THE SWORD: “Used Future”

Τραγουδώντας για μια μοιραία γυναίκα με μια μυστήρια, επικίνδυνη και ανυπότακτη υπόσταση, είναι μια βαριά και σεβαστή αφετηρία.

Με αυτόν τον τρόπο ξεκινά η τετράδα ριφοαναθρεμένων rockers με τις κληρονομιές των Sabbath, AC DC και Thin Lizzy, ένα ταξίδι από το Austin του Texas στα βουνά της βόρειας Carolina. Όταν μάλιστα αυτό το τραγούδι (“Deadly Nightshade”) έχει όλα εκείνα τα μαγικά καρυκεύματα των ευκολομνημόνευτων singles των αρχόντων του Birmingham λίγο πριν το φινάλε της Ozzy-era, τότε ακόμα και οι δυσαρεστημένοι ακόλουθοι του “High Country” του 2015, θα απομακρύνουν για λίγο το δάχτυλο από τη σκανδάλη.

Ναι, οι Sword επιστρέφουν με το έκτο άλμπουμ τους και όσο φαινομενικά ακούγεται να ανοίγουν διπλωματικά το “Used Future”, εντύπωση που δυναμώνει και με το αμέσως επόμενο “Twilight Sunrise”, είναι αποφασισμένοι να διευρύνουν το ηχητικό μονοπάτι που πρωτοχαράκτηκε στο προηγούμενο άλμπουμ και να ακολουθήσουν την περιπετειώδη αγωνία της προσωπικής έκφρασης.

Όσοι θέλουν τους Sword ασφυκτικά αποκλεισμένους σε ένα βησιγοτθικό, σαμπαθογεννημένο σπήλαιο να σκορπίζουν κεραυνούς από ριφ και συμβολικά θέματα, δεν θα ανακαλύψουν και πολλά από τα αγαπημένα τους εξαρτήματα στο νέο τους άλμπουμ.

Αλλά… αυτό δεν σημαίνει πως αυτό το άλμπουμ δεν είναι ένα άλμπουμ των Sword. Οι J. D. Cronise (vocals,guitar), Kyle Shutt (guitars), Bryan Ritchie (bass, synths) και Santiago “Jimmy” Vela III (drums, percussion) συνεχίζουν να μεταφέρουν το groove, retro-space όχημά τους και να σμιλεύουν τις ιστορίες τους με αφετηρία την κορυφαία heavy rock κληρονομιά, και προορισμό περιγραφικές, ρυθμικές μουσικές σελίδες.

Δύο μοιάζουν να είναι ουσιαστικά οι κύριες διαφοροποιήσεις στο “Used Future”. Η πρώτη είναι η έντονη κινηματογραφική του αίσθηση, η εντύπωση της εξέλιξης μιας διαδρομής, ενός ταξιδιού: με ελαφρότητα αλλά και σημειολογική συνέπεια, θα μπορούσε να το περιγράψει κανείς σαν μια συνεργασία των Black Sabbath και των Thin Lizzy σε ένα spaghetti western score. Μια προφανής ένδειξη που ισχυροποιεί τον κινηματογραφικό του χαρακτήρα είναι τα instrumental του δίσκου. Αν το “Wild Sky” παίρνει τη σκυτάλη των δυο πρώτων τραγουδιών και ανοίγει σταδιακά τον ορίζοντα του ταξιδιού, διατηρώντας την ένταση με περισσότερο μυστήριο, στο σύντομο “Intermezzo” είναι προφανής ο υπαινιγμός της μετάβασης. 

Το αριστουργηματικό “Nocturne”, κάπου στο μέσο του άλμπουμ, ένα επιβλητικό άνοιγμα στο νυχτερινό ουρανό, είναι ένα αμιγώς κινηματογραφικό θέμα του Bryan Ritchie με βάση το πιάνο και τα keys, που μοιάζει να συμφιλίωσε ένα score του John Carpenter με τα ηχοτοπία των Pink Floyd. To “Brown Mountain”, που ουσιαστικά σπρώχνει το άλμπουμ στο τέλος με την επαναληπτική, ρυθμική post rock αισθητική του, αφήνει μια αλλόκοτη αίσθηση νοσταλγίας.

Η δεύτερη σημαντική διαφοροποίηση είναι η μεγαλύτερη απόσταση από το heavy stoner ύφος τους που διαλύεται μάλλον σε μεγαλύτερη ποσότητα bourbon: μια δυνατή φλέβα νότιας rock παράδοσης συμπληρώνει διακριτικά τα αποθέματα επιλογών του δίσκου. Εντυπώσεις από Lynyrd Skynyrd και Allman Brothers, ιδιαίτερα στα “Sea of Green”, “Don’t Get too Comfortable” και το πρώτο μέρος του ομότιτλου, και ίσως και επιμεταλλωμένων Phish αλλά και ZZ Top, φωτίζουν μέρη των τραγουδιών.

Πέρα από όλα αυτά, το dna των Sword όχι απλά επιβιώνει, αλλά επιβραβεύεται για την ευελιξία του: συνεχίζοντας να είναι οι ίδιοι εμμονικοί ριφοσυλλέκτες κιθαριστικών διαδοχών που πάντα περιείχαν στην κουλτούρα τους την αγάπη για την soul των 60’s και 70’s, τα synth pop groups των 80’s, τα κόμικς, τις ταινίες και τα video games, προτιμούν να διανύσουν τη διαδρομή. Αγνοώντας τις κραυγές συντηρητικών οπαδών και το κόστος, βρίσκονται πια ξεκάθαρα σε μια νέα φάση. Η εμφανής διαφορά είναι ο ήχος, με τη συνδρομή στην παραγωγή του Tucker Martine (My Morning Jacket, The Decemberists), η αδιαπραγμάτευτη ομοιότητα, η συνθετική ποιότητα.

Όπως λένε κοφτά και οι ίδιοι “κάνουμε δίσκους που θέλουμε να τους ακούμε”.

655
About Γιώργος Γεωργίου 540 Articles
Συνηθίζουν να λένε, «δείξε μου τους φίλους σου να σου πω ποιος είσαι»… Αν μπορούσε λοιπόν να ιδρύσει το δικό του “Cabaret Voltaire”, στους τοίχους του θα είχε κορνίζες με φωτογραφίες του Τάκη Τλούπα και πίνακες των David Bomberg και Edward Hopper. Πάνω στο πατάρι θα είχε τις δύσκολες περιπτώσεις, αυτούς που αν τελικά μάλωναν μεταξύ τους, θα έπρεπε να γίνει σε απομόνωση. Σε ειδικό “triryche design” τραπεζάκι ο Tate με τον De Garmo, και ακριβώς απέναντι σε ευρύχωρο καναπέ ο Fish με τον Steve Hogarth. Μοναχικό τραπέζι με κηροπήγιο και θέα από μικρό παράθυρο στην ομίχλη της πίσω αυλής ο Simon Jones. Φθαρμένο ημίψηλο σκαμπό και μίνι μπαρ δίπλα του για τον Nick Cave. Σκαλιστή πολυθρόνα για τον Ronnie James Dio, και κάθισμα VIP από το Villa Park για τον μουστάκια άρχοντα των ριφ. Φουτουριστικό κουπέ για τρεις σεβάσμιους κυρίους από τον Καναδά, μην τον ρωτήσεις ποιους. Κάτω σε περίοπτη θέση στο μπαρ, τον μορφονιό Joakim Larsson, για να τραβά τις ωραίες γυναίκες, και δίπλα του τον Jim Matheos να τον συμμαζεύει με την ψυχραιμία του όταν χρειάζεται. Σε ένα μικρό τραπέζι στην πιο σκοτεινή γωνιά, η περίεργη παρέα του David Sylvian, του Neil Hannon και του Paddy McAloon. Όταν κάθονται στο μπαρ και οι νεότεροι Einar Solberg, Daniel Tompkins και Daniel Estrin, η χημεία είναι πια ιδανική. Καθόλου άσχημα κι απόψε…