GALAHAD: “Seas Of Change”

Οι άγγλοι Galahad μετρούν μια μακρά διαδρομή που έχει την αφετηρία της στο 1985. Αποτελούν ένα όνομα που ανήκει στην περίφημη δεύτερη γενιά του prog rock, των  αρχών της δεκαετίας του ’80, που σήμερα συνηθίζουμε να αποκαλούμε neoprog, μαζί με τους Marillion, Pendragon, IQ, Τwelfth Night, Pallas, και άλλους.

Μετά την ιδιαίτερη περσινή κυκλοφορία του “Quiet Storms”, ενός γαλήνιου άλμπουμ, με πρωταγωνιστές τη φωνή του Stuart Nicholson και τα keyboards του Dean Baker, όπου προσάρμοσαν παλιότερα και νέα τραγούδια σε ατμοσφαιρικές αποδόσεις, επιστρέφουν φέτος  με την πλήρη σύνθεση και τον συνολικό, γνώριμο ήχο τους, στο “Seas Of Change”.

Το δέκατο άλμπουμ των Galahad είναι ουσιαστικά ένα μακροσκελές τραγούδι, χωρισμένο σε ενότητες: το ομότιτλο “Seas Of Change”, που σχεδόν αγγίζει τα 43 λεπτά διάρκειας και πραγματεύεται το θέμα που μονοπωλεί σχεδόν τις συζητήσεις των Bρετανών τα δύο τελευταία χρόνια, το περιβόητο πια “Brexit”.

O Stuart Nicholson, αποφεύγοντας να τοποθετηθεί, έχει τη θέση του απεγνωσμένου παρατηρητή που εισπράττει όλο τον αντίκτυπο και την καταιγίδα αντιδράσεων και απόψεων των δύο αντιμαχόμενων πλευρών. Αφήνει τις σκέψεις του να χαθούν στις θάλασσες των αλλαγών και να μεταφραστούν σε αυτό το αναπλαστικό τραγούδι που αποπειράται να περιγράψει αυτή τη διαδικασία.

Η επιστροφή του πρώην μπασίστα τους, Lee Abraham, στη θέση του κιθαρίστα πια, ενισχύει τη χημεία και την ετοιμότητα της ομάδας.  Ουσιαστικά όμως όλοι βρίσκονται υπό την απόλυτη καθοδήγηση του εκπληκτικού και αστείρευτου Dean Baker, ο οποίος έχει γράψει άλλωστε σχεδόν όλη τη μουσική. Δεν είναι πια μυστικό πως ο Baker είναι από τους πιο χαρισματικούς και νεωτεριστές μουσικούς πίσω από τα keyboards, ένας άνθρωπος που δεν διστάζει, μαζί με τις παραδοσιακές τακτικές του neoprog, να προσθέτει και συναρπαστικά νέα στοιχεία από άλλους χώρους, με ευστοχία και δεινότητα.

Το  “Seas Of Change” μοιάζει να αναδύεται με το άνοιγμα μιας αυλαίας και στηρίζει ένα μεγάλο μέρος της έλξης του στην έντονη θεατρικότητα ή αν προτιμά κανείς στον κινηματογραφικό χαρακτήρα του. Έχουν χρησιμοποιηθεί ακόμα και αυθεντικά ιστορικά ηχητικά samples από την περίοδο πριν τον πόλεμο 1914-18 που μάλλον αφήνουν να υπονοηθεί μια αποστασιοποίηση της Βρετανίας και τότε σε σχέση με τους υπόλοιπους ευρωπαίους. Ο δίσκος, με μια εξέλιξη συγκεκριμένη σε κάθε λεπτομέρεια, είναι μια ηχητική διαδρομή που απαιτεί αφοσίωση. Πρώτα ο Baker και κοντά του ο Abraham, έχουν κάνει εξαιρετική δουλειά, υφαίνοντας μια πολύμορφη διαδοχή εντυπώσεων και αντανακλάσεων για τον ακροατή. Ο Nicholson άγεται και φέρεται, ενσαρκώνοντας τις αλλαγές και τις μεταπτώσεις ενός ανθρώπου χαμένου στη δίνη των αλλαγών. Η φωνή του φρέσκια και σίγουρη όλα αυτά τα χρόνια, αλλά και πιο μεστή από κάθε άλλη φορά, ζευγαρώνει ιδανικά την πίκρα με την ειρωνεία, την αγωνία με την καυστικότητα. Χωρίς να υποτιμηθεί η ιδιαίτερη προσωπική του προσέγγιση, υπάρχουν στιγμές που οι ερμηνείες του ανακαλούν αυτές του Peter Nicholls, και ίσως και η μουσική γύρω του να πλησιάζει τις τακτικές των IQ. 

Το δύσκολο εγχείρημα του 43λεπτου αφηγηματικού χρονογραφήματος μουσικά πετυχαίνει: όλο το πλήθος των ερεθισμάτων πειθαρχεί σε μια  συναισθηματική αλλά και συνθετικά ενδιαφέρουσα αλυσίδα ήχων και σκιαγραφήσεων. Όσοι είναι ήδη εξοικειωμένοι με το neoprog ιδίωμα και συναφή γκρουπ, θα τοποθετήσει το “Seas Of Change” πολύ ψηλά με συνοπτικές διαδικασίες. Στο ίδιο εξαιρετικό επίπεδο βρίσκονται και τα δύο επιπλέον τραγούδια (“Dust” και “Smoke”), με αυτόνομη όμως θεματολογία.

Οι Galahad, εξοικειωμένοι με την ελευθερία της μόνιμης δισκογραφικής τους ανεξαρτησίας, δεν δίστασαν να καταπιαστούν με ένα θέμα που επιφανειακά μπορεί να χαρακτηριστεί “αμιγώς βρετανικό”. Όμως η αγωνία, η ανασφάλεια και η αίσθηση ασημαντότητας του ανθρώπου μπροστά σε κοσμογονικές εξελίξεις που δεν μπορεί να ερμηνεύσει, να εκτιμήσει, να αξιολογήσει και να αποκρυπτογραφήσει έγκαιρα, είναι ζητήματα που δεν γνωρίζουν σύνορα, έθνη και φυλές. Και η μουσική μπορεί να το αναδείξει ιδανικά αυτό.

671
About Γιώργος Γεωργίου 540 Articles
Συνηθίζουν να λένε, «δείξε μου τους φίλους σου να σου πω ποιος είσαι»… Αν μπορούσε λοιπόν να ιδρύσει το δικό του “Cabaret Voltaire”, στους τοίχους του θα είχε κορνίζες με φωτογραφίες του Τάκη Τλούπα και πίνακες των David Bomberg και Edward Hopper. Πάνω στο πατάρι θα είχε τις δύσκολες περιπτώσεις, αυτούς που αν τελικά μάλωναν μεταξύ τους, θα έπρεπε να γίνει σε απομόνωση. Σε ειδικό “triryche design” τραπεζάκι ο Tate με τον De Garmo, και ακριβώς απέναντι σε ευρύχωρο καναπέ ο Fish με τον Steve Hogarth. Μοναχικό τραπέζι με κηροπήγιο και θέα από μικρό παράθυρο στην ομίχλη της πίσω αυλής ο Simon Jones. Φθαρμένο ημίψηλο σκαμπό και μίνι μπαρ δίπλα του για τον Nick Cave. Σκαλιστή πολυθρόνα για τον Ronnie James Dio, και κάθισμα VIP από το Villa Park για τον μουστάκια άρχοντα των ριφ. Φουτουριστικό κουπέ για τρεις σεβάσμιους κυρίους από τον Καναδά, μην τον ρωτήσεις ποιους. Κάτω σε περίοπτη θέση στο μπαρ, τον μορφονιό Joakim Larsson, για να τραβά τις ωραίες γυναίκες, και δίπλα του τον Jim Matheos να τον συμμαζεύει με την ψυχραιμία του όταν χρειάζεται. Σε ένα μικρό τραπέζι στην πιο σκοτεινή γωνιά, η περίεργη παρέα του David Sylvian, του Neil Hannon και του Paddy McAloon. Όταν κάθονται στο μπαρ και οι νεότεροι Einar Solberg, Daniel Tompkins και Daniel Estrin, η χημεία είναι πια ιδανική. Καθόλου άσχημα κι απόψε…