Παρακολουθώντας τα youtube βίντεο που προμοτάρουν το Oceanography του Charlie Barnes, και προσπαθώντας να αποκτήσω μια πρώτη ιδέα για το ποιόν του, μπερδεύτηκα λίγο. Περισσότερο μιλάει για τη μπάντα στην οποία συμμετέχει σαν session κιθαρίστας στα live, τους Bastille (το χιτάκι “Things We Lost in the Fire” είναι δικό τους), παρά για τα δικά του πλάνα. Συνοψίζοντας πάντως, πρόκειται για το 2ο προσωπικό δίσκο του Bρετανού (πέραν κάποιων λιγότερο επίσημων κυκλοφοριών), που συνθέτει, με βάση κυρίως πιάνο/synths, παίζει κιθάρες, και τραγουδάει με μια μελωδική και καθαρή φωνή που φέρνει λίγο από Tom Chaplin των Keane ή Fyfe Dangerfield των Guillemots.
Πρόκειται για one man band, αλλά και δεν πρόκειται. Εν προκειμένω, στο “Oceanography” σημαντική είναι η συμμετοχή του Steve Durose, κιθαρίστα των Oceansize, μιας εναλλακτικής ροκ μπάντας με προοδευτικά στοιχεία που δεν υπάρχει πια αλλά μεσουράνησε την προηγούμενη δεκαετία, ο οποίος αναλαμβάνει την παραγωγή και συνεισφέρει κιθάρες και μπάσο στον παρόντα δίσκο. Η μουσική γράφτηκε στο δρόμο, περιοδεύοντας με τους Bastille, και τα κομμάτια του παζλ συναρμολογήθηκαν εκ του μακρόθεν μεταξύ δημιουργού και παραγωγού/συνεργού. Μοιάζει δύσκολο, αλλά υπάρχουν άπειρα παραδείγματα που η απόσταση δεν κατέστρεψε τη χημεία.
Η πρώτη εντύπωση ήταν μάλλον χλιαρή, αφού πολλές συνθέσεις θύμισαν ξεθυμασμένους Travis και Keane. Αλλά πιο προσεκτικές ακροάσεις ανέδειξαν πειραματισμό και πιο περιπετειώδεις προσεγγίσεις, που έφεραν με τη σειρά τους πιο πολλές ακροάσεις, σε ένα θετικό σπιράλ. Ίσως ο χαρακτηρισμός prog pop που αποδίδει ο ίδιος στη μουσική του να μην απέχει και τόσο από την πραγματικότητα.
Μια αναμφισβήτητη θετική επιρροή είναι οι Muse και ο Matt Bellamy, κυρίως του οπερατικού/Queen-dominated Resistance. Τα Ruins και Τhe Weather που κλείνει το δίσκο είναι κλασικά παραδείγματα. Το ομώνυμο τραγούδι, καθώς και το θαυμάσιο One Word Answers, που αποδεικνύει πεντακάθαρα ότι ο τύπος έχει στιβαρές songwriting ικανότητες, είναι τα highlights του δίσκου, μαζί με το Legacy με τις εξαιρετικές φωνητικές μελωδίες και το όμορφο ρεφρέν. Στον αντίποδα πιο εσωτερικών αναζητήσεων (Former Glories, ένα παραλίγο tribute στον Scott Walker εποχής Climate of Hunger), υπάρχουν και καθαρά synth pop στιγμές σαν το σπιρτόζικο Will & Testament, που παρά την εμπορική τους χροιά επίσης βοηθούν την πλάστιγγα να γείρει συνολικά στο θετικό. Από την άλλη μεριά όμως της ζυγαριάς υπάρχουν και ξενέρωτες ποπ/ροκ στιγμές που υπολείπονται πρωτοτυπίας όπως το Maria, που τραβούν το σύνολο κάτω.
Είναι προφανές ότι η ροπή σε κάποια πολυπλοκότητα που πιθανόν δίνει η συμμετοχή του Durose είναι αυτό που ξεχωρίζει στο άλμπουμ. Δε θα δονήσει τα ηχεία σας, αλλά μέσα στις μειλίχιες συνθέσεις υπάρχει μια υφέρπουσα ενέργεια που ψάχνει διαφυγή. Εκεί είναι και η αξία του δίσκου, πέρα από μια καλή φωνή.
697