Το ανήσυχο και δύστροπο μυαλό του πολυοργανίστα Davide Tiso σίγουρα δεν χωρούσε στη γενέτειρά του, Padova της Ιταλίας. Δεν ήταν επίσης εύκολο να εκφραστεί και να περιοριστεί σε διακριτά όρια ιδιωμάτων του σκληρού ήχου.
Αδηφάγος συλλέκτης εμπειριών και διαθέσεων, από το εκκεντρικό αμάλγαμα avant garde metal/hardcore punk/jazz fusion των ιταλών Ephel Duath, στο occult, progressive doom project με τη σύζυγό του Karyn Crisis, αλλά και στο industrial black metal των Aborym, συνεχίζει να πετά σε νέες δοκιμασίες ακούγοντας τις περίεργες φωνές στο κεφάλι του.
Ζώντας πια στο San Francisco, επιστρατεύει τον drummer Hannes Grossmann (Blotted Science, Obscura), και εμπιστεύεται την άμεση επικοινωνία του με τους ανθρώπους στην ιδιαίτερη φωνή του Jason McMaster (ex-Watchtower, Dangerous Toys). Έτσι προκύπτουν οι Howling Sycamore, που ενισχύονται στις ηχογραφήσεις με τις συνδρομές του σαξοφωνίστα Bruce Lamont (Yakuza, Corrections House), αλλά και του κιθαρίστα Kevin Hufnagel (Gorguts, Dyshythmia).
Η ιδιαιτερότητα του αποτελέσματος είναι δύσκολο να κρυφτεί, και σερβίρεται στον ακροατή από την απότομη είσοδο στο “Upended”. H συρραφή των ξεχωριστών στοιχείων που τελικά περιγράφουν τον χαρακτήρα των Sycamore συνθέτει ουσιαστικά το εισαγωγικό track του άλμπουμ. Επιτακτικά τύμπανα που σαρώνουν μέρη του τραγουδιού, (μέχρι και κάποια blast beats), εμβόλιμες δύστροπες και μάλλον επιθετικές αιχμές του σαξόφωνου, αλλά και jazz/fusion αποχρώσεις που δεν διστάζουν να συνοδεύσουν ρυθμικά heavy riffs, και πάνω από όλα αυτά ένας McMaster που, πέρα από τη συνηθισμένη του δύναμη και ευρύτητα, αποκαλύπτει μια σχεδόν τελετουργική εκφραστικότητα σε μια σειρά από σπουδαίες ερμηνείες. Το πιο σημαντικό είναι πως οι παραστάσεις του συμπληρώνουν αυτό το αλλόκοτο μουσικό κέλυφος του γκρουπ με έναν τρόπο που τελικά εξομαλύνει το συνολικό αποτέλεσμα για τον ακροατή.
Αρκετά γρήγορα, αυτή η έξυπνη πολυσυλλεκτική παγίδα τους φυλακίζει τον παράξενο ακροατή, τον περικυκλώνει με την περιπετειώδη μουσικά θεατρικότητα και ήδη φτάνοντας στο εξαιρετικό “Let Fall”, η ψυχή της μουσικής τους έχει κερδίσει τη μάχη.
Πέρα από την μουσική ετοιμότητα που άμεσα προκαλεί ο δίσκος, η διαδρομή του έχει μια σειρά από περιστροφές στις διαθέσεις, και τα θαυμάσια χρώματα του McMaster γυρίζουν τις σελίδες των εντυπώσεων με έξυπνο και φυσικό τρόπο. Μετά το ιντερλούδιο του “Intermezzo”, το “Midway” μεταφέρει χαρακτηριστικά το συναίσθημα πάνω από τις μουσικές του περιπλοκές, ενώ το αμέσως επόμενο “Chant of Stillness” αρχίζει και τελειώνει σαν ένας εσωτερικός, απολογητικός μονόλογος, με μια απόκοσμη ακουστική παγανιστική αύρα.
Το ντεμπούτο του νέου οχήματος του Tiso τρέχει πάνω στις παράλληλες ράγες της μουσικής ακρότητας και της αυθεντικής αγωνίας. Όσο περισσότερο άγραφος και ελεύθερος από ενστάσεις το πλησιάσεις, τόσο πιο πολύτιμες πτυχές εκφραστικής ιδιαιτερότητας θα τυλίξει γύρω σου. Όσο άδικο κι αν είναι για τη βαριά προσωπική σφραγίδα του δίσκου, δοκιμάζοντας έναν παραλληλισμό, όσοι ταυτίζονται με τη μουσική και τις σπαρακτικές ερμηνείες του Warrel Dane, θα βρουν παραπάνω από φιλικές τις διαστάσεις των Howling Sycamore.
Με την σοφά ωμή παραγωγή του Scott Evans να συμβαδίζει με τον ανθρώπινο πόνο, τη μοναξιά που συμβολίζει και το όνομά τους, οι υποσχέσεις που αφήνει ένα από τα πιο εντυπωσιακά άλμπουμ της έναρξης του 2018 είναι αντιστρόφως ανάλογες με τα μόλις 37 λεπτά της διάρκειάς του. Έχοντας τη δήλωση του Tiso πως έχει ήδη συνθέσει αρκετό υλικό για το διάδοχό του, είμαστε ήδη ανυπόμονοι.