Εγχώριας παραγωγής συνέχεια. Αυτή τη φορά με άλλο ένα νεότευκτο σχήμα από την Αθήνα, τους Yovel, μια μπάντα που κυκλοφορεί το debut της και φιλοδοξεί (δικαίως, το λέω από την αρχή) να αποσπάσει την προσοχή των “ανήσυχων” black metallers.
Aσυνήθιστο black πλήρως απομακρυσμένο από οτιδήποτε άτεχνο ή φλύαρα θορυβώδες, υλικό που ισορροπεί τέλεια ανάμεσα στη βαρβαρότητα και τον λυρισμό. Ένα ομοιογενές μείγμα από την black σκανδιναβική αισθητική, την post black ωμότητα και την εξευγενισμένη death οπτική που θα συναντούσε κάποιος σε δουλειές του Dan Swano ή των Opeth (το “Voices Of Self” για παράδειγμα που έχει κάτι από Edge Of Sanity ή το intro του “Manderlay” που επαναφέρει κάτι από το πνεύμα των παλαιών Opeth, πριν δηλαδή αρχίσουν την παρέα με τον χλεμπονιάρη Steven Wilson).
Ποικίλο riffing με ακουστικά θέματα που εμβολίζουν τις συνθέσεις και με παρέπεμψαν δομικώς στους θεούληδες Dissection, όπως στο θαυμάσιο “Song of the Coming” ενώ οι διάσπαρτες αφηγήσεις προσδίδουν έναν εφιαλτικό τόνο στο όλο άκουσμα και υπογραμμίζουν το στιχουργικό concept (όπως στo “(Too) Late Capitalism” ή στο “Trauma” με την απαγγελία της Σουζάνας Παπακωνσταντίνου). Ρυθμικά απέχει από το ακατάσχετο blast beat, οι ταχύτητες είναι κυρίως γρήγορες αλλά διακόπτονται συνεχώς από ευφάνταστες doomy γέφυρες, μεγαλώνοντας το “απρόβλεπτον” στη ροή του album.
Θα έθετα ως highlight την καταπληκτική performance του τραγουδιστή τους. Εξαιρετικά φωνητικά που άλλες φορές υιοθετούν μια post black φιλοσοφία, παρά αμιγώς black metal-ική – όπως στο “Servile Rage” το οποίο μου θύμισε τους Heaven Shall Burn / Caliban (υπάρχουν βέβαια και στιγμές όπως τα εξαιρετικά “Manderlay” και “Centennial” που εμφανίζεται το φάντασμα του Jon Nodtveit των Dissection) – αλλά αυτό δρα υπέρ του album, δίνει μια “ξεσκισμένη” αίσθηση που ενισχύει τη μαυρομεταλλική φύση του παρά τη μειώνει. Κάτι που εν πολλοίς οφείλεται και στον καθαρότατο, αφαιρετικό ήχο. Αναδεικνύεται και η παραμικρή λεπτομέρεια από όλα τα όργανα χωρίς βλαβερές συνέπειες από πρίμα λαμαρινιές καθιστώντας την ακρόαση άνετη και ευχάριστη.
Ως δισκογραφική εκκίνηση το “Hɪðəˈtu” των Yovel αγγίζει τον χαρακτηρισμό του “άριστου”. Εμπεριέχει καλοπαιγμένο και σχετικά πρωτότυπο υλικό, έχει ενδιαφέρουσα ροή, οπτικά είναι καλαίσθητο και παρουσιάζει στο ευρύτερο ακροατήριο μια πολύ φερέλπιδα μπάντα που από αυτήν την πρώτη της προσπάθεια εγείρει προσδοκίες με την ποιότητα που το περιβάλλει. Για τους φίλους του είδους προτείνεται ανεπιφύλακτα αν και θα πρότεινα να τσεκαριστεί και από το ευρύτερο post ή και prog κύκλωμα. Υπό παρακολούθηση από τον γράφοντα στο μέλλον.
845