VALIS ABLAZE : “Boundless”

Με τον γενναίο και πολλά υποσχόμενο τίτλο του απεριόριστου βάφτισαν οι πέντε νεαροί μουσικοί από το Bristol το πρώτο τους άλμπουμ. Είχε προηγηθεί το ΕΡ “Insularity” μόλις στις αρχές του 2017 και τα γεγονότα μαρτυρούν μόνα τους πως δεν άφησαν το χρόνο να κυλήσει χωρίς δουλειά.

Οι Valis Ablaze ανήκουν στην τελευταία γενιά του λεγόμενου tech/prog/alt metal που βρήκε πρόσφορο έδαφος στην Αγγλία. Το βασικό τους προτέρημα είναι η αντίληψη και η απόφαση να ανήκουν συνειδητά και με κάθε τρόπο σε έναν συγκεκριμένο χώρο, έτσι έχουν ήδη υποστηρίξει ζωντανά εμφανίσεις ονομάτων όπως οι σημαιοφόροι TesseracT, οι Sikth, οι The Contortionist και πολλοί άλλοι, ενώ συμμετείχαν και στο UK Tech Fest με μια εκλεκτή σειρά από συμπορευόμενους του χώρου.

Με τη βασική ιδέα της επεισοδιακής περιπλάνησης στον κύκλο ενός ύπνου, έχτισαν τελικά ένα concept θέμα για το ντεμπούτο τους. Ο ήρωας βυθίζεται στον ύπνο και αντιμετωπίζει μια σειρά από προκλήσεις που αντιπροσωπεύουν αρνητικά συναισθήματα προς το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον. Τελικά βρίσκει τη λύση στην κατανόηση των μηνυμάτων πίσω από αυτές τις δοκιμασίες.

Πρωταγωνιστικό ρόλο στην πραγμάτωση των στόχων τους παίζει η σπουδαία φωνή του Phil Owen: με φανερή την –ευπρόσδεκτη- επίδραση του Daniel Tompkins, o Owen καταφέρνει εύκολα να υπάρχει με αποτελεσματικότητα σε όλη την ευρύτητα της μουσικής παραλλαγής του “Boundless”. Κι αυτό το κερδίζει με την έναρξη του “Afterlight”, που αναδύεται με κλιμακωτή ένταση με αυτή την ελκυστική, φωτεινή μελωδικότητα που συχνά χαρακτηρίζει τους TesseracT. Από εκεί και πέρα θα ανταποκριθεί σε όλες τις εντάσεις του δίσκου. 

Οι Ash Cook και Tom Moore, ένα σφιχτοδεμένο, ευέλικτο κιθαριστικό δίδυμο, δείχνουν την ίδια αποτελεσματικότητα τόσο σε δυναμικά djent riffs όσο και μελωδικές παύσεις και πιο εσωτερικά περάσματα, ενώ τα μέρη τους συνολικά έχουν μια αξιοθαύμαστη ροή. Ο μπασίστας George Demner και ο ντράμερ Rich New συμπληρώνουν μια εκτελεστική πληρότητα με εξυπνάδα και ωριμότητα φτασμένης μεγάλης μπάντας. Συμπαίκτης σε αυτό το εντυπωσιακό ντεμπούτο είναι ο παραγωγός Justin Hill (Sikth, Heart of a Coward, Bury Tomorrow). 

Με έντεκα τραγούδια που διατηρούν την αίσθηση της περιπέτειας, κατέληξε η διαδικασία σύνθεσης και ηχογράφησης που έγινε υπό τους ήχους των “Malina” (Leprous), “Themata” (Karnivool) και “Juggernaut” (Periphery), αν αυτό έχει κάποια σημασία. Η ευρύτητα των επιδράσεων για τους νέους αυτούς μουσικούς, από τους Veil Of Maya, Agent Fresco μέχρι και Hans Zimmer, James Newton Howard και η δεξιότητα στη χρήση τους, έχει βοηθήσει να απομακρυνθούν από την απλή αντιγραφή των πρωταγωνιστών του χώρου. 

Σε ένα δίσκο με μεγάλη πυκνότητα ιδεών και μεταστροφές ανάμεσα στο δυναμικό και εγκεφαλικό groove και τα συναισθηματικά, φωτεινά διαστήματα, αλλά περισσότερο μπροστά σε μια συνθετική ικανότητα για τον χώρο, είναι τελικά δύσκολο να ξεχωρίσεις δυνατά χαρτιά στο “Boundless”. Λίγο ψηλότερα υψώνεται η εγκεφαλική αμεσότητα του “Lumen” που γρήγορα μένει στο μυαλό, οι εναλλαγές των κοφτών ρυθμών με τις φωνητικές μελωδίες του “Hex”, καθώς και τα τραγούδια με τις τρεις συμμετοχές στο άλμπουμ. Το “Faster than light” με τον σπουδαίο, σκωτσέζο κιθαρίστα Sithu Aye ανιχνεύεται αμέσως σαν ένα από τα highlights με την ορμή του, τα τεχνικά, εντυπωσιακά θέματα και τις αλλαγές των διαθέσεων, το “Frequency” με τη συμμετοχή του Drewsif (Drewsif Stalin’s Musical Endeavors), που είχε κάνει και την παραγωγή στο ΕΡ τους, μοιάζει να πατά αρκετά στο “Polaris” των TesseracT, ενώ το “Reflections” με τον κιθαρίστα των Eumeria, Reece Fullwood, κλείνει έναν πλούσιο δίσκο εύστοχα, μοιρασμένο ανάμεσα στην έκρηξη και στο συναίσθημα.

Οι πέντε φιλόδοξοι μουσικοί από το Bristol μοιάζει να έχουν ήδη καταφέρει περισσότερα από το να σηκώσουν απλά τα κεφάλια τους λίγο ψηλότερα από το πλήθος των πρωτοεμφανιζόμενων μουσικών του χώρου. Ο χρόνος θα δείξει αν έχουν το βάρος να υποστηρίξουν τις πλούσιες υποσχέσεις του ντεμπούτου, αλλά κι αν θα παραμείνουν «απεριόριστοι».

794
About Γιώργος Γεωργίου 540 Articles
Συνηθίζουν να λένε, «δείξε μου τους φίλους σου να σου πω ποιος είσαι»… Αν μπορούσε λοιπόν να ιδρύσει το δικό του “Cabaret Voltaire”, στους τοίχους του θα είχε κορνίζες με φωτογραφίες του Τάκη Τλούπα και πίνακες των David Bomberg και Edward Hopper. Πάνω στο πατάρι θα είχε τις δύσκολες περιπτώσεις, αυτούς που αν τελικά μάλωναν μεταξύ τους, θα έπρεπε να γίνει σε απομόνωση. Σε ειδικό “triryche design” τραπεζάκι ο Tate με τον De Garmo, και ακριβώς απέναντι σε ευρύχωρο καναπέ ο Fish με τον Steve Hogarth. Μοναχικό τραπέζι με κηροπήγιο και θέα από μικρό παράθυρο στην ομίχλη της πίσω αυλής ο Simon Jones. Φθαρμένο ημίψηλο σκαμπό και μίνι μπαρ δίπλα του για τον Nick Cave. Σκαλιστή πολυθρόνα για τον Ronnie James Dio, και κάθισμα VIP από το Villa Park για τον μουστάκια άρχοντα των ριφ. Φουτουριστικό κουπέ για τρεις σεβάσμιους κυρίους από τον Καναδά, μην τον ρωτήσεις ποιους. Κάτω σε περίοπτη θέση στο μπαρ, τον μορφονιό Joakim Larsson, για να τραβά τις ωραίες γυναίκες, και δίπλα του τον Jim Matheos να τον συμμαζεύει με την ψυχραιμία του όταν χρειάζεται. Σε ένα μικρό τραπέζι στην πιο σκοτεινή γωνιά, η περίεργη παρέα του David Sylvian, του Neil Hannon και του Paddy McAloon. Όταν κάθονται στο μπαρ και οι νεότεροι Einar Solberg, Daniel Tompkins και Daniel Estrin, η χημεία είναι πια ιδανική. Καθόλου άσχημα κι απόψε…