Οι Crone είναι ένα dark rock σχήμα από την από τη Β. Γερμανία, αποτελούμενη από τους Markus Renzenbrink στα τύμπανα, τον Phil Jonas στην κιθάρα και στην φωνή, τον Pascal Heemann στην κιθάρα, και τον Daniel Meier στο μπασο.
Το Godspeed είναι η δεύτερη κυκλοφορία τους μετά το Gehenna (ΕΡ) του 2014. Όχι ακριβώς και πολύ παραγωγικοί λοιπόν, οι Γερμανοί εκ πρώτης όψεως…
Καταρχάς το πρώτο πράγμα που παρατηρείς όταν αγοράσεις το άλμπουμ των Γερμανών, είναι το καταπληκτικό εξώφυλλο και γενικά το artwork είναι πολύ ψαρωτικό και ανωτέρου επιπέδου. Σε προδιαθέτει για ήχους διαστημικούς και απόκοσμους και γενικά για κάτι που θα αποτελέσει ηχητική εμπειρία. Μετά ακούς το άλμπουμ και καταλαβαίνεις πόσο έξω έπεσες…
Πιο αναλυτικά τώρα, με τη παραπάνω φράση δεν εννοώ αναγκαστικά ότι ο δίσκος δεν είναι καλός (εξάλλου πέρα από μία αντικειμενική – ηχητική ανάλυση, το “καλός” ή “κακός” δίσκος είναι εντελώς υποκειμενικό), απλά ότι δεν έχει απολύτως καμία σχέση με αυτό που πιστεύω επιτηδευμένα προσπάθησαν με αυτό το εξώφυλλο να περάσουν στο κοινό οι Γερμανοί. Λειτουργεί άψογα το τρικ αφού αγοραστές δίσκων όπως ο γραφών, που συχνά αγοράζουν (κυρίως βινύλιο) με ένστικτο, στηριζόμενοι στην επιλογή της αισθητικής του artwork, θα πέσουν θύματα του μάρκετινκ.
Όπως προείπαμε, το σχήμα χαρακτηρίζεται από τον dark ήχο. Η πρώτη μου απορία-ένσταση είναι γιατί όταν κάποιος προσπαθεί να πουλήσει κάτι σαν “dark” – “darkwave” κτλ, πρέπει να έχει έναν ήχο ξεπερασμένο. Τον δίσκο τον άκουσα πολλάκις και σε πολλά διαφορετικά ηχοσυστήματα και με 3 διαφορετικά headsets, κάποια από αυτά 3ψήφιων ευρώ και αναγνωρισμένων εταιριών ήχου, καθώς δυσκολεύομαι να καταπιώ ότι μία μπάντα έδωσε κεφάλαιο για artwork και παρουσιάζει αυτό το ηχητικό αποτέλεσμα. Καλή η dark-ίλα guys αλλά λίγο πιο σύγχρονος ήχος δεν βλάπτει, καθώς lead κιθάρες μονοκοπανιά (όχι στέρεο διπλογραμμένες) έχω μάλλον να ακούσω από το Silent Enigma των Anathema. Μπότα και μπάσο είναι στα επίπεδα που χρειάζεται ένα δίσκος σήμερα για να σου τραβήξει τη προσοχή μέσα από 100δες κυκλοφορίες.
Ο δίσκος ξεκινάει με ένα παντελώς άχρηστο track, κλασικό συνονθύλευμα ήχων που οι μπάντες συχνά βαφτίζουν κομμάτι για να γεμίσουν το χρόνο του άλμπουμ. Από εκεί και πέρα το πράγμα αρχίζει να ρολάρει, τα κομμάτια διαδέχονται το ένα το άλλο, χωρίς να ακούμε κάτι το πρωτότυπο, κάτι το συγκινητικό για τα αυτιά μας, κάτι το εξαιρετικά ενδιαφέρον, ίσως με μοναδική εξαίρεση τον ομώνυμο “Godspeed”. H αφήγηση στα Γερμανικά που εμπεριέχεται στο κομμάτι, σε συνδυασμό με μια bluesy κιθάρα με τεχνική 15χρονου στο backround μόνο ως κακόγουστο αστείο μπορεί να θεωρηθεί. Γενικότερα, ακούμε συχνά κιθάρες από το υπερπέραν και μία πάρα πολύ μα πολύ πολύ πολύ πολύ….. εκνευριστική φωνή ερχόμενη από τα βάθη της μίξης (πολύ πολύ πίσω σε ένταση σε σημείο που να μην καταλαβαίνεις ποτέ τι λέει ο τραγουδιστής) καμουφλαρισμένη και με … 2 οκάδες βάθος (reverb). Γενικά και τα τύμπανα είναι φουλ στο βάθος και όλα έχουν αυτή την αισθητική των early 90s τύπου Τherion που ναι μεν τότε ήταν ΟΥΑΟΥ αλλά τώρα είναι ξεπερασμένα. Μόνο το μπάσο κοπανάει γερά στο υπογάστριο και, εν αντιθέσει με πολλές metal μπάντες που δεν ξέρεις καν αν υπάρχει μπασίστας, συμπληρώνει ιδανικά τα τύμπανα, και ειδικά την μπότα.
Εν κατακλείδι εδώ έχουμε ένα δίσκο με εξαιρετικό artwork, ιδανικό μπάσο, αισθητική παραγωγής early 90s φουλ παροπλισμένη και ξεπερασμένη, απλά easy listening παιξίματα που δεν έχουν κάτι λάθος αλλά είναι παντελώς αδιάφορα, και μία (δεν ξέρω αν το ανέφερα…) ΕΝΤΕΛΩΣ ΕΚΝΕΥΡΙΣΤΙΚΗ ΦΩΝΗ θαμμένη (thank god) στη μίξη… Τώρα που το ξανασκέφτομαι ίσως αν υπήρχε μια αξιοπρεπής φωνούλα, μπορεί και να το έβαζα μουσικό χαλί (ελπίζω να έβαλα τον τόνο στο “ι”…) σε κάποια διαδρομή 30 λεπτών μέσα στο αμάξι. Ως εκεί! Ca suffit που λένε και στο χωριό μου στη Lyon!
569