STRYPER: “God Damn Evil”

Κουβαλώντας τη δική τους ιστορία, που αγγίζει πια τα 35 χρόνια, οι heavy rockers από την California ήταν μάλλον αυτοί που με τη γρήγορη και εύκολη δημοφιλία τους στα 80’s, σε συνδυασμό με την επιτηδευμένη τους εμφάνιση (κιτρινόμαυρες στολές) και το μοίρασμα βίβλων στα live τους, έκαναν τον όρο “white metal” γνωστό σε πολύ κόσμο.

Το γνώριμο κιτρινόμαυρο λογότυπο συνεχίζει ακόμα και σήμερα να φιγουράρει και στο νέο τους εξώφυλλο του 10ου άλμπουμ τους. Ασφαλείς και ήρεμοι στη στέγη της Frontiers, συνεχίζουν να διατηρούν και σήμερα τα γνωρίσματα του κλασικού, μελωδικού metal που τους καθιέρωσε στα 80’s με καταξιωμένα άλμπουμ, όπως τα “Soldiers Under Command” και “To Hell With The Devil”. 

Μετά από ένα όχι και τόσο “χριστιανικό” και φιλικό χωρισμό με τον Tim Gaines, τον μόνιμο σχεδόν μπασίστα τους και ιδρυτικό μέλος, οι αδερφοί Sweet, o Michael (vocals, guitars) και ο Robert (drums), μαζί με τον κιθαρίστα Oz Fox, καλωσόρισαν στο σχήμα τον πρώην μπασίστα των Firehouse, Perry Richardson, συμπληρώνοντας άμεσα το κενό.

Για το μοναδικό που δεν μπορείς σίγουρα να κατηγορήσεις τους Stryper είναι πως ακούγονται κουρασμένοι ή νωθροί. Με έναν ήχο συμπαγή και αγκαλιάζοντας ταυτόχρονα την τυπική καθιερωμένη εντύπωση αλλά κι έναν πιο μοντέρνο αέρα, η παραγωγή του αρχηγού Michael Sweet στέκεται άμεσα και με επιτυχία σε αυτό που κάνουν σήμερα. Ουσιαστικά βέβαια, διατηρούν το ύφος τους με κάποια επιπλέον ηχητική βαρύτητα, και τολμούν να δοκιμάσουν και πρωτόγνωρα πειράματα, όπως τα death growls του Matt Machand των Shadows Fall, στο εναρκτήριο “Take It to the Cross”. Η αίσθηση της δοκιμής αυτής είναι πραγματικά “love it or hate it”, αλλά όπως και να έχει, αυτό τελικά που μένει σαν ισχυρότερη εντύπωση μετά την ολοκλήρωση της πρώτης αυτής γεύσης του άλμπουμ, είναι η εξαιρετική κατάσταση της φωνής του Sweet, που πραγματικά εντυπωσιάζει.

Άλλωστε, αμέσως μετά ακολουθεί ένα εξαιρετικό μπουκέτο τραγουδιών στην καθιερωμένη Stryper παράδοση. Το δεύτερο single “Sorry” θα κατακτήσει άμεσα τους παραδοσιακούς ακολούθους, που θα αποκαταστήσουν απόλυτα τις ισορροπίες τους με το αμέσως επόμενο “Lost”. Το ομότιτλο είναι ένα ευχάριστο καλογραμμένο mid tempo classic metal τραγούδι, ενώ με περισσότερα χρώματα και λίγο παραπάνω μυστήριο το διαδέχεται το “You Don’t Even Know Me”. 

Κι ενώ το “The Valley” κλείνει ένα εξαιρετικό σερί τραγουδιών που σημαδεύονται από εξαιρετικά φωνητικά και δουλεμένα, γεμάτα θέματα σόλο, οι ευχάριστες εκπλήξεις δεν σταματούν εκεί: το “Beautiful” είναι με σιγουριά το τραγούδι που ο παραδοσιακός οπαδός θα βάλει να ξανακούσει άμεσα, εκτιμώντας το υπέροχο lifting νοσταλγίας που του έχει κάνει. Σε όλα αυτά, δεν θα μπορούσε να λείπει ένα απαραίτητο αξεσουάρ της τακτικής τους που σημάδεψε τα πιο δημοφιλή άλμπουμ τους: η power ballad “Can’t Live Without Your Love” μακραίνει κι άλλο τη λίστα των μελωδικών, συναισθηματικών τους παγίδων.

Όταν το δυναμικό “The Devil Doesn’t Live Here” αφήνει την τελευταία του αντήχηση δεν υπάρχει αμφιβολία πως οι Stryper τα κατάφεραν πολύ καλά. 

Μάλλον θα ήταν εντελώς απίθανο, ακούγοντας κάποτε το “In God We Trust” να τολμήσω να σκεφτώ πως 30 χρόνια αργότερα, θα μπορούσαν να βγάλουν ένα δίσκο με τη φρεσκάδα και την ευστοχία του “God Damn Evil”…

747
About Γιώργος Γεωργίου 540 Articles
Συνηθίζουν να λένε, «δείξε μου τους φίλους σου να σου πω ποιος είσαι»… Αν μπορούσε λοιπόν να ιδρύσει το δικό του “Cabaret Voltaire”, στους τοίχους του θα είχε κορνίζες με φωτογραφίες του Τάκη Τλούπα και πίνακες των David Bomberg και Edward Hopper. Πάνω στο πατάρι θα είχε τις δύσκολες περιπτώσεις, αυτούς που αν τελικά μάλωναν μεταξύ τους, θα έπρεπε να γίνει σε απομόνωση. Σε ειδικό “triryche design” τραπεζάκι ο Tate με τον De Garmo, και ακριβώς απέναντι σε ευρύχωρο καναπέ ο Fish με τον Steve Hogarth. Μοναχικό τραπέζι με κηροπήγιο και θέα από μικρό παράθυρο στην ομίχλη της πίσω αυλής ο Simon Jones. Φθαρμένο ημίψηλο σκαμπό και μίνι μπαρ δίπλα του για τον Nick Cave. Σκαλιστή πολυθρόνα για τον Ronnie James Dio, και κάθισμα VIP από το Villa Park για τον μουστάκια άρχοντα των ριφ. Φουτουριστικό κουπέ για τρεις σεβάσμιους κυρίους από τον Καναδά, μην τον ρωτήσεις ποιους. Κάτω σε περίοπτη θέση στο μπαρ, τον μορφονιό Joakim Larsson, για να τραβά τις ωραίες γυναίκες, και δίπλα του τον Jim Matheos να τον συμμαζεύει με την ψυχραιμία του όταν χρειάζεται. Σε ένα μικρό τραπέζι στην πιο σκοτεινή γωνιά, η περίεργη παρέα του David Sylvian, του Neil Hannon και του Paddy McAloon. Όταν κάθονται στο μπαρ και οι νεότεροι Einar Solberg, Daniel Tompkins και Daniel Estrin, η χημεία είναι πια ιδανική. Καθόλου άσχημα κι απόψε…