέσεις που φλερτάρουν ελαφρά με την αδυναμία του “filler”. Από την άλλη βέβαια, κάποια τραγούδια υψώνονται σε σπουδαίο επίπεδο, όπως τα δύο πρώτα του δίσκου: το αγωνιώδες και ιδιαίτερα περιγραφικό “When a Hero Takes a Fall”, το πειστικό και επικό με εναλλαγές διαθέσεων “King’s Reborn” και τέλος το απλωμένο σε διάρκεια και ηχητική διαδρομή “All I Have Left”. Η παραγωγή που έγινε από τον Hernando και τον Roland Grapow αναδεικνύει ιδανικά το χαρακτήρα τους και ενισχύει με το απαραίτητο σύγχρονο περιτύλιγμα τον παραδοσιακό πυρήνα τους. Σημαντική διάγνωση στο “Icons…” αποτελεί για μια ακόμα φορά το πλήθος των μελωδικών θεμάτων του Hernando που χαρακτηρίζουν θετικά τα τραγούδια και αποφεύγουν τη φλυαρία.

Γι’  αυτούς που θέλουν κάτι περισσότερο υπάρχει και η ειδική έκδοση, με δύο επιπλέον τραγούδια τους αλλά και τις διασκευές από “Innuendo” (Queen), “Only” (Anthrax), Tears of The Dragon (Bruce Dickinson) και Edge of The Blade (Journey).

Οι Lords Of Black αποτελούν μια σίγουρη επιλογή για τον ακροατή του σύγχρονου, κλασικού metal. Αν φανερά τους λείπει κάτι, αυτό είναι η διαφοροποίηση και η τόλμη να διευρύνουν τις επιλογές τους. Βέβαια, για άλλους αυτό καταλογίζεται στα θετικά του γκρουπ…

723
About Γιώργος Γεωργίου 540 Articles
Συνηθίζουν να λένε, «δείξε μου τους φίλους σου να σου πω ποιος είσαι»… Αν μπορούσε λοιπόν να ιδρύσει το δικό του “Cabaret Voltaire”, στους τοίχους του θα είχε κορνίζες με φωτογραφίες του Τάκη Τλούπα και πίνακες των David Bomberg και Edward Hopper. Πάνω στο πατάρι θα είχε τις δύσκολες περιπτώσεις, αυτούς που αν τελικά μάλωναν μεταξύ τους, θα έπρεπε να γίνει σε απομόνωση. Σε ειδικό “triryche design” τραπεζάκι ο Tate με τον De Garmo, και ακριβώς απέναντι σε ευρύχωρο καναπέ ο Fish με τον Steve Hogarth. Μοναχικό τραπέζι με κηροπήγιο και θέα από μικρό παράθυρο στην ομίχλη της πίσω αυλής ο Simon Jones. Φθαρμένο ημίψηλο σκαμπό και μίνι μπαρ δίπλα του για τον Nick Cave. Σκαλιστή πολυθρόνα για τον Ronnie James Dio, και κάθισμα VIP από το Villa Park για τον μουστάκια άρχοντα των ριφ. Φουτουριστικό κουπέ για τρεις σεβάσμιους κυρίους από τον Καναδά, μην τον ρωτήσεις ποιους. Κάτω σε περίοπτη θέση στο μπαρ, τον μορφονιό Joakim Larsson, για να τραβά τις ωραίες γυναίκες, και δίπλα του τον Jim Matheos να τον συμμαζεύει με την ψυχραιμία του όταν χρειάζεται. Σε ένα μικρό τραπέζι στην πιο σκοτεινή γωνιά, η περίεργη παρέα του David Sylvian, του Neil Hannon και του Paddy McAloon. Όταν κάθονται στο μπαρ και οι νεότεροι Einar Solberg, Daniel Tompkins και Daniel Estrin, η χημεία είναι πια ιδανική. Καθόλου άσχημα κι απόψε…